Η συζήτηση δεν ήταν η χειρότερη, αρκεί να μην υποχωρήσουμε πάλι!

Ας μη φαντάζεται, βέβαια, κανείς πως έγιναν θαύματα. Κανένας από τους δύο δεν υποστήριξε ανοιχτά π.χ. μια ελληνική αποφασιστική στάση έναντι της άρνησης της Τουρκίας να εφαρμόσει τις πλέον στοιχειώδης υποχρεώσεις της προς την ΕΕ, που άπτονται και της συμπεριφοράς της απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Κανένας από τους δύο δεν τόλμησε να δηλώσει χωρίς περιστροφές ότι η Ελλάδα αρνείται να συναινέσει π.χ. στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ή ακόμη και στη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αν η Άγκυρα δεν ανταποκριθεί προηγουμένως στις υποχρεώσεις της που απορρέουν καταρχάς από το «κοινοτικό κεκτημένο» των Βρυξελλών. Το αντίθετο, αυτοί… έτρεμαν μη τυχόν κατηγορηθούν ότι δήθεν δεν υποστηρίζουν φανατικά και μέχρις εσχάτων πως η ένταξη και μόνο η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ επιτρέπεται να είναι ο στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής!

Σημαιοφόρος της Άγκυρας Είναι αποκαλυπτικό ότι ο Γ. Παπανδρέου, σε μια ρητορική έξαρσή του, απηύθυνε ως… κατηγορία (!) προς την κυβέρνηση Καραμανλή ότι δήθεν δεν ξεκαθαρίζει ότι είναι αποκλειστικά και μόνο υπέρ της τουρκικής ένταξης, αφήνοντας υποψίες ότι τελικά μπορεί να αποτελέσει στόχο της Αθήνας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενδεχομένως και η σύναξη ειδικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας, πράγμα το οποίο είναι απαράδεκτα κακό για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. «Η θέση μας είναι ξεκάθαρη και κατηγορηματική για την πλήρη ένταξη», έσπευσε να του απαντήσει ο πρωθυπουργός, αγωνιώντας μάλιστα να δείξει ότι οι θέσεις του ταυτίζονται με εκείνες του Γιώργου Παπανδρέου στο θέμα αυτό. «Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι κορώνες λέγονται για να συσκοτίζουν μια απλή πραγματικότητα – ότι κατά βάση συμφωνούμε στις καίριες στρατηγικές επιλογές», πρόσθεσε ο Κ. Καραμανλής. Γνωρίζοντας το πρωθυπουργικό άγχος να καταστεί αδιαμφισβήτητο πως η κυβέρνηση συνεχίζει να παραμένει «σημαιοφόρος» της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε δημαγωγικά στην παράδοση μαθημάτων… μαχητικότητας (!) στον Κ. Καραμανλή. «Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας δεν αποτελεί για μας λευκή επιταγή. Η Ελλάδα πρέπει να πρωτοπορεί στη διεύρυνση, αλλά πρέπει να έχει και το θάρρος να λέει το ”όχι”», δήλωσε αγέρωχα ο Γιωργάκης, ο οποίος φυσικά ουδέποτε τόλμησε να πει το παραμικρό «όχι» κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Εξωτερικών σε οποιοδήποτε αίτημα των Αμερικανών ή έστω των Ευρωπαίων.

Η αγανάκτηση της Παπαρήγα «Αναρωτιέμαι γιατί αυτή τη λίστα υποχρεώσεων της Τουρκίας δεν την διαβάσατε τον Δεκέμβριο του 2004 ή τον Οκτώβριο του 2005 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες… Έπρεπε να πατήσετε πόδι, αλλά φοβηθήκατε και το παραπέμψατε στις ελληνικές καλένδες», συνέχισε απτόητος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ.

