Η Κύπρος δεν είναι θύμα για τον τουρκικό μινώταυρο

Αιτία του διαφαινομένου αδιεξόδου είναι, βεβαίως, η αδιάλλακτη άρνηση της Άγκυρας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως για την Κύπρο, υποχρέωση που ανέλαβε ρητά να εκπληρώσει ως αναπόσπαστο μέρος της συγκαταθέσεως των 25 για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ.

Η Τουρκία, αφού πήρε την έναρξη των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας και της Κύπρου, υπαναχωρεί στις υποχρεώσεις της. Ζητά ως νέο «αντάλλαγμα» για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου το «απευθείας εμπόριο» των κατεχομένων με την ΕΕ. Με απλά λόγια, την έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους, την παραγραφή της τουρκικής κατοχής. Την ακύρωση του πλεονεκτήματος που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξή της στην ΕΕ και τη δημιουργία των προϋποθέσεως για την εκβιαστική επιβολή στην ελληνική πλευρά, χωρίς τον κίνδυνο αρνητικού δημοψηφίσματος, «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν.

Σκανδαλώδης η αμερικανική παρέμβαση υπέρ της Άγκυρας και η ρυμούλκηση της ευρωπαϊκής προεδρίας

Το σκανδαλώδες σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι η στάση της Άγκυρας και η ιταμή αξίωσή της για διασύνδεση των συμβατικών της υποχρεώσεων με νέα λεόντεια πολιτικά ανταλλάγματα σε βάρος της ελληνικής πλευράς. Είναι γνωστή η πολιτική και η τακτική της Άγκυρας και ήταν αναμενόμενο ότι θα παρέμενε αμετακίνητη στις θέσεις της.

Το πρόβλημα τίθεται σε σχέση με τον ρόλο των ΗΠΑ, σε στενή συνεργασία με τον βρετανικό παράγοντα, τον ρόλο της ευρωπαϊκής προεδρίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και, βεβαίως, τον ρόλο της ελληνικής πολιτικής.

Ο αμερικανικός παράγων παρεμβαίνει προκλητικά και απροκάλυπτα υπέρ της Άγκυρας. Ασκεί προς κάθε κατεύθυνση ασφυκτικές πιέσεις, με στόχο να αποτρέψει το αδιέξοδο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, καλεί στο πνεύμα αυτό την ελληνική πλευρά να «βοηθήσει» τον Ερντογάν και να πληρώσει η ίδια τον λογαριασμό, για να μη διακοπεί η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας που τη «συμφέρει».

Ο αμερικανός βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών, κ. Ματ Μπραΐζα, που εκτελεί χρέη ειδικού συντονιστή για το Κυπριακό, γνωστός για τις σχέσεις του με το Τουρκικο-αμερικανικό Ινστιτούτο, καρδιά του τουρκικού λόμπι στην Ουάσιγκτον, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Έπειτα από αλλεπάλληλες συναντήσεις που είχε στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, ταξίδεψε στις Βρυξέλλες και στο Ελσίνκι για συναντήσεις και συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ευρωπαϊκή προεδρία.

Η ευρωπαϊκή προεδρία παραβιάζει κάθε έννοια ευρωπαϊκής δεοντολογίας

Τα αποτελέσματα της εργώδους αμερικανικής δραστηριότητας στο παρασκήνιο αντικαθρεφτίζονται στη στάση της φινλανδικής προεδρίας, που ανέλαβε να διαδραματίσει έναν ρόλο έξω από κάθε έννοια ευρωπαϊκής δεοντολογίας και αλληλεγγύης.

