ΝΑΤΟϊκόν Requiem *

Στην κρίσι του Σουέζ, το 1956, ο διάδοχός του Άντονυ Ήντεν διεπίστωσεν οδυνηρώς ότι το ΝΑΤΟ δεν διασφαλίζει τα συμφέροντα των συμμάχων, αλλά μάλλον την πετρελαϊκήν επάρκεια των ΗΠΑ.

Αρχικώς στα 12 ιδρυτικά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, προσετέθη η (τότε) Δυτική Γερμανία (Μάιος 1949). Μετά διετίαν, το 1952, προσεχώρησεν η Ελλάς (και η ένσπονδος… εχθρά της, Τουρκία), ελάχιστα ωφεληθείσα εκ της «συμμαχίας». Αντιθέτως.

Το 1999, το ΝΑΤΟ επεξετάθη σε Τσεχία, Πολωνία και Ουγγαρία, μετά την διάλυσι του αντιπάλου Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Το ΝΑΤΟ διαθέτει κοινή στρατιωτική διοίκησι και το άρθρον 5 του Συμφώνου, επί τη βάσει του οποίου τυχόν επίθεσι «τρίτης χώρας» εναντίον μέλους της συμμαχίας συνεπιφέρει την συμπαράστασι των υπολοίπων κρατών μελών – όχι όμως και μια επίθεσι κράτους μέλους εναντίον ετέρου μέλους! Εφ’ ω και η Τουρκία απειλεί με πόλεμον την Ελλάδα, εάν ήθελε κάμη χρήσι των διεθνώς ανεγνωρισμένων δικαιωμάτων στο Αιγαίον πέλαγος. Προσφάτως μάλιστα η Άγκυρα εζήτησεν να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο διά τον καθορισμό της ελληνοαιγυπτιακής υφαλοκρηπίδος και αμφισβήτησε τα χωρικά ύδατα του Καστελορίζου.

Το 2004 προσετέθησαν στο ΝΑΤΟ επτά πρώην κομμουνιστικές χώρες, μεταξύ των οποίων η Βουλγαρία και η Ρουμανία, οι οποίες είχαν στο παρελθόν διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας. Ούτως προσετέθησαν άλλες δύο χώρες, όπου το άρθρον 5 της ΒΑτλαντικής συνθήκης αφήνει ακάλυπτη την Ελλάδα.

Συν τω χρόνω, το ΝΑΤΟ παρεξέκλινε της πορείας του (ως διασφαλίζοντος την ειρήνην) και εξελίχθη εις επιθετικόν οργανισμό. Τον Μάρτιο του 1999 εβομβάρδισε την Σερβία, με σκοπόν να σταματήσει τις επιθέσεις της κατά του αλβανικού πληθυσμού του Κοσυφοπεδίου και τον Μάιο του ιδίου έτους έπληξε την κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι, με κατευθυνόμενες βόμβες. Κατά το 1967, ο πρόεδρος στρατηγός Ντε Γκωλ είχεν αποσύρει την Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και εξεδίωξε τα νατοϊκά στρατεύματα απ’ το έδαφός της. Έναν χρόνο μετά, τον Μάιο του 1968, εξηναγκάσθη εις παραίτησιν συνεπεία… φοιτητικών ταραχών…

Στην Ελλάδα, η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 είχε τουλάχιστον την ανοχήν του ΝΑΤΟ, έως ότου τον Αύγουστο του 1974 η Τουρκία κατέλαβε το 38% της Κυπριακής Δημοκρατίας, διά της χρήσεως των ΝΑΤΟϊκών όπλων, προκαλέσασα την πτώσι του στρατιωτικού καθεστώτος εν Ελλάδι και την απόσυρσι της «δοτής» κυβερνήσεως του Κων/νου Καραμανλή από την νατοϊκή «συμμαχία», στην οποίαν επανήλθε το 1981, αφού προηγουμένως εχρειάσθη μία ακόμη επέμβασι του τουρκικού στρατού στα πολιτικά πράγματα της γείτονος, με τον στρατηγόν Εβρέν.

Ο απολογισμός του ΝΑΤΟ, που σήμερα διαθέτει 26 κράτη μέλη, θεωρείται θετικός, δεδομένου ότι η «συμμαχία» επέτυχεν όχι μόνο την προάσπισι της Δ. Ευρώπης από τον κομμουνισμόν αλλά και την διάλυσι της Σοβιετικής Ενώσεως, μάλιστα χωρίς να ρίξει ένα πυροβολισμόν – πρωτοφανές στην παγκόσμιον ιστορία.

Σήμερον παραδόξως (αλλ’ όχι ανεξηγήτως) το ΝΑΤΟ επεκτείνει την «ειρηνική» του επέμβασι στο Αφγανιστάν, με 30.000 στρατιώτες από διάφορες χώρες, διαφορετικής όμως αντιλήψεως του ρόλου των στην απείθαρχον αυτήν χώρα: Ενώ οι Αμερικανοί, Βρετανοί και Καναδοί επιχειρούν εναντίον των Ταλιμπάν στο αναρχούμενο νότιον τμήμα της χώρας, οι Γάλλοι, Γερμανοί και λοιποί (εν οίς και τινές Έλληνες) στρατιώτες περιπολούν στον βορράν, όπου επικρατούν μάλλον συνθήκες ασφαλείας.

