Κόβουν το οικογενειακό επίδομα από 500.000 φτωχούς συνταξιούχους!
Η απόφαση στηρίχθηκε σε διάταξη του ιδρυτικού τόμου του ΙΚΑ του… 1951 (!) και στερεί και από τους δύο συζύγους τελεσίδικα το οικογενειακό επίδομα στην περίπτωση που ένας εκ των δύο εργάζεται ή είναι συνταξιούχος. Και βεβαίως μιλάμε για συνταξιούχους των 500 ευρώ μηνιαίως στην πλειοψηφία τους. Η απόφαση αυτή (3005/2006) του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε και υπογράφηκε από τον πρόεδρο του Α΄ τμήματος κ. Γ. Ανεμογιάννη, ο οποίος ως δικαστής στο Μισθοδικείο, υποστήριζε τη μισθολογική εξίσωση των δικαστών με τις αμοιβές των γενικών διευθυντών των υπουργείων που προκάλεσε τον γνωστό σάλο και τις εντονότατες αντιδράσεις σχεδόν από το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών φορέων.
«Η απόφαση αυτή αιφνιδίασε και τον νομικό κόσμο και κυρίως τους ενδιαφερόμενους» σχολιάζει στο «ΠΑΡΟΝ» ο καθηγητής του Εργατικού Δικαίου Αλέξης Μητρόπουλος που καλεί τόσο την κυβέρνηση όσο και τη διοίκηση του ΙΚΑ να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Μητρόπουλος, «οφείλει η κυβέρνηση και η διοίκηση του ΙΚΑ να τροποποιήσουν το απαράδεκτο άρθρο του ιδρυτικού τόμου του 1951 που στερεί το οικογενειακό επίδομα από τους φτωχότερους έλληνες συνταξιούχους όπου είναι και οι φτωχότεροι της Ευρώπης, αφού το 70% από αυτούς παίρνουν σύνταξη κάτω των 500 ευρώ».
Στην κατάφωρη αδικία εις βάρος μισού εκατομμυρίου συνταξιούχων του ΙΚΑ, μειοψήφησε ο σύμβουλος Γ. Σγουρόγλου του οποίου η τοποθέτηση αποτελεί κόλαφο στην απόφαση της πλειοψηφίας. Ο κ. Σγουρόγλου, συγκεκριμένα, υποστήριζε πως:
Η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν 1846/1951, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί, εφόσον προβλέπει την προσαύξηση της σύνταξης μόνο του συνταξιοδοτούμενου συζύγου, χωρίς να χορηγείται αυτή αν ο άλλος σύζυγος εργάζεται ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση, τούτο δε διότι η πρόσθετη αυτή παροχή, κατά την έκφραση που χρησιμοποιεί η επίμαχη διάταξη, πρέπει να καταβάλλεται επιπλέον της συντάξεως σε όλους τους έγγαμους συνταξιούχους χωρίς τους πιο πάνω περιορισμούς, εφόσον σκοπός αυτής είναι η παροχή βοήθειας για την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται εν γένει η οικογένεια. Από την από κοινού δε συμμετοχή στα εν λόγω βάρη για την επίτευξη του πιο πάνω σκοπού συνάγεται ότι όλοι οι πιο πάνω συνταξιούχοι τελούν υπό τις ίδιες και όχι διαφορετικές συνθήκες. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται η χορήγηση της εν λόγω προσαύξησης σε συνταξιούχο του ΙΚΑ από το αν ο σύζυγός του εργάζεται ή είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Κατά την ίδια δε γνώμη, το γεγονός ότι η χορήγηση τής πιο πάνω προσαύξησης συναρτάται μόνο με τη μη άσκηση επαγγέλματος ή τη μη συνταξιοδότηση του άλλου συζύγου, χωρίς σύνδεση προς ορισμένο ποσό εισοδήματος του συζύγου αυτού και δη ικανού να αντισταθμίσει την πιο πάνω παροχή, εν όψει των ποικίλων μορφών απασχόλησης (πλήρους, μερικής, εποχικής κ.λπ.), αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, γιατί θέτει τους συνταξιούχους αυτούς του ΙΚΑ σε δυσμενέστερη θέση εν σχέσει προς άλλους συνταξιούχους του ιδρύματος, οι σύζυγοι των οποίων ναι μεν δεν εργάζονται ούτε συνταξιοδοτούνται έχουν, όμως, εισοδήματα εξ άλλων πηγών (ακίνητα, μερίσματα κ.λπ.).
Η επίμαχη απόφαση της πλειοψηφίας
Το σκεπτικό της απόφασης του Α΄ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ως εξής:
«Επειδή στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε τελικώς με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α΄ 189) ορίζεται ότι ”το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται διά την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτου, εφόσον δεν ασκεί επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή ΝΠΔΔ ή του Δημοσίου…”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής που ερμηνεύεται πλέον εν όψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως τον χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΣΕ 1281/1994 7μελούς, 2219/1997, 2466/1998). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του ΙΚΑ που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται κατ’ αρχάς οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του ΙΚΑ των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του ΙΚΑ δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το πιο πάνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας».