Εισήγηση-βόμβα για «κόκκινους κωδικούς»

Το σκάνδαλο της Αγροτικής Χρηματιστηριακής, όπου η νέα διοίκηση που τοποθέτησε ο Δ. Μηλιάκος διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανοίγματα της τάξεως των 25 δισ. δρχ. σε «κόκκινους κωδικούς» από την εποχή της χρηματιστηριακής «φούσκας», και έσπευσε να καταθέσει αγωγές για να διεκδικήσει τα χρωστούμενα από τους πελάτες της, φωτίζεται με νέο τρόπο από εισήγηση που υπέβαλε προς το Ανώτατο Δικαστήριο αρεοπαγίτης, για άλλη υπόθεση που αφορούσε διαφορές χρηματιστηριακής εταιρείας με πελάτη της.

Στην περίπτωση της Αγροτικής Χρηματιστηριακής, η προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας δεν κατέθεσε εντός ενός έτους αγωγές για να διεκδικήσει τα οφειλόμενα από πελάτες με «κόκκινους κωδικούς», αλλά αυτό έγινε με μεγάλη καθυστέρηση από τη διοίκηση που ανέλαβε μετά το 2004, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει σήμερα ο όμιλος να χάσει τις αγωγές και να υποστεί τεράστια ζημιά, αφού η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου προβλέπει την ενιαύσια παραγραφή των αξιώσεων.

Ανάλογα προβλήματα έχουν με πελάτες τους και άλλες χρηματιστηριακές εταιρείες, αλλά μόνο στην περίπτωση της Αγροτικής Χρηματιστηριακής οι πιθανές απώλειες ανέρχονται σε τόσο μεγάλο ύψος.

Σύμφωνα με την εισήγηση που θα συζητηθεί στον Άρειο Πάγο προσεχώς, ο χρόνος παραγραφής μιας απαίτησης που προκύπτει από χρηματιστηριακή συναλλαγή ορίζεται ότι είναι το ένα έτος, είτε πρόκειται για μια αγοραπωλησία είτε για μια παρεπόμενη δικαιοπραξία, όπως η χρηματιστηριακή παραγγελία.

Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις που είχαν προβληθεί, με την επίκληση μεταξύ άλλων και του Αστικού Κώδικα, η παραγραφή των αξιώσεων έπρεπε να επέρχεται μετά εικοσαετία, όπως προβλέπεται για τις αξιώσεις που γεννώνται από εμπορικές συναλλαγές. Όμως, ο αρεοπαγίτης δέχεται ότι οι χρηματιστηριακές συναλλαγές διακρίνονται από τις εμπορικές και ισχύει σε κάθε περίπτωση η πρόβλεψη του νόμου 3632/1928, βάσει της οποίας «πάσα αξίωσις πηγάζουσα εκ χρηματιστηριακής συναλλαγής παραγράφεται μετά πάροδον έτους από της λήξεως του έτους καθ’ ο συνήφθη η συναλλαγή».

Κατά το σκεπτικό που αναπτύσσει ο εισηγητής, η γενικότητα της διάταξης αυτής περιλαμβάνει όλες τις συναλλαγές, δηλαδή τόσο τις αγοραπωλησίες όσο και τις παραγγελίες προς τους χρηματιστές, ενώ και το πλέγμα των μεταγενέστερων νομοθετικών ρυθμίσεων δεν έρχεται σε αντίθεση με τη γενική διάταξη του 1928.

Πέραν της υπόθεσης αυτής, στον Άρειο Πάγο εκκρεμεί και αναμένεται σύντομα απόφαση για άλλη μία υπόθεση διαφορών μεταξύ χρηματιστών και πελατών τους, που θα δημιουργήσει νομολογία όσον αφορά τον τρόπο απόδειξης για το αν δόθηκε πράγματι εντολή για μια συναλλαγή που διεκπεραιώθηκε από χρηματιστηριακή εταιρεία.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα λεπτό σημείο των νομικών διαφορών χρηματιστών και πελατών που έχουν απασχολήσει τη Δικαιοσύνη, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι πελάτες έχουν αμφισβητήσει ότι έδωσαν εντολές για διενέργεια συναλλαγών, για να αμφισβητήσουν και τις απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν από αυτές.

Ο εισηγητής του Αρείου Πάγου αναφέρει ότι ο νόμος 3632/1928 ορίζει πως «η προς χρηματιστήν δοθείσα εντολή δύναται να αποδεικνύεται διά σημειώματος υπογραφομένου υπό του εντολέως». Όμως, αυτό δεν συνεπάγεται ότι μόνο εγγράφως αποδεικνύεται μια εντολή, αλλά αυτό μπορεί να γίνει και με ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εκτός εάν οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει ως αποδεικτικό μέσο στις μεταξύ τους σχέσεις μόνο το έγγραφο, όπως αναφέρει ο εισηγητής.

Γίνεται αντιληπτό ότι η εισήγηση αυτή, εφ’ όσον υιοθετηθεί, ανοίγει τον δρόμο για τη διεκδίκηση από τις χρηματιστηριακές εταιρείες απαιτήσεων από πελάτες, οι οποίες αμφισβητούνται επειδή δεν υπήρχαν έγγραφες αποδείξεις για τις εντολές που δόθηκαν.


Σχολιάστε εδώ