Αφού αναδέχθηκε ως δική της την αμερικανο-βρετανική φόρμουλα, που διασυνδέει την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως με το λεγόμενο «απευθείας εμπόριο», καλεί κατά ανεπίτρεπτο τρόπο, όλες τις χώρες-μέλη να υποστηρίξουν την προτεινόμενη φόρμουλα ως δήθεν «συμβιβαστική και ισορροπημένη». Πού βρίσκεται, όμως, ο «συμβιβασμός», όταν γίνεται ευθέως δεκτή η τουρκική πρόταση για εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως με «αντάλλαγμα» το «απευθείας εμπόριο»; Για την υποτιθέμενη ικανοποίηση της ελληνικής πλευράς, προτείνεται με τη «φινλανδική» φόρμουλα η μεταβίβαση της περιφραγμένης κατεχόμενης πόλεως της Αμμοχώστου στον ΟΗΕ, ενώ η πόλη θα παραμένει εγκλωβισμένη, στο κατεχόμενο έδαφος, υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του τουρκικού στρατού. Παραλλαγή την οποία υπέβαλε ο Ματ Μπραΐζα αργότερα «βελτιώνει» την πρόταση, με πρόνοια επιστροφής στους ελληνοκυπρίους του 20% της περιφραγμένης πόλεως αν και αμφισβητείται έναντι της αποδοχής απ’ αυτούς του «απευθείας εμπορίου», της έμμεσης δηλαδή αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους.

Στο ίδιο πνεύμα, ο φινλανδός επίτροπος, αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Όλι Ρεν, προβαίνει σε δηλώσεις ότι η φινλανδική φόρμουλα είναι δήθεν «παράθυρο ευκαιρίας» για την Κύπρο και ότι εάν δεν αξιοποιηθεί από την ελληνική πλευρά, θα χρειασθεί να περάσουν πολλά χρόνια για να υπάρξει οποιαδήποτε νέα κινητικότητα στο Κυπριακό. Υποδηλώνει, σαφώς, αυτό που επιδιώκει ο αγγλο-αμερικανός παράγων να αξιοποιήσει τη σημερινή συγκυρία και να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία για την επιβολή στο Κυπριακό «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν, με κύριο άξονα το «απευθείας εμπόριο».

Τι κάνει η ελληνική πολιτική;

Είναι εκπληκτικό και ενδεικτικό ότι η εκτός δεοντολογικών ορίων δραστηριότητα της φινλανδικής προεδρίας και του επιτρόπου Όλι Ρεν δεν επέφεραν οποιαδήποτε έντονη αντίδραση και διαμαρτυρία της ελληνικής πλευράς. Το ίδιο ισχύει για τον προκλητικό ρόλο που έχει αναλάβει υπέρ της Άγκυρας ο αμερικανικός παράγων, ο οποίος προβάλλει ως άλλοθι το κοινό δήθεν συμφέρον για την απρόσκοπτη συνέχιση της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας.

Για άλλη μια φορά αναδεικνύεται η δραματική αντίφαση που εγκλωβίζει την ελληνική πολιτική σε μια πορεία που υποσκάπτει εκ των πραγμάτων τα εθνικά της συμφέροντα.

Η μεγάλη ανατροπή της ελληνικής πολιτικής και στρατηγικής μετά το 1996 δικαιολογήθηκε προσχηματικά ότι θα έβγαζε την Ελλάδα από τη θέση του κακού που λέει όχι στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και πληρώνει κόστος γι’ αυτό και θα άφηνε τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, τη Γαλλία και τη Γερμανία, να πουν το όχι, εφόσον οι ίδιες δεν επιθυμούν πραγματικά την ένταξη της Τουρκίας.

Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε μάλιστα ως ελληνική «εξυπνάδα» που μεταθέτει ευσχήμως σε άλλους το όχι και επιφυλάσσει για τον εαυτό της τον ρόλο του καλού που λέει ναι στην τουρκική ένταξη.

Παραλείπονται, όμως, από τον ισχυρισμό αυτό δύο πολύ σημαντικές «λεπτομέρειες». Πρώτον, ότι μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος απ’ όλες τις χώρες μέλη έχουν διμερή προβλήματα με την Τουρκία. Επομένως, δεν αποτελεί, προφανώς, μεγάλη εξυπνάδα η άρση του ελληνικού βέτο και η ενεργός υποστήριξη της τουρκικής ενταξιακής πορείας, άνευ ανταλλαγμάτων, χωρίς δηλαδή την επίλυση των, προηγουμένως, υπαρχόντων θεμάτων, μόνο και μόνο για παίξει η Ελλάδα τον ρόλο του καλού και να αφήσει σε άλλους τον ρόλο του κακού.

