Πολιτικοί «έμποροι»…

Όμως ο τρόπος που διεξάγεται η αντιπαράθεση αυτή αποκαλύπτει ότι μάλλον εξαντλείται στα όρια ενός «τετριμμένου» κομματικού ανταγωνισμού και κατ’ ελάχιστον εγγίζει την ουσία του προβλήματος.

Είναι «φυσικό» ότι από τον κομματικό ανταγωνισμό και την αντιπαράθεση αυτή απουσιάζουν η κοινωνία και οι πολίτες. Άλλωστε αυτοί συνήθισαν πλέον στο (επαναλαμβανόμενο) φαινόμενο τα πολιτικά κόμματα να υποστηρίζουν αντιδιαμετρικά διαφορετικές θέσεις, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση, από εκείνες που εκφράζουν στην αντιπολίτευση. Αυτή ακριβώς η εύκολη υιοθέτηση «θέσεων» και «επιλογών» που καλύπτονται σχηματικά κάτω από την «ομπρέλα» είτε του «σοσιαλιστικού» είτε του «φιλελεύθερου» προτύπου οδηγούν ευθέως στη σύγχυση και στον πολιτικό κυνισμό.

Σ’ αυτό το πλαίσιο τα κόμματα μετασχηματίζονται -οργανωτικά, επικοινωνιακά και συμβολικά – σε ένα είδος πολιτικών «καταναλωτικών προϊόντων» που ανταγωνίζονται για ψηφοφόρους-πελάτες και όχι για πολίτες που πιστεύουν σε αρχές. Γι’ αυτό και οι συνεχείς αλλαγές θέσεων, οι «ανακολουθίες», οι «νεωτερισμοί» χρησιμοποιούνται κατά κόρον, ώστε τα ίδια τα κόμματα να γίνουν περισσότερο «ελκυστικά»…

Γι’ αυτό και η κρίση της πολιτικής στρατηγικής των κομμάτων ερμηνεύεται από τα ίδια ως κρίση της «εικόνας» τους. «Τα κόμματα ανταγωνίζονται χωρίς αρχές. Συντάσσουν τα μεταβαλλόμενα προγράμματά τους ανάλογα με τις πιθανότητες που έχουν να αγρεύσουν ψήφους. Αλλάζουν τις θέσεις τους και τα σύμβολά τους σε βαθμό που δεν συναντάμε πουθενά αλλού» (Μαξ Βέμπερ, «Η Πολιτική ως Επάγγελμα»).

Η ισοπέδωση αυτή έχει όμως και μια άλλη σημαντική, και κρίσιμη ασφαλώς επίπτωση. Γιατί χάνεται σταδιακά η διαφορά και το περιεχόμενο σημαντικών διακρίσεων όπως αυτές μεταξύ Δημοσίου και Ιδιωτικού, μεταξύ συμφέροντος και δικαιώματος, μεταξύ ατομικής επιλογής και δημόσιου αγαθού. Κι αυτή η «απώλεια» είναι πράγματι σημαντική, γιατί οι διακρίσεις αυτές δεν έχουν ένα αφηρημένο συμβολικο-ιδεολογικό χαρακτήρα, αλλά αφορούν τις αξίες, τα συμφέροντα, τις αντιλήψεις των πολιτών, τα ίδια τα κοινωνικά και οικονομικά «θεμέλια», με βάση τα οποία εξελίσσεται μια χώρα στον σύγχρονο κόσμο.

«Το Δημόσιο», ως πεδίο αναφοράς τόσο του Κράτους-Δικαίου «όσο και του κοινωνικού κράτους, έχει απαξιωθεί, έχει αποδυναμωθεί σε σχέση με τις κλασικές λειτουργίες και αρχές του. Σήμερα ο δημόσιος-κρατικός «χώρος» ταυτίζεται συχνά με τη δομική – γραφειοκρατική ακινησία, τη φθορά και τη διαπλοκή, τις πελατειακές σχέσεις… Πώς μέσα σε αυτή τη «συνάθροιση» ενός πλήθους αρνητικών χαρακτηριστικών, μπορεί να αναπτυχθεί και να επικρατήσει το πρόταγμα του κοινωνικού-δημόσιου αγαθού; Ποιοι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί μπορούν να ενεργοποιηθούν και να άρουν στην πράξη όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία;

Από την άλλη πλευρά το «ιδιωτικό» δικαίως πολλές φορές ταυτίζεται με την κερδοσκοπία, την αντικοινωνική νοοτροπία, την αντιπαραγωγική δραστηριότητα και την πρόσδεση στις κρατικές χορηγήσεις, με τη διαμόρφωση μονοπωλιακών δομών στην αγορά οι οποίες δημιουργούν εντονότερες κοινωνικές/εισοδηματικές ανισότητες. Πού βρίσκεται ο θρυλούμενος δημιουργικός ανταγωνισμός, οι καινοτόμες παραγωγικές δράσεις, οι επενδυτικές στρατηγικές; Πώς μπορεί μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ο ιδιώτης – το «κύτταρο» της οικονομίας της αγοράς- να αναπτύξει τις πρωτοβουλίες του και να αναδείξει τις ικανότητές του;

Βρισκόμαστε στην πραγματικότητα μεταξύ «σφύρας» και «άκμονος». Η σφαίρα του Ιδιωτικού (Οικονομία των μηχανισμών της Αγοράς) κατακτά συνεχώς νέα πεδία στον «χώρο» της πολιτικής εξουσίας και των θεσμών του κοινωνικού κράτους, σε βάρος της κοινωνίας, των πολιτών. Τα κόμματα, από την πλευρά τους, υποχωρούν στις πιέσεις των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να διασφαλίσουν την -μέσω των ΜΜΕ- «νομιμοποίηση» και «διαφήμισή» τους, αγνοώντας τις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Το «Δημόσιο» ως μηχανισμός εξουσίας και άσκησης πελατειακών σχέσεων από τα κόμματα της διακυβέρνησης και το «ιδιωτικό» ως πλέγμα σχέσεων άσκησης της εξουσίας και προώθησης των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων συνθλίβουν το «Κοινωνικό», δηλαδή τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους και τα πολιτικά και οικονομικά ερείσματα (θεσμοί, δημόσιες επιχειρήσεις) που προασπίζουν τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά και τις εθνικές υποδομές της χώρας μας.

Το πρόβλημα των πολιτών είναι η προάσπιση αυτών των αγαθών κι όχι η επιλογή μεταξύ του κρατικού-πελατειακού-διαπλεκόμενου συστήματος διαχείρισης αφ’ ενός και ενός ιδιωτικού-εκμεταλλευτικού «σχήματος» που αποβλέπει στο κέρδος. Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα που προκύπτει για τον ΟΤΕ, αλλά και για μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων που αφορούν επιχειρήσεις και δραστηριότητες δημόσιου-κοινωνικού χαρακτήρα.

Δυστυχώς, αυτά τα ουσιαστικά προβλήματα δεν αγγίζονται, γιατί η πολιτική αντιπαράθεση έχει εξαντληθεί στα διλήμματα «ποιος πουλάει καλύτερα» και ποιος είναι περισσότερο «αρεστός» στις δυνάμεις της Αγοράς. Χάνεται με τον τρόπο αυτό και το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής και η ίδια η δυνατότητα να εκφρασθούν τα κοινωνικά συμφέροντα. Είναι το ιστορικό «τίμημα» που πληρώνουν η Δημοκρατία και η Κοινωνία σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η «δημοκρατία» της Αγοράς και το πολιτικό «μάρκετινγκ».


Σχολιάστε εδώ