Κρύβουν «ωκεανό» ελληνικού πετρελαίου!

Τη συγκλονιστική αυτή αποκάλυψη έκανε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης, Κωστής Σταμπολής, μιλώντας στην παρουσίαση του βιβλίου του γνωστού δημοσιογράφου Κώστα Κόλμερ με τίτλο «Τα πετρέλαια της Ελλάδος».

Όπως ανέφερε ο κ. Σταμπολής, υπάρχουν βεβαιωμένα αποθέματα πετρελαίου στη Νοτιοδυτική Ελλάδα κι όχι στον Πρίνο, της τάξης των 100 εκατομμυρίων βαρελιών και γνωστά κοιτάσματα της τάξης των 2 δισεκατομμυρίων βαρελιών!

Δηλαδή η χώρα μας, που καταναλώνει 400.000 βαρέλια την ημέρα, θα μπορούσε για αρκετά χρόνια να είναι αυτάρκης… Όμως τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση αποφεύγουν να κάνουν οτιδήποτε για να αξιοποιήσουν αυτόν τον πλούτο. Προφανώς για να μη… χαλάσουν το χατίρι των ΗΠΑ που θέλουν να μην υπάρχει υπερεπάρκεια πετρελαίου για να ελέγχουν την τιμή του.

Αναλυτικά η πολύ ενδιαφέρουσα και άκρως αποκαλυπτική ομιλία του κ. Σταμπολή έχει ως εξής:

«Το πετρέλαιο σήμερα ευθύνεται για το 40% περίπου των ενεργειακών αναγκών του πλανήτη (από 49% το 1971). Εάν προσθέσουμε και το φυσικό αέριο, τότε οι υδρογονάνθρακες καλύπτουν το 62% της συνολικής πρωτογενούς ενεργειακής ζήτησης (το 1971 αυτό ήταν 67%). Άρα παρατηρούμε μια τεράστια εξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες, ποσοστό που δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά τα επόμενα 20 – 25 χρόνια (ref. IEA).

Μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 – 1974 και 1979 – 1980, το φυσικό αέριο και το κάρβουνο αναπτύχθηκαν σημαντικά και προωθήθηκαν ως εναλλακτικά καύσιμα.

Επίσης υποστηρίχθηκε η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά μετά το τραγικό δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ υπήρξε σημαντική αναδίπλωση των προσπαθειών.

Παράλληλα κατεβλήθησαν προσπάθειες για την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, χωρίς όμως κάποια εντυπωσιακή διείσδυση στο ενεργειακό ισοζύγιο.

Σήμερα οι ΑΠΕ, μη συμπεριλαμβανομένης και της βιομάζας, καλύπτουν το 1% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης. Αυτό αναμένεται να αυξηθεί σε 2% το 2030 και με μια σταθερή ετήσια αύξηση στην παραγωγή (5%), κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικού. Εκτιμάται ότι η χρησιμοποίηση βιομάζας θα είναι στην τάξη του 10% το 2030, σε σύγκριση με 11% σήμερα, ενώ τα μεγάλα υδροηλεκτρικά από 16% σήμερα θα μειωθούν στο 13% το 2030.

Η εξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τους υδρογονάνθρακες, και ιδιαίτερα από το πετρέλαιο, είναι τεράστια, και παρά τις όποιες προσπάθειες διαφοροποίησης του διεθνούς ενεργειακού ισοζυγίου, αυτή βαίνει αυξανόμενη. Αυτό εξηγείται εν μέρει από την παράλληλη εντυπωσιακή άνοδο στην ενεργειακή ζήτηση από μέχρι πρόσφατα υπανάπτυκτες περιοχές (κυρίως από Ν.Α. Ασία) και εν μέρει λόγω της αδυναμίας προώθησης σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα εναλλακτικών ενεργειακών καυσίμων.

Αυξανόμενη είναι και η εξάρτηση των ενεργοβόρων οικονομιών της Δύσης και του Βορρά από τους πετρελαιοπαραγωγούς του Αραβικού Κόλπου και της Ασίας (Κασπία, Ρωσία). Επακόλουθο της εξάρτησης αυτής είναι και η γεωπολιτική αστάθεια η οποία δημιουργείται τόσο από τις ενδοηπειρωτικές αντιπαραθέσεις με αφορμή τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών (π.χ. πόλεμος Ιράν – Ιράκ, Ιράκ – Κουβέιτ, Ινδίας – Πακιστάν, Κουρδιστάν – Τουρκίας) όσο και ωμές διηπειρωτικές επεμβάσεις όπως αυτή των ΗΠΑ στο Ιράκ, που απέβλεπε στον στρατιωτικό έλεγχο της ευρύτερης περιοχής και τελευταία την παρέμβαση της Ρωσίας με τη διακοπή της ροής φυσικού αερίου προς την Ουκρανία, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση επιρροής και ηγεμονίας της πρώτης στις αποσχισθείσες περιοχές της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Με άλλα λόγια οι περισσότερες μεγάλες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του πλανήτη διαδραματίζονται πλέον γύρω από τις προσπάθειες, τις βλέψεις και τις φιλοδοξίες για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των βασικών ενεργειακών πόρων, που είναι οι υδρογονάνθρακες, σε τέτοιο βαθμό που είναι εύλογο να ομιλούμε πλέον για μια πρωτοφανή οικονομική και πολιτική ομηρία. Την ομηρία του πετρελαίου.

