Η νέα φορεσιά του ΠΑΣΟΚ
Συχνά ο φιλελευθερισμός του Γ. Α. Παπανδρέου παρέπεμπε σε λειτουργία μεγάλης πολιτικής λέσχης ιδεών και όχι κόμματος, κάτι για το οποίο το ΠΑΣΟΚ (και κανένα κόμμα στην Ελλάδα) δεν ήταν έτοιμο. Ως πολιτικός οργανισμός το ΠΑΣΟΚ ήταν συνηθισμένος σε αλλαγές που είχαν σχέση με τη διατήρηση ή την ανάκτηση της εξουσίας, όχι σε αλλαγές δομικού χαρακτήρα ή ταυτισμένες με τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας του κόμματος. Ο νέος αρχηγός του θέλησε να κάνει αυτές τις τάσεις να προχωρούν μαζί, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, όπως αποδείχθηκε.
Το ΠΑΣΟΚ εκπαιδεύτηκε για να κυβερνάει, επέδειξε μεγάλη ευελιξία στις αλλαγές με αποτέλεσμα να αντέξει στην ηγεσία του ακόμα και τον «ξένο» Κων. Σημίτη, ένα ηγετικό ιστορικό στέλεχος που ποτέ δεν εντάχθηκε στην πλειοψηφική λογική του κόμματος και ακολούθησε πάντα τη δική του κεντροδεξιά, ευρωπαϊκή φιλελεύθερη αντίληψη για τα πράγματα. Κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στην πολιτική και κοινωνική γραμμή του φυσικού ηγέτη και ιδρυτή Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν εκπαιδεύτηκε όμως για να είναι δεκτικό σε αλλαγές ιδεών, γραμμών και πολιτικών, όταν αυτές δεν συνάδουν προς άσκηση της εξουσίας. Το κυριότερο ήταν η απώλεια της εξουσίας και το σημαντικότερο το αίτημα για ανάκτησή της.
Από την ώρα που κυριαρχούσαν αυτά τα συναισθήματα, αυτές οι ανάγκες, κάθε νεωτεριστική αντίληψη της νέας ηγεσίας έμοιαζε παράξενη και ακατάληπτη, ενώ η συγκεκριμένη «γλώσσα» που χρησιμοποιούσε ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θύμιζε και πολύ κόμμα εξουσίας, κάτι που ανησυχούσε τόσο τα στελέχη όσο και την οργανωμένη βάση. Τα στελέχη, εκπαιδευμένα στη μεγάλη τους πλειοψηφία σε συνθήκες εξουσίας, είχαν αποκτήσει την ευελιξία της αποδοχής όρων με τους οποίους δεν συμφωνούσαν (σημιτικός τρόπος διακυβέρνησης), αρκεί το κόμμα (άρα και οι ίδιοι) να παρέμενε «στα πράγματα». Η οργανωμένη βάση είχε ξεχάσει από το 1993 τι σημαίνει και πώς γίνεται η αντιπολίτευση, θεωρώντας λίγο-πολύ ότι το ΠΑΣΟΚ είναι προορισμένο να κυβερνάει. Ορθώς ο Γ. Α. Παπανδρέου θέλησε να αλλάξει αυτές τις αντιλήψεις, αλλά πρόκειται για εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο, μια και προσκρούει στις προσωπικές αντιστάσεις των ίδιων των στελεχών. Σε αυτή τη διαπίστωση πρέπει να προσθέσουμε την κακή αντιπολιτευτική εικόνα του ΠΑΣΟΚ, κάτι που χειροτέρευε την ψυχολογική κατάσταση των στελεχών και της οργανωμένης βάσης. Η έλλειψη εναλλακτικών κυβερνητικών προτάσεων, η ενασχόληση με ήσσονος σημασίας ζητήματα και πάντως ξένα προς την ελληνική πραγματικότητα, η μεγάλη φροντίδα για θέματα (χρήσιμα αλλά όχι άμεσα δεμένα με την εξουσία και τη διακυβέρνηση) όπως το διαδίκτυο, έκαναν την επιστροφή στην εξουσία να μοιάζει με μακρινό όνειρο.
Οι συνεχείς δημοσκοπήσεις που έφερναν τη ΝΔ να προηγείται με άνεση δημιουργούσαν κλίμα ήττας, εκνευρισμού και παραίτησης, κάτι που είχε άμεση αντανάκλαση στον ίδιο τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Ο Γιώργος Παπανδρέου άρχισε να υφίσταται ανοιχτή αμφισβήτηση όχι μόνο από στελέχη αλλά και από τον Τύπο, τον φιλικό Τύπο του ΠΑΣΟΚ. Οι κινήσεις των προηγούμενων ημερών ήρθαν να βάλουν σε επίπεδο προσώπων μερικά πράγματα στη θέση τους, αν και είναι σαφείς οι εμμονές του Γ. Α. Παπανδρέου σε πρόσωπα που δεν έχουν εσωτερική αποδοχή (ούτε όμως και ευρύτερη λαϊκή) στο ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε περίπτωση αυτό που λείπει είναι η σαφής πολιτική πρόταση που θα οδηγήσει τους πολίτες να επιλέξουν το ΠΑΣΟΚ για κυβέρνηση αντί της Νέας Δημοκρατίας. Όταν αυτή γίνει γνωστή και μετρηθεί η δυναμική της στην κοινή γνώμη, τότε θα μπορούν να κριθούν και τα πρόσωπα. Έως τότε τα πρόσωπα καλούνται να εξηγήσουν τι ακριβώς συνέβη το 2004, τι προτείνουν σήμερα και γιατί να προτιμηθεί (και πάλι) το ΠΑΣΟΚ αντί της ΝΔ.