Μήνυμα χωρίς αποδέκτες

Πέρα από τα αριθμητικά «εξαγόμενα» των εκλογών για την Τοπική Αυτοδιοίκηση -που αναδεικνύουν τους νικητές και τους ηττημένους του κομματικού ανταγωνισμού- ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση ορισμένων «ποιοτικών» χαρακτηριστικών της εκλογικής αναμέτρησης που συνδέονται με τις ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις αλλά και τις προοπτικές του πολιτικού μας συστήματος. Mια πρώτη διαπίστωση είναι ότι το όριο του 42% τροποποίησε την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών και -παρά τις περί του αντιθέτουν «διακηρύξεις»- της προσέδωσε περισσότερο κομματική «χροιά». Ο στόχος της εκλογής από τον πρώτο γύρο αποδυνάμωσε αφενός την προοπτική κομματικών συμμαχιών αλλά και την ενίσχυση των «αντάρτικων» ή ανεξαρτήτων ψηφοδελτίων. Αυτός ο στόχος συνδέθηκε και «μορφοποιήθηκε» με το γεγονός ότι ποσοστό άνω του 85% (ιδιαίτερα στις Νομαρχίες) των υποψηφίων αναδείχθηκαν και υποστηρίχθηκαν από τους κομματικούς τους φορείς.

Παρά ταύτα όμως, εξαιτίας και της γενικότερης απαξίας που χαρακτηρίζει τους κομματικούς μηχανισμούς αλλά και του έντονα κοινωνικού χαρακτήρα του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν ίσχυσαν οι μονοκομματικές δεσμεύσεις. Υπολογίζονται σε διψήφια τα ποσοστά των ψηφοφόρων που ψήφισαν δήμαρχο και νομάρχη που δεν «ανήκουν» στο ίδιο κόμμα, και αναζήτησαν πρόσωπα εκτός του «φαύλου κύκλου» της διαφθοράς και της αναποτελεσματικής διαχείρισης.

Συνακόλουθα, οι εκλογές είχαν έντονο κοινωνικό-πολιτικό χαρακτήρα, που δεν μπόρεσε όμως να εκφρασθεί σε σημαντικό βαθμό λόγω του έντονου κομματικού «πειθαναγκασμού».

Η μερική, έστω, τροποποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς στις εκλογές αυτές δεν επιτρέπει την ευθεία σύγκριση -και αναγωγή- με τα αποτελέσματα των αντίστοιχων εκλογών του 2002.

Όμως, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, είναι φανερό ότι ο πολιτικο-κοινωνικός συσχετισμός που διαμορφώθηκε σε εκείνες τις εκλογές διατηρείται μέχρι σήμερα, σχεδόν αλώβητος, επιτρέποντας στη Νέα Δημοκρατία να συντηρεί την κυριαρχία της και να ελπίζει βάσιμα στην επέκταση της κυριαρχίας της αυτής σε βάθος χρόνου, πέραν του 2008.

Το ΠΑΣΟΚ καταγράφει μέσα σε τέσσερα χρόνια την τέταρτη συνεχή εκλογική του ήττα (2002, 2004 βουλευτικές, 2004 ευρωεκλογές, 2006), μια ήττα που φαίνεται να προσλαμβάνει μονιμότερα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.

Τέτοιου είδους χαρακτηριστικά είναι η απώλεια των συσχετισμών στον αγροτικό πληθυσμό, η μείωση της επιρροής του στις Β’ περιφέρειες των μεγάλων αστικών κέντρων (γεγονός που αποδεικνύεται από την απώλεια δήμων π.χ. στο Λεκανοπέδιο της Αθήνας και όχι βέβαια από την πολυκομματική προέλευση των ψήφων της κ. Φ. Γεννηματά) η σημαντική του «εξασθένιση» σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές (Μακεδονία, Θεσσαλία). Αντίθετα, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να αναπαράγει τους ευνοϊκούς γι’ αυτό συσχετισμούς στον «δημοσιοϋπαλληλικό» και τον ευρύτερα κρατικό-δημόσιο χώρο και να διατηρεί τα παραδοσιακά προπύργιά του κυρίως στον «νησιωτικό» χώρο (Κρήτη, Δωδεκάνησα, Κυκλάδες).

