Το Πολυτεχνείο ζει στις άγρυπνες συνειδήσεις
Μια εξέγερση ψυχών και σωμάτων που την καπηλεύτηκαν εκ των υστέρων ανερυθρίαστα οι άσχετοι και άκαπνοι για να αναρριχηθούν σε αξιώματα και να καθέξουν περιζήτητες (και αδρά αμειβόμενες) θέσεις, ενώ στη μεγάλη τους πλειονότητα τα μέλη της ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ δεν καταδέχτηκαν ποτέ να επικαλεστούν προς ίδιον όφελος τη συνεπαγόμενη και κατοπινές θυσίες τότε δράση τους και πορεύτηκαν έκτοτε στη ζωή με ήσυχη συνείδηση και το κεφάλι ψηλά, αλλά και την εξουθενωτική πικρία ότι οι αγώνες τους (που οδήγησαν στην κατάρρευση της δικτατορίας) δεν έπιασαν τόπο -ή τουλάχιστον όσον τόπο θα έπρεπε- μετά τη μεταπολίτευση…
Πολλές οι τιμητικές εξαιρέσεις των μετέπειτα επώνυμων της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Τους αναφέρω, ζητώντας προκαταβολικά συγγνώμη σ’ εκείνους που θα παραλείψω, μια και δεν έχω πρόσβαση στο διαδίκτυο (λόγω προσωπικής ασχετοσύνης με την προηγμένη τεχνολογία), και ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές μου προτιμήσεις για τον σημερινό τους ρόλο και τις σημερινές τους πολιτικές και άλλες δραστηριότητες.
Έχουμε και λέμε λοιπόν: Μαρία Δαμανάκη, Κώστας Λαλιώτης, Τώνια Μωροπούλου, Στέφανος Τζουμάκας, Μίμης Ανδρουλάκης, Αλέκος Αλαβάνος, Νίκος Μπίστης, Δημήτρης Χατζησωκράτης, Παναγιώτης Λαφαζάνης, Δημήτρης Παπαχρήστος, Λάμπρος Παπαδημητρακάκης, Διονύσης Τσακνής, Στέλιος Κούλογλου, Σταύρος Λυγερός, Άλκης Ρήγος, Στέλιος Παππάς, Γιώργος Παπαβασιλόπουλος, Χρύσανθος Λαζαρίδης, Νίκος Χριστοδουλάκης, Γιάννης Αναστασάκος, Κυριάκος Σταμέλος, Γιάννης Φλώρος, Δημήτρης Ψαράς, Στάθης Σταυρόπουλος (τελευταίος, αλλά όχι έσχατος) και αρκετοί άλλοι, όχι τόσο γνωστοί, δημοσιογράφοι.
Αξίζει να προστεθεί και το αυτονόητο, ότι δηλαδή και οι εκατοντάδες φυλακισμένοι και εξόριστοι της χούντας θα έπαιρναν ενεργό μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αν τις ημέρες εκείνες δεν βρίσκονταν στα μπουντρούμια και τα ξερονήσια των ξενοκίνητων στρατοκρατών.
Από τους προαναφερθέντες επώνυμους αγωνιστές θέλω να εξάρω, για συναισθηματικούς και βιωματικούς λόγους που έχουν να κάνουν με την αφεντιά μου, τη Μαρία Δαμανάκη, τον Δημήτρη Παπαχρήστο και τον Λάμπρο Παπαδημητρακάκη, που ήταν οι τρεις εκφωνητές του αυτοσχέδιου και μικρής εμβέλειας ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. Το πράττω αυτό, διότι η τότε ελληνική εκπομπή της «Ντόιτσε Βέλε» είχε μετατραπεί σε τηλεβόα που έστελνε τη φωνή τους στα πέρατα της Ελλάδας, εμψυχώνοντας τον καταδυναστευόμενο ελληνικό λαό.
Μια σκληρή αντιδικτατορική εκπομπή, η οποία και πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατακεραύνωνε τους σφετεριστές της εξουσίας στην Ελλάδα με πύρινα σχόλια των συνεργατών της. Παραθέτω εδώ ως δείγμα ένα απόσπασμα-καταπέλτη, όχι από δικό μου σχόλιο, αλλά από σχόλιο του Αλέξανδρου Σχινά. Το ακόλουθο:
«Όταν οι εγκάθετοι υπερασπιστές βρώμικων συμφερόντων ενός διεθνούς μηχανισμού υποταγής και εκμετάλλευσης ξαναχτυπάνε άνανδρα τον λαό της Ελλάδας. Όταν οι ταγματασφαλίτες, οι μπουραντάδες και οι αρτισύστατες εφεδρείες τους, οι δωσίλογοι συνεργάτες και τα μίσθαρνα όργανα των κάθε λογής κατακτητών της χώρας μας αιματοκυλάνε πάλι την αδάμαστη εργατιά, την προοδευτική διανόηση, τα περήφανα νιάτα του ελληνικού λαού και ξαναγεμίζουν τις φυλακές και τα γήπεδα με τους αξιότερους εκπροσώπους μας έναντι του κόσμου και της ιστορίας. Όταν τα αφιονισμένα καθάρματα μιας ετοιμοθάνατης χούντας με τη δολοφονική υστερία των πανικόβλητων σκοτώνουν, τραυματίζουν, φυλακίζουν, βασανίζουν εκατοντάδες και χιλιάδες από τα ηρωικότερα παιδιά της μαχητικής πρωτοπορίας των Ελλήνων. Τότε η τιμωρία που τους περιμένει θα είναι αμείλικτη και αδυσώπητη».
