Πανηγυρική ήττα του Μπους

Οι αμερικανοί ψηφοφόροι καταδίκασαν μαζικά την πολιτική του Τζορτζ Μπους σε μια εκλογική αναμέτρηση που έχασε γρήγορα τον παραδοσιακά τοπικό και υποβαθμισμένο (σε σχέση με τις εθνικές εκλογές) χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας διαστάσεις δημοψηφίσματος ενάντια στην εμπρηστική πολιτική που ακολούθησαν οι Ρεπουμπλικάνοι στο Ιράκ αυξάνοντας σε εκθετικό βαθμό την αστάθεια στην περιοχή.

Oι εκλογές της Τρίτης αφορούσαν την πλήρωση των 33 από τις 100 θέσεις της Γερουσίας, του συνόλου των 435 εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων και επίσης την εκλογή 35 κυβερνητών και μια σειρά τοπικών δημοψηφισμάτων που διεξάγονταν σε επίπεδο πολιτειών. Στη Βουλή των Αντιπροσώπων η πλειοψηφία που εξασφάλισαν οι Δημοκρατικοί υπερβαίνει τις 30 έδρες, στη Γερουσία είναι οριακή και μόνο μετά τις 27 Νοέμβρη, οπότε θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα, θα είναι γνωστό αν αμφισβητείται το αποτέλεσμα, ενώ σε επίπεδο πολιτειών για πρώτη φορά από το 1994 οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τους περισσότερους κυβερνήτες. Με αυτό το αποτέλεσμα οι Δημοκρατικοί βρίσκονται στην αξιοζήλευτη θέση όπου είχαν βρεθεί οι αντίπαλοί τους πριν από οχτώ ακριβώς χρόνια, όταν κέρδισαν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα, υπονομεύοντας συστηματικά την προεδρία του Κλίντον και κάθε του πρωτοβουλία.

Αποδιοπομπαίος τράγος ο Ράμσφελντ

Οι εκλογές της Τρίτης όμως αφορούσαν πάνω απ’ όλα την πολιτική του Μπους στο Ιράκ. Κάλπες που στήθηκαν έξω από τα εκλογικά τμήματα έδειξαν το 60% των ψηφοφόρων να αποδοκιμάζει την αμερικανική πολιτική στο Ιράκ και το ίδιο επίσης ποσοστό, 60%, να υποστηρίζει πως ο πόλεμος δεν έχει βελτιώσει τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Γι’ αυτόν τον λόγο, με το που βγήκαν τα πρώτα αποτελέσματα, τα οποία επιβεβαίωναν την ήττα των Ρεπουμπλικάνων που είχαν προβλέψει δημοσκοπήσεις και έξιτ πολ, ο ίδιος ο Μπους ανακοίνωσε την αποπομπή του Ντόναλντ Ράμσφελντ, προδικάζοντας μια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής στο επίμαχο θέμα. Την ανάγκη αναθεώρησης των υφιστάμενων σχεδίων για το Ιράκ επεσήμανε και η εκπρόσωπος των Δημοκρατικών, Νάνσι Πελόσι, που αναλαμβάνει πρόεδρος της Βουλής, μετά τα αποτελέσματα της Τρίτης, κατέχοντας έτσι το τρίτο σημαντικότερο αξίωμα μετά από αυτό του προέδρου και του αντιπροέδρου. Τα λόγια της δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για την προτεραιότητα που θα δώσουν οι Δημοκρατικοί στο Ιράκ: «Τίποτε άλλο ο αμερικανικός λαός δεν κατέστησε περισσότερο σαφές όσο το ότι χρειαζόμαστε μια νέα κατεύθυνση για το Ιράκ. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κατεβαίνουμε αυτό το καταστροφικό μονοπάτι. Έτσι λέμε στον Πρόεδρο: “Πρόεδρε χρειαζόμαστε μια νέα κατεύθυνση στο Ιράκ. Ας δουλέψουμε μαζί για να βρούμε μια λύση για τον πόλεμο στο Ιράκ”»!

Παρότι όμως είναι αναμφισβήτητο ότι η πολιτική γραμμή του «ταύρου σε υαλοπωλείο» που ακολουθούσαν συστηματικά οι νεοσυντηρητικοί από το 2000 -αξιοποιώντας την πλειοψηφία που διέθεταν στη Βουλή και τη Γερουσία- τερματίζεται πλέον οριστικά, δεν είναι εύκολο να προδικαστεί με ακρίβεια η διάδοχος πολιτική γραμμή. Οι Δημοκρατικοί ουδέποτε υποστήριξαν την άμεση και άνευ όρων αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από το Ιράκ, όπως έκαναν για παράδειγμα οι Ισπανοί, αποχωρώντας εν ψυχρώ από τη δολοφονική συμμαχία των προθύμων μετά την εκλογή του Θαπατέρο, και όπως ζητούν οι περισσότεροι Αμερικανοί, βλέποντας τον αριθμό των αμερικανών στρατιωτών που αφήνουν την τελευταία του πνοή στο Ιράκ κάθε μήνα να αυξάνεται και την ίδια τη χώρα να βυθίζεται στον εμφύλιο. Χώρια από το γεγονός ότι εμφανίστηκαν ακόμη και προβεβλημένα στελέχη των Δημοκρατικών, όπως ο 36χρονος Χάρολντ Φορντ από το Τένεσι, που υποστηρίζουν τον πόλεμο. Δεν πρόκειται όμως τόσο για αντιπροσωπευτικό δείγμα όσο για την έκφραση των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τους ίδιους τους Δημοκράτες.

