Τι γυρεύει ο Πάπας στην Πόλη;
Πώς όμως φτάσαμε στη σημερινή συνάντηση του Πάπα με τον Πατριάρχη; Τι προηγήθηκε της σημερινής επικοινωνίας; Ασφαλώς ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Αν γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω, θα διακριβώσουμε ότι το Βυζάντιο βίωσε έναν ολέθριο εναγκαλισμό. Τον εναγκαλισμό της Εκκλησίας με το κράτος. Όπου το ένα πνίγει το άλλο και το αντίστροφο. Πρόκειται για έναν μοιραίο εναγκαλισμό κατά τη διάρκεια του οποίου οι βυζαντινοί αυτοκράτορες διορίζουν Πατριάρχη προσκείμενο στα αυτοκρατορικά συμφέροντα, ενίοτε και στα αυτοκρατορικά πάθη, και ο εκάστοτε Πατριάρχης επενδύει σε αυτοκράτορες οι οποίοι αν δεν είναι ανδρείκελα και μαριονέτες, συνήθως ταυτίζονται και φυσικά υποκύπτουν στα πατριαρχικά κελεύσματα και στις ραδιουργίες των ιερωμένων. Αυτός ο συσχετισμός, δυστυχώς, αποδεικνύεται μοιραίος και για το βυζαντινό κράτος, αλλά και για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αντιθέτως στη Δυτική Ευρώπη έχουμε έναν προκαθήμενο της Εκκλησίας ο οποίος επιχειρεί να σταθεί πάνω και πέρα από το κράτος και με ένα παγκοσμιοποιημένο αίτημα, στην ουσία να υποκαταστήσει κάθε αρχή επί της γης. Ίσως δεν είναι τυχαία η μεγάλη ειρωνεία της ιστορίας ότι την εποχή που οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν την Κωνσταντινούπολη η Δυτική Ευρώπη ανακαλύπτει την Αμερική και τις αποικίες. Και φυσικά τον αμέτρητο, απέραντο, ατελείωτο και ανεξάντλητο πλούτο τους. Ο Πάπας στρέφεται στις αποικίες, η Δύση πλουτίζει και εξαπλώνεται και αρχίζει ταυτόχρονα η μεγάλη ανάπτυξη της Ευρώπης και της παπικής εξουσίας. Στον αντίποδα, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέληξε από τον μεγάλο κίνδυνο και την απειλή να αποτελεί τον μεγάλο ασθενή. Το 1918 ουσιαστικά καταρρέει και ακολουθεί το 1923 η ανακήρυξη της τουρκικής δημοκρατίας. Αν θέλουμε τώρα να ανατρέξουμε στην ιστορία, θα διακριβώσουμε ότι μετά το σχίσμα του 1054, οι σχέσεις των δυο Εκκλησιών άγγιξαν το χειρότερό τους σημείο με τις σταυροφορίες. Εκ των οποίων η ολέθρια τέταρτη σταυροφορία (1202 – 1204) είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της Κωνσταντινούπολης με απώτερη συνέπεια την άλωσή της από τους Οθωμανούς το 1453. Ουσιαστικά, αυτό που πέτυχαν οι σταυροφόροι ήταν να διαλύσουν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να διευκολύνουν την κατάληψή της από τους Οθωμανούς προκαλώντας ένα τρομακτικό και άσβεστο μίσος, το οποίο ουσιαστικά οδήγησε στην «επιλογή» της υποταγής των Βυζαντινών σε αυτούς, παρά στον Πάπα της Ρώμης. Συμπερασματικά το παπικό όραμα για μια παγκόσμια θεοκρατική αυτοκρατορία έβρισκε έκφραση στις σταυροφορίες ενώ ταυτόχρονα οι αποδυναμωμένοι φεουδάρχες, έναντι της μοναρχίας είχαν την ελπίδα ότι στην Ανατολή θα συναντήσουν καινούρια και πιο σημαντικά πλούτη.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1964 πραγματοποιείται στους Αγίους Τόπους και ουσιαστικά έπειτα από 910 χρόνια η πρώτη συνάντηση του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Και οι δυο συμφωνούν σε έναν διάλογο αγάπης στο πλαίσιο της προσέγγισης, της αλληλοκατανόησης και της αλληλοβοήθειας. Ήδη, από το 1962 έως το 1965 το Βατικανό με το «Aggiornamento» είχε αποφασίσει το άνοιγμα της Εκκλησίας και στα άλλα χριστιανικά δόγματα και πρωτίστως το άνοιγμα στην Ορθοδοξία. Τον Ιούλιο μάλιστα του 1965 πραγματοποιείται συμφωνία με σκοπό την άρση των αναθεμάτων και των αφορισμών που είχαν προκύψει από το σχίσμα του 1054, ενώ με αφετηρία τις Θρονικές εορτές (Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και Αποστόλου Ανδρέα), αρχίζει μια κατ’ έθιμο ανταλλαγή επισκέψεων κορυφαίων εκκλησιαστικών παραγόντων καθώς και των επικεφαλής των δύο Εκκλησιών. Και φτάσαμε έπειτα από αρκετές επαφές με παλινδρομήσεις, αμφιταλαντεύσεις, με αρκετή δόση καχυποψίας και μετά την περσινή άρνηση της επίσκεψης από τις τουρκικές αρχές (λόγω μη εγγυήσεων για την ασφάλεια του Πάπα) στη σημερινή συνάντηση του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η επίσκεψη αυτή πραγματοποιείται σε μια ιδιαίτερη διεθνή, πολιτική και διπλωματική συγκυρία. Η Τουρκία μέσα από τα προσωπικά της διλήμματα δίνει εξετάσεις για την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ο Πάπας μοιάζει απεσταλμένος της δύσης, η επικοινωνία αυτή αποτελεί ένα γερό test δημοκρατίας για τη γείτονα, ενώ ταυτόχρονα το διεθνές περιβάλλον μαστίζεται από αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με αφορμές και αιτίες που έχουν αναφορές στη θρησκεία. Ένα από τα θέματα τα οποία θα τεθούν στη συνάντηση του Πάπα με τον Πατριάρχη θα είναι ασφαλώς και αυτό της θρησκευτικής ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ορθή λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το αίτημα περί επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Σχετικά με το αν η επίσκεψη αυτή σηματοδοτεί και μια ευρύτερη συσπείρωση της Χριστιανοσύνης, σε μια λογική κοινής αντιμετώπισης προβλημάτων και καταστάσεων που έχουν προκύψει κυρίως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, και οι δυο πλευρές απέφυγαν να δώσουν μια καταφατική απάντηση. «Η συσπείρωση προϋποθέτει ότι κάποιοι συνενώνονται απέναντι σε κάποιον άλλον» θα εξηγήσει στο «ΠΑΡΟΝ» συνεργάτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Αθήνα.