Δεν ντράπηκε μάλιστα, θρασύτατα, να πει απευθυνόμενος στον Κ. Καραμανλή: «Εμείς δεν θα κάναμε τα λάθη που εσείς διαπράξατε, δεν θα ήμασταν απλοί παρατηρητές στη Λουκέρνη» – εκεί δηλαδή που απορρίφθηκε από τον πρόεδρο της Κύπρου Τ. Παπαδόπουλο το σχέδιο Ανάν, το οποίο υποστήριζε με πάθος και δημόσια ο Γιωργάκης! Αγανάκτησε -και με το δίκιο της- μέχρι και η γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα: «Εάν, για παράδειγμα, είχε γίνει αποδεκτή από τους Ελληνοκύπριους η θέση του ΠΑΣΟΚ για το σχέδιο Ανάν, θα μιλούσαμε σήμερα;

Θα είχε ”λυθεί” το ζήτημα!», υπογράμμισε, καλώντας με τη σειρά της την κυβέρνηση αφενός να διαπιστώσει πόσο εχθρική είναι εκ συστήματος η στάση του ΝΑΤΟ, της ΕΕ και των ΗΠΑ απέναντι στη χώρα μας και αφετέρου να τολμήσει να προβάλει αντιστάσεις.

«Ποιες ελληνικές θέσεις έχουν γίνει αποδεκτές όχι σε ένα χρόνο, μα σε δέκα, σε δεκαπέντε, σε είκοσι χρόνια, στα πλαίσια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ή από τις ΗΠΑ; Πού εφαρμόστηκε το θετικό, όπως λέγεται, ”κοινοτικό κεκτημένο;” Στο Κυπριακό; Στο θέμα των ”γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο; Πότε έγιναν αποδεκτές οι ελληνικές θέσεις;», αναρωτήθηκε.

Τόνισε δε, απευθυνόμενη στον Κ. Καραμανλή:»Πείτε και κανένα ”όχι”. Χρησιμοποιήστε, κύριε πρωθυπουργέ, και κανένα εμπόδιο. Έστω και με κίνδυνο -που εσείς τον λέτε κίνδυνο, εμείς δεν τον θεωρούμε- να διαταραχθεί η ευρωπαϊκή ενότητα. Δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και δεν πρόκειται να υπάρξει. Οι αντιπαραθέσεις και οι αντιθέσεις είναι οξύτατες. Αξιοποιήστε, λοιπόν, και αυτές τις αντιθέσεις. Βάλτε κάποια εμπόδια, σε θέματα έστω του ενδιαφέροντός μας». Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, φυσικά.

Αλλαγή τόνου Παρά τις δίκαιες επικρίσεις της γ.γ. του ΚΚΕ, η αλήθεια είναι πως μπορούσε κανείς να διαπιστώσει μια αισθητή αλλαγή τόνου στις δηλώσεις του Κ. Καραμανλή που αφορούσαν την Τουρκία και τις υποχρεώσεις της προς την ΕΕ. Υπήρχε κάποιος μετριασμός εκείνου του ακραίου και απωθητικού φιλοτουρκικού τόνου που άγγιζε τα όρια της δουλικότητας προς την Άγκυρα. Διστακτικά, βέβαια, και με εκφράσεις πολύ προσεκτικές για να μη θυμώσουν οι Τούρκοι, αλλά οι θέσεις ήταν πιο σκληρές επί της ουσίας.

«Υπάρχει δυσκινησία στον δρόμο των αλλαγών, υπολείπεται των δεσμεύσεων και βέβαια δεν βοηθά η διατήρηση του απαράδεκτου αναχρονισμού του casus belli. Η πολιτική παραδοξότητα της μη αναγνώρισης ενός κράτους-μέλους, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, από ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν μπορεί να παρατείνεται επ’ αόριστον. Η Ελλάδα δεν μπορεί να βλέπει ”επιτυχίες” και ”πρόοδο” εκεί που δεν υπάρχουν», τόνισε ο Κ. Καραμανλής. Ήταν επίσης σαφής και στο θέμα του περιβόητου πρωτοκόλλου.

«Η υποχρέωση της Τουρκίας είναι αυτοτελής και δεν μπορεί να συνδέεται με ζητήματα που αφορούν την εσωτερική λειτουργία της ΕΕ», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός αναφερόμενος στον κανονισμό εμπορίου των κατεχομένων εδαφών με τις χώρες της ΕΕ. «Η Ελλάδα θέλει να προχωρήσει χωρίς καμία εκτροπή η διαδικασία που ξεκίνησε», δήλωσε ο πρωθυπουργός για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. «Δεν μπορεί, όμως, να ζητούνται ανταλλάγματα από ένα μέλος της ΕΕ (σ.σ.: εννοεί την Κύπρο) για να ανταποκριθεί η Τουρκία στις δικές της ευρωπαϊκές υποχρεώσεις», πρόσθεσε.