Το τι μέλλει γενέσθαι στο Ιράκ διακρίνεται καλύτερα αν δούμε τα τρέχοντα καθήκοντα του νέου υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Γκέιτς, που ανέλαβε τα καθήκοντα του Ντόναλντ Ράμσφελντ. Ο Ρόμπερτ Γκέιτς, που έχει διατελέσει διευθυντής της CIA και σύμβουλος του πατέρα του σημερινού Προέδρου των ΗΠΑ κατά το παρελθόν, συμμετείχε τους τελευταίους μήνες σε μια δικομματική επιτροπή υπό τον τίτλο Ομάδα για τη Μελέτη του Ιράκ, που ως σκοπό είχε να επεξεργαστεί ένα «σχέδιο Β» για το Ιράκ, που ναι μεν θα ικανοποιεί τη λαϊκή βούληση για απεμπλοκή από το σφαγείο που θα εξαρτάται από ένα χρονοδιάγραμμα και όχι από τον αόριστο χρονικά και κυρίως επισφαλή στόχο της νίκης, ταυτόχρονα όμως θα μεριμνά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης στο Ιράκ, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία.

Αλλαγές προς μια δημοκρατικότερη κατεύθυνση θα επέλθουν αναμφισβήτητα και στο Οργουελικό κράτος που δημιούργησαν οι νεοσυντηρητικοί επικαλούμενοι την τρομοκρατική απειλή τα τελευταία χρόνια, με τα πλοκάμια του να εκτείνονται πολύ πέραν των αμερικανικών συνόρων. Το κολαστήριο του Γκουαντάναμο -μνημείο ντροπής και οπισθοδρόμησης του 21ου αιώνα- οι απαγωγές και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια υπόπτων για συμμετοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις, οι παρακολουθήσεις και κυρίως το πλέγμα υπερεξουσιών με το οποίο είχε εξοπλιστεί ο Πρόεδρος Μπους μετά την 11η Σεπτέμβρη, εκμεταλλευόμενος το κλίμα ανασφάλειας των Αμερικανών, ουδέποτε θα γνωρίσουν τις δόξες που γνώρισαν τα προηγούμενα χρόνια.

Οικονομικές προσδοκίες

Οι μετεκλογικές δηλώσεις της 66χρονης Νάνσι Πελόσι δεν εξαντλήθηκαν στο θέμα του Ιράκ. Περιγράφοντας τις προτεραιότητες που θα έχει η δημοκρατικά ελεγχόμενη Βουλή τις πρώτες 100 ώρες εργασιών της, ιεράρχησε την αύξηση του ελάχιστου ωρομίσθιου σε 7,25 δολάρια την ώρα (που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξης του 40% από τα σημερινά επίπεδα), την άρση των απαγορεύσεων που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση του Μπους στην ιατρική έρευνα (επικαλούμενη θρησκευτικούς λόγους) και τη διεύρυνση της λίστας των συνταγογραφούμενων φαρμάκων (με προφανή οφέλη για τους ασφαλισμένους). Ειδικότερα το θέμα των αμοιβών ήταν δεύτερο στη λίστα των πολιτικών προτεραιοτήτων των αμερικανών ψηφοφόρων. Σε μια σειρά από πολιτείες (Αριζόνα, Κολοράντο, Μισούρι, Μοντάνα, Νεβάδα και Οχάιο) διενεργήθηκε ξεχωριστό δημοψήφισμα με θέμα τη γενναία αύξηση της ελάχιστης ωριαίας αμοιβής από τα 5,15 δολάρια όπου είναι κολλημένη τα τελευταία 10 χρόνια, κατά 1 τουλάχιστον δολάριο και παντού το αποτέλεσμα ήταν θετικό. Αν εφαρμόσουν οι Δημοκρατικοί την προεκλογική υπόσχεσή τους, υπολογίζεται ότι θα ωφεληθούν περισσότεροι από 6,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι που εκτιμάται ότι αμείβονται με το ελάχιστο ωρομίσθιο. Να σημειωθεί ότι παρά τις θεαματικές επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας, η ελάχιστη αμοιβή στις ΗΠΑ βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και όλων σχεδόν των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Η απόρριψη συνεπώς της πολιτικής του Μπους ήταν καθολική. Ξεκίναγε από την εγκληματική πολιτική του Ιράκ και της Νέας Μέσης Ανατολής που ευαγγελιζόταν η Κοντολίζα Ράις, όταν υπερασπιζόταν τις ισραηλινές θηριωδίες στο Λίβανο, και έφθανε μέχρι το οξύτατο κοινωνικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικάνοι κάθε ηλικίας, είτε ανήκουν στα εργατικά είτε στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Σε ό,τι αφορά όμως την εξωτερική πολιτική, εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Παρότι ξέρουμε τι είναι αυτό που εγκαταλείπεται ως απόλυτα χρεοκοπημένο και καταστροφικό (και εύκολα προδικάζεται ότι, για παράδειγμα, σχέδια επίθεσης σαν και αυτό του Ιράκ, που σίγουρα υπήρχαν για το Ιράν ή τη Συρία μπαίνουν στο συρτάρι προς το παρόν), δεν είναι σαφές ούτε καν το περίγραμμα αυτού που έρχεται – πολύ δε περισσότερο αν φέρουμε στη μνήμη μας τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης Κλίντον. Η διετής περίοδος που μεσολαβεί από τώρα μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές θα αποτελέσει το πιο πειστικό δείγμα γραφής για την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσουν οι Δημοκρατικοί αν κερδίσουν τις επόμενες εθνικές εκλογές.


Σχολιάστε εδώ