Στην πρόσφατη διάσκεψι κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ρίγα της Λεττονίας επισημοποιήθη το ρήγμα που άνοιξε στο ΝΑΤΟ η μονομερής επίθεσι των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, το 2003 (αδόκητο «θύμα» της οποίας υπήρξε και ο τότε πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, ο οποίος συνεκάλεσεν, ως προεδρεύων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, διάσκεψι κορυφής της ΕΕ όπου εξεδηλώθη έντονος αντιαμερικανισμός). Οι Ευρωπαίοι (κυρίως οι Γαλλογερμανοί) ετάχθησαν κατά της αμερικανικής επεμβάσεως. Έκτοτε προσπαθούν να «αναπτύξουν» ίδιον στρατιωτικό μηχανισμόν «ταχείας επεμβάσεως», χωρίς όμως τον απαραίτητον εφοδιασμόν, ανταγωνιζόμενοι το ΝΑΤΟ, το οποίον ανέλαβε την διαχείρησι του αφγανικού πολέμου. Ούτως ο μακρός αυτός πόλεμος κατέστη ΝΑΤΟϊκή υπόθεσις, με απροβλέπτους συνεπείας διά το μέλλον της «συμμαχίας».

Το Αφγανιστάν, μία χώρα 64.500 τετρ. χλμ. με πληθυσμόν 30 εκατομμυρίων πτωχών κατοίκων (800 δολάρια ανά κεφαλήν ετησίως) και ελκυστικόν ορυκτό πλούτον (αλλά μόλις 12% του εδάφους καλλιεργήσιμον) ανέκαθεν υπήρξε πεδίον φυλετικών συγκρούσεων και το μήλον της Έριδος των μεγάλων δυνάμεων. Από την εποχή του Πέρσου βασιλέως Δαρείου του πρώτου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Τζέκινς Χαν, το Αφγανιστάν υπήρξε η ακαταπάλαιστος δίοδος πρός τας Ινδίας. Τον 19ον αιώνα, τρεις αφγανικοί πόλεμοι, διά τον έλεγχον της κεντρώας Ασίας από τις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την Μεγάλη Βρετανία και την Ρωσία, κατέληξαν το 1893 στην σφαγήν ενός ολοκλήρου σώματος του βρετανικού στρατού. Το 1919 το Αφγανιστάν ανεγνωρίσθη ως ανεξάρτητον κράτος και το 1925 κατέστη μοναρχία. Το 1973 ο βασιλιάς Μοχάμετ Ζαχίρ Σάχ επλήρωσε τις στενές σχέσεις με τους Σοβιετικούς, διά της εκθρονίσεως απ’ τον εξάδελφό του Νταούντ, που μετέβαλε την χώρα σε «λαϊκή δημοκρατία». Αλλεπάλληλες εν συνεχεία δολοφονίες ηγετών της χώρας κατέληξαν το 1979 εις πλήρους κλίμακος σοβιετικήν εισβολή, που συνήντησεν, όμως, την σθεναρά αντίστασι των φανατικών μαχητών Μουτζαχεντίν, των σαουδαραβικών κεφαλαίων και των αμερικανικών συγχρόνων όπλων, τα οποία παρείχε αφειδώς ο πρόεδρος Ρέηγκαν στους μαχητάς του σεΐχη Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Το 1988, οι Σοβιετικοί αναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν το Αφγανιστάν, γεγονός που εσήμανε και το τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Εν τούτοις, η ριζοσπαστικοποίησι των αρχεγόνων ισλαμιστών «σπουδαστών», γνωστών ως Ταλιμπάν, και η εγκατάστασι της Αλ Κάιντα στα αφγανικά υψίπεδα επανέφεραν τους Αμερικανούς στην χώρα αυτήν, μετά την επίθεσι της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Άνευ όμως στρατιωτικού αποτελέσματος.

Αντί διαλύσεως (αφού εξεπληρώθησαν οι στόχοι του το 1991) το ΝΑΤΟ επιθυμεί τώρα να επεκταθή σε Ουκρανία, Γεωργία, Κοσσυφοπέδιον και Σερβίαν – ετέραν άσπονδο «φίλη» της χώρας μας…

Εν τούτοις, η επάνοδος των Ταλιμπάν και του «τζιχαντισμού» στο Αφγανιστάν έφερε το ΝΑΤΟ στο Κανταχάρ, την ώρα που τ’ αμερικανικά στρατεύματα ετοιμάζονται ν’ αποχωρήσουν από το Ιράκ, κατησχυμένα.

Τίθεται όθεν το ερώτημα: Θα έχη τον 21ον αιώνα η Βορειοατλαντική συμμαχία την μοίρα των Βρετανών του 19ου και των Ρώσων του 20ού αιώνος;

-Ως γνωστόν, η Ιστορία επαναλαμβάνεται σε πρώτην φάσιν ως δράμα και εις δευτέραν, ως ιλαροτραγωδία…

(*) Ρέκβιεμ = Μνημόσυνον,
ύμνος τελευτήσαντος τον βίον.


Σχολιάστε εδώ