Τους τελευταίους 36 μήνες έχουμε παρακολουθήσει μια αλματώδη αύξηση στις διεθνείς τιμές αργού και προϊόντων, από τα 20-25 δολ. το βαρέλι τον Σεπτέμβριο του 2003 στα 78 δολ. το βαρέλι τον Ιούλιο του 2006, που αναπόφευκτα μας παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπως την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 και την ιρανική κρίση του 1979/80. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι διανύουμε ήδη την τρίτη, μεταπολεμική, πετρελαϊκή κρίση.

Η διαφορά τότε με τώρα είναι ότι τότε οι πετρελαϊκές κρίσεις ήταν το αποτέλεσμα σοβαρών δυσλειτουργιών και διακοπών στην παραγωγή και διάθεση πετρελαίου, ενώ σήμερα οι ανοδικές τάσεις στις τιμές προκύπτουν από μια σταθερή αύξηση στην παγκόσμιο ζήτηση σε συνδυασμό με εμφανείς και διαρκείς – τα τελευταία 4 χρόνια – γεωπολιτικούς κινδύνους (4,4% αύξηση το 2004, 2,7% το 2005, 1%-1,3% το 2006). Και αυτή η διαφοροποίηση που χαρακτηρίζει τη σημερινή κρίση είναι που την κάνει πολύ πιο επικίνδυνη για την οικονομική και οικολογική ισορροπία του πλανήτη.

Εν τω μεταξύ, η μετάθεση της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών του αργού, από τον στενό κύκλο παραγωγών – μεταφορέων – διυλιστηρίων (δηλ. των καταναλωτών) στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων (το 1984 άρχισε η διαπραγμάτευση του πρώτου συμβολαίου ζήτησης πετρελαίου στο ΝΥΜΕΧ στη Ν. Υόρκη και από το 1987 στο ΙΡΕ του Λονδίνου) έχει συμβάλει στη δημιουργία κλίματος κερδοσκοπίας, αφού ο καθορισμός των τιμών δεν γίνεται πλέον αποκλειστικά βάσει των απλών κανόνων προσφοράς – ζήτησης. Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι η χρηματιστηριακή διαμόρφωση των τιμών προσθέτει ένα καπέλο της τάξης του 5-25% επί των βασικών τιμών, ανάλογα με τη γεωπολιτική συγκυρία.

Επίσης, η βασική διαφοροποίηση μεταξύ των παλαιοτέρων πετρελαϊκών κρίσεων και της σημερινής κατάστασης είναι ότι οι αυξήσεις δεν είναι απότομες αλλά σταδιακές και δεν επιφέρουν κλυδωνισμούς στην παγκόσμια οικονομία ακόμα. Η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα, γύρω στο 4,8%, ο πληθωρισμός στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι υπό έλεγχο, ενώ η παγκόσμια ζήτηση έχει αποδεχτεί αναπάντεχα ευπροσάρμοστη έως τώρα στις αυξήσεις των διεθνών ενεργειακών τιμών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στον μεγαλύτερο καταναλωτή ενέργειας στον κόσμο, τις ΗΠΑ, παρά την κατακόρυφη αύξηση των τιμών της βενζίνης οι καταναλωτικές δαπάνες τα τελευταία τρία χρόνια (2004 – 2006) εμφανίζονται σχετικά υψηλές.

Σήμερα η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου φθάνει τα 85 εκατ. βαρέλια τη μέρα, με ζήτηση στα 84,5. Η διεθνής αγορά χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά μικρή δυνατότητα πλεονάζουσας ή εφεδρικής παραγωγής (3%), γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει τη μελλοντική διαμόρφωση τιμών σε υψηλά επίπεδα, δηλαδή άνω των 50 δολ. το βαρέλι. Με προβλεπόμενη υψηλή σχετικά παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, η αντίστοιχη ζήτηση για υδρογονάνθρακες αναμένεται και αυτή να κρατηθεί σε υψηλά επίπεδα και η ζήτηση για πετρέλαιο να φθάσει τα 90 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2010 και 121 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2030, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών (λ.χ. ΙΕΑ, CGES). Άρα η εξάρτηση από το πετρέλαιο θα εξακολουθήσει για αρκετά χρόνια ακόμα.