Καλά τα λόγια, οι πράξεις όμως; Δεξιά είναι η κυβέρνηση Καραμανλή, την Ντόρα έχει υπουργό Εξωτερικών, τη γραμμή Γιωργάκη-Σημίτη ακολουθεί σχεδόν πιστά στα ελληνοτουρκικά, άρα θα ήταν ανεδαφικό να περιμένει κανείς από αυτήν πιο μαχητικές θέσεις στη φραστική τους διατύπωση. Αυτό, άλλωστε, είναι το λιγότερο. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει το τι θα κάνει στην πράξη τον επόμενο μήνα, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες.

Η στάση της στο πρόσφατο παρελθόν καθόλου δεν προδιαγράφει ένα ευοίωνο μέλλον. Προ διετίας, τον Δεκέμβριο του 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή υποχώρησε κατά κράτος και δέχτηκε την άνευ όρων έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας. Πέρυσι τον Οκτώβριο έκανε πάλι τα ίδια, αποδεχόμενη την άρνηση της Άγκυρας να επικυρώσει την επέκταση του περιβόητου πρωτοκόλλου και στην Κυπριακή Δημοκρατία. Θα μας εκπλήξει φέτος ο Καραμανλής, αρνούμενος ορθά-κοφτά τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας, αν η Άγκυρα δεν εφαρμόσει το πρωτόκολλο; Απίθανο, εντελώς απίθανο το βλέπουμε να τηρήσει ξαφνικά αποφασιστική και ανένδοτη στάση. Όταν συνηθίσεις να υποχωρείς, δύσκολο να αλλάξεις συνήθειες. Άλλωστε, το πολιτικό θάρρος απέναντι στους ισχυρούς παράγοντες, ξένους ή ντόπιους, αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία για την κυβέρνηση Καραμανλή.

Θα μας σώσουν οι ξένοι; Ακούγεται τραγικό, αλλά κύρια ελπίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας σ’ αυτή τη φάση δεν είναι η Ελλάδα, αλλά… ξένες, μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που για δικούς τους λόγους, στη σημερινή συγκυρία, ενδέχεται να προβάλουν και το Κυπριακό (με τη μορφή επικύρωσης του πρωτοκόλλου) για να επιβραδύνουν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ.

Η τραγωδία, όμως, έγκειται στο ότι αυτές οι χώρες όχι μόνο αδιαφορούν παντελώς στην πραγματικότητα για την τύχη της Κύπρου, αλλά και στην ουσία αποδέχονται στο Κυπριακό αυτό καθαυτό πολύ περισσότερο τις θέσεις της Άγκυρας παρά της Λευκωσίας! Γι’ αυτό και η ΕΕ υποστήριξε φανατικά το σχέδιο Ανάν, γι’ αυτό και δεν έχει κανένα δισταγμό να αναγνωρίσει έμμεσα το ψευδοκράτος των Τουρκοκυπρίων μέσω του απευθείας εμπορίου με τα κατεχόμενα, γι’ αυτό δεν χάνει ευκαιρία να δείχνει την αντιπάθειά της προς τον Γ. Παπαδόπουλο και ούτω καθεξής.

Τελευταίο παράδειγμα η προσπάθεια της φινλανδικής προεδρίας της ΕΕ η καθ’ υπόδειξη των Αμερικανών και των Άγγλων- να παγιδεύσει την ελληνική πλευρά σε «τετραμερή» διάσκεψη Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Τουρκοκυπρίων, η οποία θα υποβίβαζε το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε απλή κοινότητα ισοδύναμη με τους Τουρκοκυπρίους.

Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες, λοιπόν. Οι ξένοι δεν θα μας σώσουν, όσο και αν αυτή τη στιγμή μπορεί να ωφεληθεί η Κύπρος συγκυριακά από τη στάση τους έναντι της Άγκυρας.

Μόνο λίγο χρόνο κερδίζουμε από τη στάση τους. Χρόνο που θα αποδειχτεί ελάχιστα χρήσιμος, αν Αθήνα και Λευκωσία δεν τον εκμεταλλευθούν για να οικοδομήσουν αυτοτελώς ένα πλέγμα συμμαχιών. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν βλέπουμε να γίνεται.


Σχολιάστε εδώ