Η παρέκβαση αυτή έγινε ως απότιση τιμής σε μια εκπομπή που κάτι πρόσφερε και δαύτη στην αποτίναξη του δικτατορικού ζυγού και που κανένας σαραντάρης και βάλε δεν την άκουσε ποτέ ζωντανά.
Επανέρχομαι τώρα στην ιστορική αυτή επέτειο. Μια επέτειο που όχι μόνο ξεφουσκώνει όσο περνάνε τα χρόνια, αλλά προσβάλλει βάναυσα τα δραματικά γεγονότα του 1973 και τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Μια επέτειο που έχει μετατραπεί σε ευτελέστατη εμποροπανήγυρη. Μια επέτειο που στις ετήσιες πορείες εκείνων που εμπνέονταν από τα πολλαπλά μηνύματα του Πολυτεχνείου παρεισφρέουν (και όχι «παρεισφρύουν», για να μην ξεχνάμε και την καταταλαιπωρημένη γλώσσα μας) οι γνωστοί-άγνωστοι κουκουλοφόροι, οι οποίοι, παρά τη θαρραλέα στάση των επιφορτισμένων με την περιφρούρησή της, κάνουν λίμπα ό,τι βρουν μπροστά τους και κυρίως μαγαζιά και αυτοκίνητα άφταιγων πολιτών.
Ερώτηση αφελούς: Οι γνωστοί-άγνωστοι κουκουλοφόροι γιατί δεν συλλαμβάνονται τόσα χρόνια από τα όργανα της εκάστοτε πλειοψηφούσας έκφανσης του μονοκομματικού δικομματισμού μας; Μήπως, λέω μήπως, είναι γόνοι υψηλά ιστάμενων λειτουργών και λοιπών ταγών του κράτους μας; (Προ ετών υψηλόβαθμος αστυνομικός μού εκμυστηρεύτηκε ότι είναι ζήτημα ωρών η σύλληψή τους, αλλά δεν συναινεί η πολιτική μας εξουσία…) Γιατί άραγε δεν συναινεί; Μήπως, λέω μήπως, περιμένει τον ακραίο εκτραχηλισμό τους και την πλήρη αποχαλίνωσή τους ως ευπρόσδεκτο πρόσχημα για να καταργήσει το πανεπιστημιακό άσυλο;
Ένα άσυλο το οποίο υφίσταται από αρχαιοτάτων χρόνων και το σεβάστηκαν στις πλείστες των περιπτώσεων, όταν κατέφευγαν σ’ αυτό, στους ναούς δηλαδή τότε, εγκληματίες και προδότες της πατρίδας. Ένα άσυλο που η προάσπισή του ανήκει σήμερα στους πρυτάνεις των πανεπιστημίων, οι οποίοι, αντί να καθεύδουν οι περισσότεροί τους, οφείλουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αποτρέψουν την κατάργησή του με συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες προτάσεις.
Το Πολυτεχνείο ζει και τα μηνύματά του είναι και θα είναι πάντα επίκαιρα. Το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» ισχύει και σε περιόδους μη ολοκληρωτικών καθεστώτων. Διότι με άδειο στομάχι δεν υπάρχει ελευθερία στις πράξεις σου, αφού είσαι δέσμιος τους στομαχιού σου. Και με πλημμελή παιδεία η ελευθερία της βούλησής σου πάει σε μεγάλο βαθμό περίπατο.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Στο άρθρο μου με τίτλο «Κοχλάζει το ΠΑΣΟΚ και η έκρηξη υποφώσκει», που κατέληγε με την εκτίμηση ότι η μόνη αξιόπιστη εφεδρεία για το ΠΑΣΟΚ είναι ο Κώστας Λαλιώτης, διαφώνησε με δημοσίευμά του στο «ΠΑΡΟΝ» (12.11.06) ο φίλος Δαμιανός Βασιλειάδης. Θεωρώ εμπεριστατωμένα αρκετά από τα επιχειρήματά του -φίλτατε Δαμιανέ, ο ιδεαλισμός σου προσήκει σε… υπεράνθρωπους!- αλλά αδυνατώ να τον αντικρούσω με ανάλογου επιπέδου ανάλυση. Για να το πράξω με στοιχειώδη επάρκεια θα χρειαζόμουν τουλάχιστον 40 σελίδες και δυστυχώς δεν διαθέτω χρόνο για κάτι τέτοιο.