Γι’ αυτό το θέμα των πετρελαϊκών αποθεμάτων και η εκμετάλλευσή τους έχει μεγάλη σημασία, ακόμα για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα με ημερήσια κατανάλωση 400.000 βαρέλια/ημέρα, ποσότητα που αναμένεται να αυξηθεί σε 450.000 μέχρι το 2010. Γι’ αυτό το βιβλίο του Κώστα Κόλμερ, που αναδεικνύει την υπόθεση του πετρελαίου ως μια βασική συνιστώσα στην οικονομική και εξωτερική πολιτική της χώρας, είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Παράλληλα είναι αποκαλυπτικό και διεισδυτικό ως προς τον ρόλο του πετρελαίου στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας μας.

Η γεωπολιτική αστάθεια και οι κίνδυνοι, η υψηλή ζήτηση από τις βιομηχανοποιημένες χώρες και η στενότητα που εμφανίζεται στην παραγωγή, αναμένεται να δημιουργήσουν, αργά ή γρήγορα, προβλήματα στην εξασφάλιση προμηθειών πετρελαίου σε αρκετές χώρες. Ήδη πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα. Η Ελλάδα, ως γνωστόν, εξαρτάται κατά 70% από εισαγωγές υδρογονανθράκων για τις πρωτογενείς ενεργειακές ανάγκες της. Γι’ αυτό οι εγχώριες πηγές πετρελαίου έχουν πρωτεύουσα σημασία για την ενεργειακή της ασφάλεια, κάτι που κατάλαβαν αρκετά νωρίς άλλες ευρωπαϊκές χώρες και εγκαίρως προχώρησαν στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων τους, λ.χ. Βρετανία, Ολλανδία, Γερμανία, Νορβηγία, Δανία, η οποία σημειωτέον είναι η πλέον αυτόνομη ενεργειακά χώρα της Ευρώπης.

Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί ένας μύθος που καλλιεργείται έντεχνα και συστηματικά απ’ όλες τις κυβερνήσεις (την παρούσα και την προηγούμενη), η ιδέα ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου. Μάλιστα καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες για να εμποδιστεί καθ’ οποιονδήποτε τρόπο η έρευνα για την αξιοποίησή τους. Μάλιστα το 1998 η κυβέρνηση Σημίτη, με πρόσχημα τη μετοχοποίηση των ΕΛ.ΠΕ., εφρόντισε να διαλύσει τον δημόσιο φορέα που είχε την κατεξοχήν αρμοδιότητα για την έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων, τη ΔΕΠ – ΕΚΥ, έτσι ώστε να μην υπάρξει αρμόδιο όργανο για την προώθηση της έρευνας στην Ελλάδα.

Έκτοτε σταμάτησε κάθε ερευνητική προσπάθεια και δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μια γεώτρηση. Χωρίς όμως την ύπαρξη ανεξάρτητου φορέα δεν μπορούν να οργανωθούν οι διεθνείς γύροι παραχωρήσεων, βάσει του μοντέλου που ακολουθούν όλες οι χώρες με προηγμένη οικονομία, και αυτό παρά το γεγονός ότι υπάρχουν βεβαιωμένα αποθέματα της τάξης των 100 εκατ. βαρελιών και άνω και μη βεβαιωμένα, αλλά γνωστά, ύψους 2 δισεκατ. βαρελιών, και αυτά όχι στην ευπαθή περιοχή του Ν.Α. Αιγαίου (βλέπε Πρίνος), αλλά στη Δυτική και Νότιο Ελλάδα. Η δε σημερινή κυβέρνηση, 2½ χρόνια ήδη στην εξουσία αδυνατεί να διατυπώσει μια συγκεκριμένη πολιτική στον κρίσιμο αυτό τομέα, στον οποίο και αποφεύγει να αναφερθεί, σε μια εμφανή πλέον προσπάθεια συγκάλυψης του όλου θέματος. Για λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει έχει αποφασίσει ότι δεν είναι προς το εθνικό συμφέρον η ανακάλυψη και αξιοποίηση του εγχώριου πετρελαϊκού πλούτου. Επιπλέον εκτιμά ότι το διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον είναι και θα παραμείνει σταθερό και ιδιαίτερα ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα, ώστε να μην απαιτείται η κάλυψη έστω και ενός μικρού ποσοστού της κατανάλωσης πετρελαίου και φυσικού αερίου από εγχώρια παραγωγή. Οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν προφανώς μια λανθασμένη πολιτική σε αυτόν τον τομέα.


Σχολιάστε εδώ