Διπλωματική σύγκρουση Μόσχας – Λονδίνου

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες δηλητηριάστηκε ο πρώην πράκτορας της ρωσικής μυστικής υπηρεσίας και στη συνέχεια συνεργάτης του ρώσου δισεκατομμυριούχου που ζει εξόριστος στο Λονδίνο, Μπορίς Μπερεζόφσκι, παρ’ ότι κανένα ενδεχόμενο δεν μπορεί από τώρα να αποκλεισθεί, όσο περνούν οι μέρες αυξάνονται οι ενδείξεις που υποστηρίζουν ότι για τη μόλυνσή του δεν ευθύνεται το Κρεμλίνο, αλλά επήλθε ενώ μετέφερε το ραδιενεργό στοιχείο, επιχειρώντας να το πουλήσει στο ακμάζον λαθρεμπόριο πυρηνικών υλικών. Μόλις την Τετάρτη που μας πέρασε και ενώ το ενδιαφέρον των ερευνών είχε πλέον μετατοπιστεί στη Γερμανία, απ’ όπου πέρασε πρόσφατα συνεργάτης του Λιτβινένκο και όπου πράγματι εντοπίστηκαν ίχνη του ραδιενεργού υλικού, η εφημερίδα «Μπερλίνερ Τσάιτουνγκ» δημοσίευε δηλώσεις αξιωματούχου ασφαλείας της χώρας που κατέληγαν ότι «εξετάζουμε σοβαρά το ενδεχόμενο ο θάνατος του Λιτβινένκο να συνδέεται με το λαθρεμπόριο πυρηνικών». Στο ίδιο μήκος κύματος είχαν κινηθεί και εκτενή δημοσιεύματα στον βρετανικό Τύπο («Ομπζέρβερ», «Γκάρντιαν», κ.α.), ενώ οι επίσημες κατηγορίες προς τη Μόσχα αμφισβητήθηκαν εκ βάθρων από τη δήλωση του βρετανού υπουργού Εξωτερικών ότι οι αποκαλύψεις που θα γίνουν για τις αιτίες του θανάτου του Λιτβινένκο θα κάνουν στο μέλλον αυτούς που κατηγορούν τώρα τη Ρωσία «να κοκκινίσουν από ντροπή».

Αντίθετα όμως με τον θαυμαστό κόσμο των υπηρεσιών, όπου για ελάχιστα πράγματα μπορεί κανείς να είναι σίγουρος, στη σφαίρα της πολιτικής και της οικονομίας υπάρχει ένα πλήθος από μέτωπα στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση που παραμένουν θερμά και πιέζουν στην κατεύθυνση της άμεσης ρύθμισης.

Οι αγωγοί «μήλον της Έριδος»

Πάνω απ’ όλα είναι οι πιέσεις που ασκούνται συστηματικά εδώ και μήνες στη Μόσχα για να ανοίξει τους αγωγούς, τερματίζοντας το μονοπώλιο που μέχρι τώρα κατέχει στη μεταφορά φυσικού αερίου. Το θέμα αυτό αναμένεται να βρεθεί στις πρώτες προτεραιότητες της γερμανικής προεδρίας που ξεκινάει την 1η Ιανουαρίου. Σε αδρές γραμμές το αίτημα των Ευρωπαίων αφορά το δικαίωμα των δικών τους επιχειρήσεων να αγοράζουν φυσικό αέριο από την Κεντρική Ασία για παράδειγμα και αυτό να φθάνει στη συνέχεια στην Ευρώπη μέσω των ρωσικών αγωγών, καταβάλλοντας ένα αντίτιμο. Μέχρι στιγμής η διαδικασία που ακολουθείται προβλέπει την πώλησή του στη Ρωσία, που αυτή στη συνέχεια το μεταπουλά στους Δυτικοευρωπαίους. Η εναλλακτική λύση που έχουν είναι εντελώς ασύμφορη: να κατασκευάσουν δικούς τους αγωγούς! Από την άλλη μεριά η Ρωσία, που υπέγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 τη σχετική συμφωνία, αλλά αρνήθηκε στη συνέχεια να την επικυρώσει -όταν οι τιμές του φυσικού αερίου ακολούθησαν ανοδική πορεία- αδίκως κατηγορείται, μια και το δίκτυο των αγωγών κατασκευάστηκε με δικά της κεφάλαια. Από πού κι ως πού να θεωρείται υποχρέωσή της να εκχωρήσει ιδιοκτησιακά δικαιώματα; Παρ’ όλα αυτά η αυξανόμενη πρόσδεση της Ευρώπης στη Ρωσία για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών (ήδη περισσότερο από το ένα τέταρτο της ζήτησης ενέργειας της ΕΕ και το ένα τρίτο της Γερμανίας καλύπτονται από τη Ρωσία) και οι συμφωνίες «μαμούθ» που αναμένεται να υπογραφούν θα εντείνουν τις πιέσεις στη Μόσχα για να παραιτηθεί από τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Οι πιέσεις αυτές ασκούνται με αφόρητο τρόπο από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που εντάχθηκαν εσχάτως στην ΕΕ και, εκφράζοντας τα αμερικανικά συμφέροντα, δεν βλέπουν με καλό μάτι την εμβάθυνση των σχέσεων Ευρώπης – Ρωσίας.

