«ΤΟ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΙΑΤΣΑΣ» ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΜΑΣ ΡΑΤΣΑΣ (Δ΄)
Η ράτσα μας ως ευγενής
καί μέ Ιστορίαν
κοιτάζει πίσω διαρκώς
καί μένει μ’ απορίαν.
Αφού απορεί κι ενίσταται
συνήθως καταλήγει
ότι έχει ένα παρελθόν
όπου σαφώς τήν πνίγει.
Τής σφίγγει ανισόρροπα
μέ τίς υποχρεώσεις
τό χαμερπές της τό παρόν
καί τίς διαστρεβλώσεις.
Διότι ο κάθε Έλληνας
άν δέν διαστρεβλώσει
παθαίνει αφυδάτωσιν
καί θέλει νά σκοτώσει.
Συνήθης διαστρέβλωσις
εστί «Έτσι μ’ αρέσει,
καί όποιος έχει αντίρρησιν
ας πάει ν’ αφοδεύσει».
Άλλως εστί καί τσαμπουκάς
κοινώς νταβατζιλίκι
μιάς καί οι εκστομίζοντες
δέν είναι παρά λύκοι.
ΟΙ ΝΤΑΒΑΤΖΗΔΕΣ, τό λοιπόν,
τούρκικη λέξη όντως,
εργολαβούν ή διοικούν
τού ελληνικού παρόντος.
Είτε ανοίγουν αγυιάς
είτε κτίζουν θηρία
τοιούτοι εισί οι σύγχρονοι
πού γράφουσι Ιστορία.
(Τό κύριον επάγγελμα
τού νταβατζή συνήθως
είναι η έκδοσις γυνών
κι η μουντζουριά στό ήθος.
Η διαρκής των άσκησις
καί τό αγαπητιλίκι
πλειστάκις διανθούμενον
καί μέ τό νταϊλίκι
… έδωσαν διαφήμισιν
στήν ευγενή των ράτσα
πού τήν εζήλεψε ο ντουνιάς
καί άπασα η πιάτσα.
Έτσι, λοιπόν, οι έντιμοι
παρομοιάζουν τώρα
μέ «νταβατζήδες» τούς τρανούς
πού διαθέτει η Χώρα.)
Τοσούτον, δέ, διάσημον
τό προσωνύμιό των
πού οι μητέραι χαίρονται
νά λένε στόν υιόν των:
«Παιδί μου πάρε μιάν ευχήν
κι όταν θά μεγαλώσεις
νά μού γενείς καί νταβατζής
χαρά γιά νά μού δώσεις».
Καί νά σου νύν ο Έλληνας
τήν λέξιν συλλαμβάνει
κι όταν γενεί Πρωθυπουργός
τήν επαναλαμβάνει.
Τήν θεωρεί ως μίασμα
-λίαν δέ παραδόξως-
χολήν πού ήπιεν ο Χριστός
πίκραν μαζί καί όξος.
Ευάρεστος η στάσις του
μά πρίν φωνήσαι αλέκτορα
μέ νταβατζήδες γέμισαν
τά πέριξ του, καί Μέντωρ
… ένας αόρατος εσμός
τούς νταβατζήδες παίρνει
τούς κάνει ομοτράπεζους
καί τήν Ελλάδα γδέρνει.
Ποιός είναι τούτος ο εσμός
κανείς δέν θά τό μάθει
γιατί η αθωότητα
πάντα γεννάει πάθη.
Κι όπου τό πάθος κατοικεί
μοιάζει μέ τό χασίσι
διώχνει τήν εντιμότητα
καί γίνονται όλοι ίσοι.
………………………………………
Λέγει ο Λαός μας: «Λαχανάκι πού θά
κοροϊδέψεις θά τό βρείς στό πιάτο σου».