Φιλότουρκη η φινλανδική προεδρία!
H τουρκική θέση είναι ο πυρήνας των λεγομένων προτάσεων Γκιουλ. Αποσκοπεί στη διασύνδεση της συμβατικής υποχρέωσης της Άγκυρας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως με το «απευθείας εμπόριο».
Αυτό πρακτικά θα σήμαινε την έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους και την προδιαγραφή «λύσεως» του κυπριακού τύπου Σχεδίου Ανάν.
Με απλά λόγια η Άγκυρα, αντί να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της, διεκδικεί ως «αντάλλαγμα» τουρκική «λύση» του Κυπριακού και ακύρωση του πλεονεκτήματος που απέκτησε η Κύπρος ως χώρα-μέλος τη ΕΕ.
Αμερικανοβρετανικής προελεύσεως η «νέα» φινλανδική φόρμουλα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «νέα» φόρμουλα που αναπροσαρμόζεται στις αδιάλλακτες τουρκικές θέσεις αποτελεί προϊόν παρασκηνιακών υποδείξεων και έντονων πιέσεων του αμερικανο-βρετανικού διπλωματικού παράγοντα.
Ο αμερικανός βοηθός υφυπουργός ευρωπαϊκών υποθέσεων, Ματ Μπραΐζα, δεν απέκρυψε τις αμερικανικές θέσεις και επιδιώξεις στο θέμα αυτό. Κατέστησε σαφές ότι στρατηγική επιδίωξη των ΗΠΑ είναι η απρόσκοπτη συνέχιση της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Στο πνεύμα αυτό συντάχθηκε με την τουρκική θέση για άμεση διασύνδεση της τουρκικής υποχρεώσεως για το Πρωτόκολλο με το «απευθείας εμπόριο».
Ευθυγραμμίσθηκε, επίσης, με την τουρκική θέση στο θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου, το οποίο είχε προβληθεί αρχικά ως το πεδίο στο οποίο θα μπορούσε να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση πάνω στη βάση της λεγόμενης φόρμουλας του Λουξεμβούργου, την οποίαν έχει αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά. (Άνοιγμα, δηλαδή, μόνο του λιμένος της Αμμοχώστου υπό διακοινοτική συνδιαχείριση, πάγωμα στην εκμετάλλευση των κατεχόμενων ελληνοκυπριακών περιουσίων, επιστροφή στους Ελληνοκυπρίους της κατεχομένης περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου).
Η αμερικανική και στη συνέχεια φινλανδική αναπροσαρμογή στο θέμα της Αμμοχώστου αφαιρεί από τη λεγόμενη φινλανδική φόρμουλα το μόνο ουσιαστικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει για την ελληνική πλευρά βάση διαπραγματεύσεως, έστω και με τον προφανή κίνδυνο να παρουσιασθεί το θέμα της Αμμοχώστου ως καθοριστικός παράγων για τη λύση του Κυπριακού, πράγμα το οποίο δεν είναι ακριβές.
Υπενθυμίζεται σχετικά ότι τόσο στο ψήφισμα 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας όσο και στις «υψηλές αρχές» που συμφωνήθηκαν μεταξύ Ραούλ Ντενκτάς και Σπύρου Κυπριανού το 1979, η επιστροφή της Αμμοχώστου είχε τεθεί ως χειρονομία καλής θελήσεως, την οποία έπρεπε να κάνει η τουρκική πλευρά.
Η στρατηγική επιδίωξη όμως της αμερικανο-βρετανικής πλευράς στη σημερινή συγκυρία είναι κατά πρώτον λόγο η διευκόλυνση με κάθε τρόπο της Άγκυρας και η αποσόβηση ουσιαστικών κυρώσεων που θα είχαν συνέπεια το πάγωμα ή τη διακοπή της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Κατά δεύτερον λόγο, η δημιουργία προϋποθέσεων για την ντε φάκτο επιβολή της επιθυμητής σ’ αυτούς «λύσεως», χωρίς τον κίνδυνο προκαταρκτικού δημοψηφίσματος και υπό τον ευφημισμό μιας δήθεν «επανενώσεως» της Κύπρου! Καθοριστική εξέλιξη θα ήταν γι’ αυτό η επιβολή του λεγόμενου «απευθείας εμπορίου».