Η δεύτερη εστία έντασης στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης προκλήθηκε από τη μονομερή απόφαση που έλαβε η Μόσχα τον Σεπτέμβριο να αναθεωρήσει τα συμβόλαια που έχουν υπογραφεί μεταξύ του Κρεμλίνου και της κοινοπραξίας «Σαχαλίνη-2» που είχε συστήσει η βρετανο-ολλανδική Ρόαγιαλ Ντατς Σελ με τις ιαπωνικές Μιτσούι και Μιτσουμπίσι για την εκμετάλλευση των τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, που υπολογίζονται στη μυθική ποσότητα των 3,7 τρισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων! Η Μόσχα συγκεκριμένα, απειλώντας τις πολυεθνικές εταιρείες ότι θα ανακαλέσει τις άδειές τους προφασιζόμενη περιβαλλοντικούς λόγους, πέτυχε να πουλήσουν το 50% των μετοχών τους στη Γκαζπρόμ και από κει που ήλεγχαν το 100% της επένδυσης βρέθηκαν να κατέχουν το ήμισυ. Το υπόλοιπο πουλήθηκε στον κολοσσό της Γκαζπρόμ έναντι 4 δισ. δολαρίων. Η εξέλιξη όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες της Δύσης που είδε να χάνει μέσα από τα χέρια της τεράστια μελλοντικά κέρδη.

Το Λονδίνο έδρα της αντιπολίτευσης του Πούτιν

Η τρίτη εστία έντασης στις σχέσεις της Μόσχας με το Λονδίνο έχει την έδρα της στα πανάκριβα προάστια του Λονδίνου, όπου έχουν εγκατασταθεί οι περίφημοι «ολιγάρχες», όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται οι ζάπλουτοι σήμερα 45άρηδες που κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ιδιοποιήθηκαν με παράνομες μεθόδους την κρατική περιουσία. Τα ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου για τη χλιδή στην οποία ζουν οι ολιγάρχες στο Λονδίνο συχνά ξεπερνούν και τη λαϊκή φαντασία. «Η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» της Τρίτης έγραφε, για παράδειγμα, ότι καταστήματα πολυτελείας του Λονδίνου όπως το Χάροντς στο προσωπικό τους συμπεριλαμβάνουν αναγκαστικά πλέον και ρωσόφωνους για να εξυπηρετούν όσους καταφθάνουν από τη Μόσχα, ενώ από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους το ένα στα πέντε σπίτια αξίας άνω των 6 εκατ. λιρών που πωλήθηκαν πέρασε σε χέρια Ρώσων. Τρελές δουλειές με τους Ρώσους στο Λονδίνο κάνουν επίσης και οι έμποροι πολυτελών αυτοκινήτων, όπως Ρολς Ρόις, που δηλώνουν ότι οι Ρώσοι αγοράζουν πάντα το πιο τελευταίο και πιο ακριβό μοντέλο. Σε αυτούς τους κύκλους – όπου προεξάρχοντα ρόλο διαδραματίζουν ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς και ο Μπορίς Μπερεζόφκσι- κινούνταν ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο. Η σχέση τους δε με τον Πούτιν από την πρώτη μέρα που ανέλαβε την εξουσία μέχρι και σήμερα (πολύ περισσότερο μάλιστα) ήταν σχέση βαθιάς έχθρας, καθώς ο ρώσος Πρόεδρος επιχείρησε με κάθε μέσο να ανακόψει την πορεία παρακμής της Ρωσίας που την οδηγούσε στον Τρίτο Κόσμο, αξιοποιώντας τον κρατικό τομέα της οικονομίας. Στο σχέδιο ανασυγκρότησης της Ρωσίας που εφάρμοσε ο Πούτιν δεν χωρούσαν οι ολιγάρχες που βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τους Αμερικανούς, διευκολύνοντάς τους στην απόκτηση κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων όπως τα κοιτάσματα της Σιβηρίας και τη διάλυση των υπόλοιπων ώστε να πάψει να υφίσταται ακόμη και ως απειλή το αντίπαλο δέος. Γι’ αυτόν τον λόγο όσοι ολιγάρχες δεν πρόλαβαν να φύγουν για το Λονδίνο συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν με βαριές ποινές όπως ο Χανταρκόφσκι. Η κόντρα του Πούτιν με τους ολιγάρχες του Λονδίνου, στους κόλπους των οποίων τελευταία προστέθηκαν και επικεφαλής των τσετσένων αυτονομιστών όπως ο Αχμέντ Ζακάγιεφ, πολύ γρήγορα τροφοδότησε την όξυνση των σχέσεων της Μόσχας με το Λονδίνο που από την εποχή των διαφωνιών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για την επέμβαση στο Ιράκ ήταν στο κόκκινο. Η αποκάλυψη της υπονομευτικής δράσης βρετανών μυστικών πρακτόρων στη Μόσχα, οι διώξεις του Βρετανικού Συμβουλίου στη ρωσική πρωτεύουσα και οι απαγορεύσεις που συχνά δέχεται η ρωσική υπηρεσία του βρετανικού ενημερωτικού δικτύου BBC -σύμφωνα πάντα με όσα δηλώνουν οι Βρετανοί- είναι τα πιο κραυγαλέα περιστατικά στη σύγκρουση της Μόσχας με το Λονδίνο που σε πολλούς θυμίζει το «Μεγάλο Παιχνίδι», όπως είχε χαρακτηριστεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη ρωσική και τη βρετανική αυτοκρατορία τον 19ο αιώνα με «μήλον της Έριδος» τον έλεγχο της κεντρικής Ασίας.

Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό πλαίσιο ο θάνατος του Αλεξάντερ Λιτβινένκο, ανεξαρτήτως των αιτιών που τον προκάλεσαν, αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για να ενταθούν οι πιέσεις και να οξυνθούν οι ανταγωνισμοί.


Σχολιάστε εδώ