Με αυτή την έννοια η ήττα του ΠΑΣΟΚ αποκτά δομικό-κοινωνικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να αποδοθεί σε λανθασμένες τακτικές κινήσεις ή σε άστοχες επιλογές προσώπων. Η τακτική και οι επί μέρους επιλογές ενός κόμματος απορρέουν και διαμορφώνονται από τη στρατηγική του κατεύθυνση και δεν «κατασκευάζονται» σύμφωνα με τις ανάγκες της συγκυρίας.

Γι’ αυτό τόσο η «κινητικότητα» του Γ. Παπανδρέου και η «επιθετική» του τακτική έναντι της ΝΔ όσο και τα «νέα» πρόσωπα που επελέγησαν αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά «μέσα», μη δυνάμενα να υπερβούν τις δομικές τους αδυναμίες. Δηλαδή τη «χαλαρή» σχέση του με την κοινωνική του βάση, την απουσία συνεκτικού πολιτικού λόγου, την έλλειψη στρατηγικών στόχων, την αποδυνάμωση του ιδίου του ΠΑΣΟΚ ως κυρίου θεσμού παραγωγής πολιτικών θέσεων.

Το βασικό ιστορικό ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει ο Γ. Παπανδρέου αφορά το «τι είναι και τι θέλει το ΠΑΣΟΚ» και όχι πού «κρύβεται» ο Κ. Καραμανλής…

Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας διατηρεί μεν τους κοινωνικούς-εκλογικούς της συσχετισμούς, όμως στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην ανοχή των πολιτών και στην έλλειψη εναλλακτικής λύσης. Μ’ αυτή την έννοια η κοινωνική της νομιμοποίηση είναι ασθενής χωρίς ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες και συμπορεύσεις.

Τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας έχουν διαμορφώσει ένα ευρύ πεδίο κοινωνικής δυσαρέσκειας, που δεν μπορεί όμως σήμερα να εκφρασθεί σε πολιτικο-κομματικό επίπεδο.

Κι αυτό το πεδίο δυσαρέσκειας δεν μπορούν να το εκφράσουν ούτε οι φορείς της παραδοσιακής αριστεράς, που είτε βρίσκονται αυτοεγκλωβισμένοι στον δογματισμό τους (ΚΚΕ) είτε ταλαντίζονται από το πρόβλημα της κοινοβουλευτικής τους επιβίωσης (ΣΥΝ). Οπωσδήποτε όμως τόσο η αύξηση των δυνάμεων του ΚΚΕ και του ΣΥΝ όσο και η εμφάνιση ανεξάρτητων αριστερών ψηφοδελτίων σε όλη σχεδόν τη χώρα δίνουν το μέτρο μιας ανερχόμενης κοινωνικής δυναμικής που αναζητεί διέξοδο. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο ότι η δυναμική αυτή εκφράσθηκε αθροιστικά (αύξηση ψήφων σε ΚΚΕ και ΣΥΝ και ψήφοι αριστερών σχημάτων) σε πανελλαδικό επίπεδο, σε αριθμό που φθάνει τους 300.000 ψηφοφόρους. Οι περιπτώσεις των κ. Τσίπρα και Μπουτάρη εκφράζουν σε επίπεδο προσώπων τη δυναμική αυτή.

Ύστερα από κάθε εκλογική αναμέτρηση προκύπτει ασφαλώς μια νέα πραγματικότητα, μια νέα μορφή πολιτικών συσχετισμών. Η κρίση τώρα «μεταβιβάζεται» στο ΠΑΣΟΚ ως μια κρίση στρατηγικής η οποία εκφράζεται με μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων που αφορούν τη πολιτικο-ιδεολογική φυσιογνωμία του κόμματος, την κοινωνική του αναφορά, την ίδια την προοπτική του.

Ερωτήματα που συμπυκνώνονται τελικά σε ένα κορυφαίο ζήτημα που αφορά την ικανότητα και τη δυνατότητα της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ και του προέδρου του να απαντήσουν σ’ αυτά.


Σχολιάστε εδώ