«Μπορεί να υπάρχουν κίνδυνοι από φονταμενταλιστικά κινήματα, όπου και αν αυτά ανήκουν, όπως και αν πλαισιώνονται, όμως η λογική της συσπείρωσης, αν την υιοθετούσαμε, θα ήταν σαν να αυτοαναιρούμασταν ως χριστιανοί. Αν στον ισλαμικό φονταμενταλισμό αντιπαραθέταμε τη χριστιανική ισχύ θα ήταν ολέθριο λάθος», κατέληξε το ίδιο πρόσωπο. Άλλωστε η «Reppublica Cristiana» είχε αρχίσει να σβήνει από τον 16ο αιώνα και ζούσε μόνο στα μυαλά κάποιων δυτικών θεολόγων.
Ωστόσο, είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη ότι «κάθε έγκλημα εν ονόματι της Θρησκείας είναι έγκλημα κατά της θρησκείας». Στο ίδιο πλαίσιο ο Πάπας σε διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ, στις 12 Σεπτεμβρίου είχε προσκαλέσει το σύνολο της ανθρωπότητας σε έναν ειλικρινή διάλογο πολιτισμών μεταφέροντας αυτό που ο Μανουήλ Β΄ είχε πει σύμφωνα με τη δική του χριστιανική κατανόηση για τον Θεό: «Το να μη συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με τη λογική είναι αντίθετο στη φύση του Θεού». Άρα η λογική, ο ορθός λόγος αποτελεί τη βάση, την αφετηρία ενός νέου διαθρησκειακού διαλόγου στον οποίο έχουμε όλοι την υποχρέωση να δηλώσουμε το ενδιαφέρον μας και τη συμμετοχή μας.
Ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι που δεν εξωραΐζουν τη συνάντηση των επικεφαλής των δύο Εκκλησιών και δηλώνουν συγκρατημένοι και επιφυλακτικοί ως προς το αποτέλεσμά της. Να υποθέσουμε ότι η επίσκεψη αποτελεί μια θρησκευτική κίνηση με καθαρά πολιτικό περιεχόμενο η οποία υποδηλώνει αν όχι μια κηδεμονία αλλά μια προσπάθεια εποπτείας σε όλο αυτό το ισλαμικό ρεύμα που φαίνεται να κατακλύζει την Ευρώπη; Άλλωστε το δημογραφικό και μεταναστευτικό ζήτημα αποτελούν σημαντικές προτεραιότητες της ΕΕ και σε αυτό ακριβώς το σημείο η Τουρκία οφείλει να σεβαστεί ρόλους, συσχετισμούς, θέσεις και κανόνες.
Και οι δύο πλευρές δεν θέλουν να θέσουν θέμα ρόλου της Εκκλησίας της Ρωσίας, τουλάχιστον επισήμως, ούτε ενίσχυσης ούτε αποδυνάμωσης. Αρκούνται στη διαπίστωση ότι η επίσκεψη δεν σχετίζεται. Συμπερασματικά εκτιμάται ότι σε μια δύσκολη συγκυρία, με την Τουρκία να αμφισβητεί την Οικουμενικότητα του Πατριάρχη, με τα ακραία εθνικιστικά στοιχεία να επιθυμούν τον αφανισμό του Πατριαρχείου και την εξόντωση του κ. Βαρθολομαίου, ο Γερμανός Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ με την επίσκεψή του ισχυροποιεί τον ρόλο του Πατριαρχείου και στέλνει το πιο ξεκάθαρο μήνυμα που θα μπορούσε στην Τουρκία: ότι η οποιαδήποτε αλλαγή στην κατεύθυνση της ΕΕ προϋποθέτει την προσήλωση στην αξία της θρησκευτικής ελευθερίας, της αναγνώρισης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας αλλά και της ενεργητικής προσπάθειας κατανόησης του άλλου.
Τελικά, αν και βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα έχουμε να κάνουμε με μια πολύ «βυζαντινή υπόθεση» και με πρόσωπα της ιστορίας που ξανασυναντώνται σε αυτό το σταυροδρόμι των λαών και των πολιτισμών, με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη συνάντηση θα ανοίξει την πύλη του διαλόγου και η ιστορία που θα γραφεί θα είναι διαφορετική για όλους.