Η ήττα της ομάδας Τζορτζ Μπους
Αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να τελειώνουν με τις ιδέες της ομάδας Μπους (με τον ίδιο τελειώνουν ούτως ή άλλως μια και δεν έχει δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα εκ νέου για Πρόεδρος των ΗΠΑ αφού έχει εκλεγεί ήδη δύο φορές στο ύπατο αξίωμα) αλλάζοντας τις ισορροπίες στα όργανα διοίκησης της χώρας. Όσο κι αν υπέρτατος άρχων στις Ηνωμένες Πολιτείες (όπως στη Γαλλία και στην Κύπρο) είναι ο Πρόεδρος, αυτός είναι δύσκολο να κυβερνήσει με τον τρόπο που θέλει και με άνεση, αν τα άλλα δύο σώματα εξουσίας ελέγχονται από το αντίπαλο κόμμα.
Από το βράδυ της Πέμπτης τόσο η Βουλή όσο και η Γερουσία των ΗΠΑ ελέγχονται από τους Δημοκρατικούς, ενώ έως τότε ελέγχονταν από τους Ρεπουμπλικάνους, το κόμμα του Τζορτζ Μπους, κάτι που έδινε στον πρόεδρο μεγάλη άνεση κινήσεων και χειρισμών. Η ισορροπία ανατράπηκε αφού η πλειοψηφία των πολιτών που ψήφισαν αποφάσισε ότι αρκετά ως εδώ το πράγμα με τους υπερσυντηρητικούς ρεπουμπλικάνους της ομάδας Μπους και τα οράματά τους με το Ιράκ. Κάτι έπρεπε να αλλάξει και αλλάζει.
Το ερώτημα είναι τι θα συνέβαινε αν οι επιλογές της ομάδας Μπους πήγαιναν καλά, αν το Ιράκ ήταν υπό πλήρη έλεγχο, αν είχαν βρεθεί πυρηνικά ή έστω βιολογικά όπλα του καθεστώτος Σαντάμ, αν είχαν τιθασευτεί και οι γύρω χώρες, αν το «φύλλο» έβγαινε δηλαδή στον πρόεδρο Μπους και αν φυσικά οι αμερικανοί στρατιώτες που χάνουν καθημερινά της ζωή τους στο Ιράκ ήταν κατά πολύ λιγότεροι. Ίσως τότε οι Δημοκρατικοί να μην είχαν επικρατήσει πουθενά και ο μέσος Αμερικανός να ήταν ευτυχής και υπερήφανος για την πολιτική του Προέδρου του. Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά για την ομάδα Μπους, με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και πιο ακροάσιμες οι φωνές για ανάγκη αλλαγής πολιτικής. Οι «ψύχραιμες φωνές», αυτές που ό,τι έχουν να πουν το λένε βάζοντας και αρκετή δόση αμερικανικού εθνικισμού και περηφάνιας, γιατί οι άλλες, οι ριζοσπαστικές και διεθνιστικές δεν έχουν φυσικά καμία τύχη. Οι κάτοικοι της μόνης υπερδύναμης δεν είναι έτοιμοι να ακούσουν και να κατανοήσουν την ορθότητα ενός άλλου λόγου ο οποίος περιέχει την πιθανότητα λάθους της αμερικανικής επιλογής, δέχονται όμως ακόμα και για ωφελιμιστικούς λόγους την ανάγκη «διόρθωσης» της ίδιας πολιτικής, την ελαφρά μεταβολή που δεν τους μειώνει ως έθνος.
Η αλλαγή στην πλειοψηφία της Βουλής και της Γερουσίας δεν πρόκειται να φέρει καμιά δραματική αλλαγή. Εκτός αν ορισμένοι θεωρήσουν ως δραματική αλλαγή τη μεταβολή στυλ από τον Πρόεδρο Μπους και την εμφάνισή του ως περισσότερο σκεπτόμενου ηγέτη, ως πιο ευαίσθητου στα μηνύματα των πολιτών. Θα πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του ότι μόνο η υστεροφημία θα κάνει τον Τζορτζ Μπους να δει αλλιώς τα πράγματα, αν δηλαδή θελήσει να περάσει την ιστορία κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι μέχρι σήμερα καταγράφεται. Διότι στο πεδίο της εξουσίας δεν έχει τίποτα να χάσει.
Όπως είπαμε μη έχοντας δικαίωμα τρίτης προεδρικής θητείας δεν έχει δικαίωμα να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές, άρα δεν έχει να χάσει τίποτα μένοντας ως έχει, εκφράζοντας τις ίδιες θέσεις και απόψεις, και γιατί όχι σκληραίνοντας τις θέσεις αυτές. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να αναδειχθεί και επίσημα σε εκφραστή σκληρών δεξιών και εθνικιστικών θέσεων, σε έναν ηγέτη μιας σημαντικής τάσης στην Αμερική η οποία τάση δεν έχει φυσικό αρχηγό ευρύτερης αποδοχής και εμβέλειας μια και εκπροσωπείται είτε από γραφικούς ακροδεξιούς είτε από επίσης γραφικούς ιεροκήρυκες που επηρεάζουν κόσμο, αλλά δεν συγκινούν σοβαρότερους συντηρητικούς πολίτες.
Δεν είναι γνωστό τι θέλει στην πραγματικότητα ο Πρόεδρος Μπους, μπορεί να συγκινείται και να αρκείται στην ιδέα να καταγραφεί στο τέλος ως ένας ακόμα συναινετικός Πρόεδρος που έκανε άνοιγμα και «συγκατοίκηση» με την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Σημασία έχει να δούμε τη συμπεριφορά και τις προτεραιότητες της υπερδύναμης κάτω από τα νέα δεδομένα. Τίποτα δεν θα αργήσει να φανεί.