Συναξαριστής

Οι «τηλεοπτικοί εκπρόσωποι» των κομμάτων ουδέ κατά κεραίαν αποκλίνουν από τους «κανόνες» των δελτίων ειδήσεων, συναγωνιούν -ενίοτε και σε βάρος της ατομικής τους αξιοπρέπειας- με τους υπευθύνους των δελτίων, «πώς να δείξουν live με την κατάλληλη σκηνοθεσία γεγονότα που συνέβησαν πριν από την προγραμματισμένη ώρα προβολής του δελτίου, γεγονότα που η κάμερα κατέγραψε αφού συνέβησαν»!

Οι «τηλεοπτικοί εκπρόσωποι» των κομμάτων και στα πλαίσια του «αληθώς ψεύδεσθαι» αν και γνωρίζουν, a priori, ότι η TV ανακατασκευάζει τα γεγονότα, χωρίς όμως να είναι σε θέση να δώσει στον τηλεθεατή την εξέλιξή τους, και επομένως δεν παρέχεται στον τηλεθεατή η σφαιρική, ολοκληρωμένη ενημέρωση, συναποδέχονται την παρουσίαση αυτής της παραμορφωτικής εικόνας.

«Η τηλεοπτική ενημέρωση», επισημαίνει ένας από τους εφημεριδανθρώπους, ο Ιγνάσιο Ραμονέ, «τρέχει ολοένα και λιγότερο πίσω από το εξωτερικό συμβάν. Έχει πλέον την τάση να το προσκαλεί στην ώρα προβολής του δελτίου, στο πλατό του τηλεοπτικού σταθμού. Έτσι είναι πιο σίγουρο, πιο εύκολο να καταγραφεί από την κάμερα. Και είναι και σε απευθείας μετάδοση. Η μέθοδος έχει ως εξής: αναγωγή της πολιτικής στο συγκεκριμένο. Γιατί το αφηρημένο δεν έχει εικόνα. Αλλά η πραγματικότητα δεν κινηματογραφείται…».

Προκόπης Παυλόπουλος και Ευάγγελος Βενιζέλος, χαρακτηριστικές περιπτώσεις «τηλεοπτικών εκπροσώπων» των δύο κομμάτων εξουσίας. Συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους τα τηλεοπτικά προαπαιτούμενα. Η ικανότητα ελιγμών μέσω των «ωραίων, παραστατικών, αλλά πάντοτε κενών φράσεων», επιτρέπει στους δύο καθηγητές να εξωραΐζουν την πραγματικότητα και ειδικότερα να εξυπηρετούν τις ανάγκες των τηλεοπτικών δελτίων, όπου «το συγκεκριμένο κατασκευάζεται με τεχνητούς τρόπους, προσωποποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο την πολιτική».

Οι δύο καθηγητές έχουν συναποδεχθεί τους κανόνες του «τηλεοπτικού παιγνίου» και με την παρουσία τους στα τηλεοπτικά πλατό συνηγορούν, η πολιτική ζωή, τα προβλήματα του τόπου, μείζονα ή ελάσσονα, να παρουσιάζονται και να καταγράφονται από τις κάμερες ως σύγκρουση δύο ατόμων, παρά ως μια σύγκρουση ιδεών.

«Ο σχολιασμός των απόψεών τους αντικαθιστά τον σχολιασμό της πολιτικής πραγματικότητας. Ένας μετα-λόγος και μια μετα-ανάλυση» χρησιμοποιούνται ως έξοδοι κινδύνου από τη ζέουσα πραγματικότητα.

Οι δύο καθηγητές, ως εκφραστές του ιδανικού «τηλεοπτικού ατόμου», προσωποποιούν από τη μικρή οθόνη την πολιτική, επικαλύπτουν τις θέσεις των κομμάτων που εκπροσωπούν και δημιουργούν στο τηλεοπτικό κοινό την ψευδαίσθηση η οποία αντανακλάται στην ικανότητά τους να αναλύουν με «πειστικότητα» την πολιτική κατάσταση της χώρας. Εδώ υπερισχύει η ατομική ικανότητα και όχι η επάρκεια των πολιτικών θέσεων των κομμάτων που εκπροσωπούν. Υπερισχύει η «ικανότητα του αληθώς ψεύδεσθαι»!

Ο χειρισμός του τηλεοπτικού λόγου από τους δύο καθηγητές, κατά την αξιολογική κλίμακα του γάλλου φιλόσοφου Ρολάν Μπαρτ, τους εντάσσει στην κατηγορία των Μυθολόγων. Ο Μυθολόγος ασχολείται με την εικόνα και όχι με τις ιδιότητες και τις επιπτώσεις μιας πολιτικής, με τις δευτερεύουσες σημασίες αυτής της πολιτικής και όχι την ουσία της.

Ο Μύθος, η Μυθολογία, είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που στηρίζεται, και αυτό το γνωρίζουν άριστα οι δύο καθηγητές, στη δευτερεύουσα λεπτομέρεια προκειμένου να επικαλυφθεί η Ουσία!

Τα πάντα στην περίπτωση της Μυθολογίας και των Μυθολόγων τείνουν να καταργήσουν την καθοριστική σημασία της Πολιτικής, τοποθετώντας το άτομο πάνω από τις θεμελιακές κοινωνικές απαιτήσεις και το «δέον γενέσθαι» στην Πολιτική.

«Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων προτείνουν έναν κόσμο όπου όλα είναι αλήθεια, ακόμα και όσα δεν είναι». Οι δύο καθηγητές το γνωρίζουν αυτό. Και ακόμη ότι «η τηλεόραση είναι τέχνη και η επιβεβαίωση όμορφων ανακριβών πραγμάτων είναι ο σκοπός αυτής της τέχνης»…


Σχολιάστε εδώ