Η αμερικανοβρετανική αυτή στρατηγική επιδιώκει επίρριψη ευθυνών στην ελληνική πλευρά
Προφανώς, η αμερικανοβρετανική αυτή στρατηγική επιδιώκει επίρριψη ευθυνών στην ελληνική πλευρά, κατά πρώτον λόγο, για να αποενοχοποιήσει την τουρκική. Κατά δεύτερον λόγο, για να αποτρέψει την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων κατά της Άγκυρας.
Κατά τρίτον λόγο, για να εντείνει τις πιέσεις στην ελληνική πλευρά για υποχωρήσεις τόσο στο θέμα των κυρώσεων κατά της Άγκυρας όσο και στο θέμα του «απευθείας εμπορίου».
Η αμερικανοβρετανική διπλωματία, σε συμπαιγνία με την τουρκική, επιδιώκει, με κάποιες παραλλαγές, την επανέκδοση του σεναρίου της Νέας Υόρκης. Αυτού που οδήγησε στην επιδιαιτησία Κόφι Ανάν και έστρωσε το χαλί στο τουρκικό «ναι» στο Σχέδιο Ανάν, αφού προηγουμένως, έγιναν δεκτές και ενσωματώθηκαν σ’ αυτό όλες οι τουρκικές αξιώσεις.
Στον ρόλο του επιδιαιτητή προωθείται τη φορά αυτή η φινλανδική προεδρία, η οποία, για να διευκολύνει την Άγκυρα, αποσύρει το θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου, ως δήθεν άσχετο με τις αρμοδιότητες της ΕΕ!
Αντιθέτως, διασυνδέει άτυπα το θέμα του Πρωτοκόλλου, που είναι συμβατική υποχρέωση της Τουρκίας προς την ΕΕ με το θέμα του «απευθείας εμπορίου», που εάν εφαρμοζόταν, θα είχε ως συνέπεια την ντε φάκτο αναγνώριση από την ΕΕ του ψευδοκράτους και τον προκαθορισμό της ουσίας της «λύσεως» του κυπριακού.
Παραλλήλως, η αμερικανοβρετανική διπλωματία, προεξοφλώντας, υπό τους όρους αυτούς την απόρριψη από την ελληνική πλευρά της λεγόμενης φινλανδικής φόρμουλας προετοιμάζει το έδαφος για να αναδείξει την «εποικοδομητική στάση» της τουρκικής πλευράς έναντι της φινλανδικής φόρμουλας. Για να προτείνει, επίσης, ανώδυνες «κυρώσεις» που θα συνδυάζουν δήθεν τη συνέχιση της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας με τις νομικές υποχρεώσεις της Άγκυρας προς την ΕΕ. Οι προτεινόμενες «κυρώσεις» είναι συγκεκριμένα, είτε το πάγωμα ορισμένων κεφαλαίων, που συνδέονται με την Τελωνειακή Ένωση, είτε το πάγωμα του κλεισίματος και όχι του ανοίγματος των διαπραγματευτικών κεφαλαίων.
Η Άγκυρα θα μπορούσε, δηλαδή, στην τελευταία περίπτωση να διαπραγματεύεται οποιοδήποτε κεφάλαιο και να παραπέμπει ευσχήμως το κλείσιμό του προς το τέλος των διαπραγματεύσεων σε απροσδιόριστο χρόνο.
Είναι προφανής ο εμπαιγμός, ιδιαίτερα προς εκείνους που διασυνδέουν, υποτίθεται, την πρόοδο της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας με την εκπλήρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων, όρων και προϋποθέσεων.
Τελευταία επιστράτευση του Κόφι Ανάν
Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν μπορούσε, βεβαίως, να λείπει ο απερχόμενος γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, ο οποίος διαδραμάτισε θλιβερό και ανάξιο για τη θέση του ρόλο στο Κυπριακό με την περιβόητη ιδίως επιδιαιτησία του.
Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της αμερικανοβρετανικής και της τουρκικής διπλωματίας έσπευσε να συναντήσει στη Γενεύη, την περασμένη Δευτέρα, τον τουρκοκύπριο ηγέτη Ταλάτ. Στόχος της συναντήσεως ήταν κατά πρώτο λόγο, η αναβάθμιση του τουρκοκυπρίου ηγέτη και η προβολή του ΟΗΕ ως μόνου διπλωματικού πλαισίου για τη συζήτηση του Κυπριακού, όπως επιδιώκει συστηματικά η Άγκυρα, απορρίπτοντας οποιαδήποτε σχετική συζήτηση στο πλαίσιο της ΕΕ.
