Επενδυτές δύο ταχυτήτων και με το νέο φορολογικό
Οι έλληνες χρηματιστές, μέσω επιστολής του Συνδέσμου Μελών Χρηματιστηρίου Αθηνών στον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών Γ. Αλογοσκούφη, επισήμαναν το πρόβλημα, που οδηγεί στο φαινόμενο της μαζικής εξόδου κεφαλαίων σε φορολογικούς παραδείσους, με αποτέλεσμα όχι μόνο να χάνονται φορολογικά έσοδα για το Δημόσιο, αλλά και να στερούνται οι ελληνικές εταιρείες δυνατότητες ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, εκτός από τις ξένες τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα στέλνοντας κεφάλαια Ελλήνων, κυρίως εφοπλιστών, σε θυγατρικές τους που εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους, τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και οι περισσότερες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες διαθέτουν αντίστοιχες θυγατρικές.
Για παράδειγμα, η Eurobank διαθέτει θυγατρική στο Λουξεμβούργο και στα Νησιά Καϊμάν, η Εθνική στα Νησιά Γκέρνσεϊ, όπως και η Alpha Bank, η Πειραιώς συνεργάζεται με την ING Γενεύης. Αυτά είναι, βέβαια, ορισμένα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, γιατί είναι πλέον ελάχιστες οι ελληνικές τράπεζες χωρίς θυγατρικές ή συγγενείς εταιρείες σε φορολογικούς παραδείσους, μέσω των οποίων γίνεται η διαχείριση του «έξυπνου χρήματος».
Οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι, άλλωστε, προτιμούν αυτή τη λύση, παρά την επένδυση μέσω εταιρειών με έδρα στην Ελλάδα, όχι μόνο για φορολογικούς λόγους, αλλά ακόμη και για συναλλαγές που έχουν τις ίδιες επιβαρύνσεις είτε γίνονται από την Ελλάδα είτε από το εξωτερικό, καθώς οι φορολογικοί παράδεισοι εξασφαλίζουν καθεστώς ανωνυμίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χρηματιστήριο πρώτοι σε επενδύσεις ξένοι επενδυτές είναι οι προερχόμενοι από το Λουξεμβούργο, με μετοχές αξίας άνω των 12 δισ. ευρώ στην κατοχή τους. Όπως τονίζουν οι γνώστες της αγοράς, η πλειονότητα αυτών των κεφαλαίων είναι στην πραγματικότητα ελληνικής προέλευσης, που έρχονται διά της τεθλασμένης στη Σοφοκλέους, όχι για φορολογικούς λόγους, αλλά για να διατηρείται η ανωνυμία των επενδυτών.
Η διαχείριση μέσω φορολογικών παραδείσων έχει, βεβαίως, και σοβαρά φορολογικά πλεονεκτήματα, τα οποία είχε αναλυτικά παρουσιάσει το «ΠΑΡΟΝ» σε προηγούμενο σχετικό δημοσίευμα.
Μεταξύ άλλων, αποφεύγεται ο φόρος συναλλαγών 0,15% επί της αξίας της πώλησης, που επιβάλλεται σε όσους πουλήσουν ξένες μετοχές μέσω ελληνικής ΑΧΕΠΕΥ ή τράπεζας, όπως και ο φόρος εισοδήματος για τα έσοδα από μερίσματα ξένων εταιρειών.
Μείζον θέμα στο οποίο είχε αναφερθεί διεξοδικά το «ΠΑΡΟΝ» δημιουργούσε και η αποφυγή φόρων εισοδήματος από τους τόκους τραπεζικών και εταιρικών ομολόγων, για όσους Έλληνες έκαναν τις συναλλαγές τους μέσω θυγατρικών των τραπεζών στο εξωτερικό. Το ζήτημα ρυθμίζεται με το φορολογικό νομοσχέδιο που προβλέπει απαλλαγή αυτών των εισοδημάτων από τη φορολογία εισοδήματος δικαιώνοντας την πρακτική των τραπεζών και επιβάρυνσή τους με παρακράτηση φόρου 10%.
Στην επιστολή του ΣΜΕΧΑ την οποία έχει στη διάθεση του το «ΠΑΡΟΝ» οι χρηματιστές εμμέσως αναγνωρίζουν ότι το «έξυπνο χρήμα», σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης των αγορών, είναι πρακτικά αδύνατο να «συλληφθεί» και να επιβαρυνθεί με τους ίδιους φόρους που ισχύουν για τους έλληνες «κοινούς θνητούς».
Γι’ αυτό και πρότειναν οι χρηματιστές με την επιστολή να γίνει προσπάθεια σύγκλισης των δύο διαφορετικών φορολογικών καθεστώτων, με την κατάργηση ορισμένων φόρων που λειτουργούν στην πράξη σαν κίνητρα εξαγωγής κεφαλαίων στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να χάνονται οι δυνατότητες διαχείρισής τους από ελληνικές εταιρείες, ώστε να δημιουργείται πρόσθετη απασχόληση και το κράτος να κερδίζει από άλλες πηγές (φόροι εισοδήματος των μισθωτών που θα απασχοληθούν, εισφορές στα Ταμεία, φόροι στα κέρδη των χρηματιστηριακών εταιρειών κ.ο.κ.).
«Είναι ξεκάθαρο ότι πολλές εταιρείες (σ.σ.: οι θυγατρικές των τραπεζών στο εξωτερικό) λειτουργούν εις βάρος της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην Ελλάδα, παρά το ότι οι φορολογικές αρχές δεν έχουν κανένα έσοδο από αυτές τις δραστηριότητες και οδηγούν την Ελλάδα στην υπανάπτυξη και την ανεργία», τονίζουν χαρακτηριστικά οι χρηματιστές στην επιστολή τους.
Προτείνουν δε να καταργηθεί, τουλάχιστον, η υποχρέωση καταβολής φόρου συναλλαγών 0,15% όταν ένας ξένος πελάτης ελληνικής εταιρείας πουλά μετοχές επίσης ξένης εταιρείας, ώστε να έχουν οι ελληνικές εταιρείες τη δυνατότητα να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις πελάτες από το εξωτερικό.
Από αυτές τις προτάσεις το υπουργείο Οικονομικών δεν υιοθέτησε καμία τελικά, αφήνοντας άθικτο το σημερινό καθεστώς.
Προέβλεψε μόνο την απαλλαγή από φόρο συναλλαγών των πωλήσεων ξένων μετοχών όταν αυτές γίνονται μέσω κοινής χρηματιστηριακής πλατφόρμας, ρύθμιση όμως που αφορά μόνο τις μετοχές του Χρηματιστηρίου Κύπρου μετά την ενοποίησή του με τη Σοφοκλέους.