Κατά δεύτερο λόγο, η προβολή μιας ψεύτικης κινητικότητας του Κυπριακού, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ώστε να προβληθεί ο «εποικοδομητικός ρόλος» της Τουρκίας και το Κυπριακό ως δήθεν διακοινοτική διαφορά, αποσιωπούμενης της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Οι δηλώσεις στις οποίες προέβη μετά τη συνάντησή του με τον κ. Ταλάτ ο κ. Κόφι Ανάν είναι στο πνεύμα των όσων βυσσοδόμησε, ως υποτελής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, στο περιβόητο σχέδιό του.
Τάχθηκε αναφανδόν υπέρ του «απευθείας εμπορίου». Μίλησε μελοδραματικά για τις «αναπτυξιακές προσδοκίες» των Τουρκοκυπρίων, που υποτίθεται, ότι υποφέρουν λόγω του «οικονομικού αποκλεισμού» των Ελληνοκυπρίων και όχι της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Επέρριψε για άλλη μια φορά ευθύνες στην ελληνική πλευρά για τη μη «επανένωση» της Κύπρου, για την απόρριψη δηλαδή του Σχεδίου Ανάν.
Η συνάντηση Καραμανλή-Μπλερ στο Λονδίνο
Για την προώθηση των στόχων της η βρετανική διπλωματία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη στάση που θα τηρήσει η Αθήνα. Επιδιώκει να παρασύρει την ελληνική εξωτερική πολιτική προς την πλευρά των «περιορισμένων» κυρώσεων και τις «παροχής χρόνου στην Άγκυρα», ώστε να μη διακινδυνεύσει «το κοινό στρατηγικό όραμα της Μεγάλης Βρετανίας και της Ελλάδος για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ»! Αυτό δήλωσε χαρακτηριστικά ο βρετανός πρωθυπουργός Μπλερ κατά την πρόσφατη συνάντησή του στο Λονδίνο με τον έλληνα ομόλογό του, κ. Κώστα Καραμανλή.
Η ελληνική πολιτική με τον εγκλωβισμό της σε μια αντιφατική και κατευναστική «στρατηγική», μετά το 1996, απέναντι στην Τουρκία και στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της, απεμπόλησε το μεγαλύτερο διπλωματικό χαρτί που είχε από δεκαετίες για να ασκήσει ουσιαστική πίεση στην Άγκυρα και να τη θέσει μπροστά σε σημαντικά διλήμματα. Η Τουρκία κατόρθωσε με την πολιτική αυτή να πάρει, χωρίς κανένα κόστος, διαδοχικά την ιδιότητα του υποψηφίου και τώρα του διαπραγματευόμενου μέλους.
Ο μύθος της δήθεν επιλύσεως των ελληνοτουρκικών προβλημάτων ως αποτέλεσμα της διασυνδέσεώς τους με την πρόοδο της τουρκικής ενταξιακής πορείας θα υποστεί καίριο πλήγμα, αν και τη φορά αυτή η Άγκυρα κατορθώσει να προχωρήσει απρόσκοπτα την ενταξιακή της πορεία, χωρίς να έχει εκπληρώσει ούτε την ελάχιστη υποχρέωσή της ούτε τους άλλους υποτιθέμενους όρους και προϋποθέσεις.
Η ακολουθούμενη πολιτική έχει ήδη μια ηλικία δέκα χρόνων και ο καθένας μπορεί να κάνει συγκεκριμένους απολογισμούς σε σχέση με τις τουρκικές διεκδικήσεις και προκλήσεις. Η ελληνική πλευρά, Ελλάδα και Κύπρος, δεν έχει σήμερα κανένα περιθώριο για νέες παραχωρήσεις και «διευκολύνσεις» στην Άγκυρα. Αυτή η λογική πρέπει να πρυτανεύει στις προσεχείς σκληρές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις που θα φτάσουν σε παροξυσμό κατά τις προσεχείς ημέρες, μέχρι τις συστάσεις της ευρωπαϊκής επιτροπής στις 6 Δεκεμβρίου και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών στις 11 Δεκεμβρίου.
Η Τουρκία πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι, εφόσον συνεχίσει την ίδια σημερινή πολιτική, όπως διαφαίνεται, θα έχει κόστος το πάγωμα της ενταξιακής της πορείας. Η ελληνική πλευρά δεν έχει άλλη επιλογή, χωρίς απροσμέτρητο εθνικό κόστος.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.