Ασφαλώς, θα απαντούσε κανείς ότι η Ελλάδα δεν ακολουθεί την παραπάνω πολιτική μόνο για τον λόγο αυτό. Το κάνει γιατί πιστεύει ότι η ενεργός συμβολή της στον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας θα έχει μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα τη μεταμόρφωση της Τουρκίας σε μια δημοκρατική, ειρηνική και φιλική χώρα και ότι εν τω μεταξύ η ενταξιακή διαδικασία θα δώσει στην ελληνική πλευρά ένα μοχλό πιέσεως για τη θετική, υποτίθεται, επίλυση των εθνικών θεμάτων.

Ο ισχυρισμός αυτός μάς φέρνει σε μια δεύτερη «λεπτομέρεια» που παραλείπεται επίσης, ενώ είναι τόσο κραυγαλέες οι επιπτώσεις από την αντίφαση που περιέχει. Για να μπορέσει η Ελλάδα να αξιοποιήσει ως μοχλό πιέσεως την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας για τη θετική, υποτίθεται, λύση των προβλημάτων, που αντιμετωπίζει με την Τουρκία, πρέπει, προφανώς, να πιέσει. Με δεδομένη, όμως, την τουρκική αδιαλλαξία, η πίεση αυτή δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, εάν δεν περιλαμβάνει τον κίνδυνο για την Τουρκία διακοπής των διαρπαγματεύσεών της και της ενταξιακής της πορείας.

Πώς συμβιβάζεται, όμως, αυτό με τις συνεχείς διακηρύξεις της ελληνικής πλευράς ότι η συνέχιση της τουρκικής ενταξιακής πορείας αποτελεί δήθεν στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδος; Είναι προφανές ότι με τους όρους αυτούς η ελληνική πολιτική εγκλωβίζεται στρατηγικά και η ελληνική διπλωματία αφοπλίζεται.

Οι συνέπειες της πολιτικής αυτής είναι εμφανείς στη στάση που τήρησε η ελληνική πλευρά στις τελευταίες κρίσιμες Συνόδους Κορυφής, που άνοιξαν τον δρόμο για την έναρξη των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς κανένα αντάλλαγμα για την Ελλάδα. Είναι εμφανής, επίσης στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ελληνική πλευρά στη σημερινή συγκυρία.

Οι ΗΠΑ ενεργούν απροκάλυπτα σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, ταυτόχρονα, όμως, καλούν την επίσημη Ελλάδα να στηρίξει την πολιτική αυτή. Να «βοηθήσει» τον Ερντογάν, χωρίς η Άγκυρα να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Και ν’ ασκήσει την επιρροή της στην Κύπρο για να δεχθεί μια εκδοχή της λεγόμενης φινλανδικής φόρμουλας και το «απευθείας εμπόριο» ως προεισαγωγή μιας ντε φάκτο «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν.

Η πολιτική αυτή δεν είναι απλώς αδιέξοδη και εξόχως βλαπτική. Απομονώνει την Ελλάδα και την οδηγεί σε δορυφοροποίηση

Η περίπτωση της Κύπρου, που είναι το αμεσότερο θέμα στην ημερήσια διάταξη των ευρω-τουρκικών σχέσεων, δείχνει σαφώς πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η συνέχιση της ίδια κατευναστικής πολιτικής που περιβάλλεται προσχηματικά τον μανδύα ενός ανεδαφικού ιδεολογήματος ότι η υποστήριξη σε κάθε περίπτωση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας «συμφέρει» δήθεν στρατηγικά την Ελλάδα.

Τα γεγονότα βοούν ότι η απαγγελλόμενη αξιοποίηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας ως μοχλού πιέσεως για την επίλυση των υπαρχόντων εθνικών θεμάτων είναι χωρίς αντίκρισμα με την ακολουθούμενη πολιτική, στο μέτρο που προτάσσεται ως δήθεν στρατηγική προτεραιότητα η συνέχιση σε κάθε περίπτωση της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Διαγράφεται, επομένως, σαφώς ο κίνδυνος η Ελλάδα να μην αποκομίσει από την πολιτική αυτή κανένα ουσιαστικά αντάλλαγμα. Αντιθέτως, να υποστεί αφενός τις συνέπειες μιας γεωπολιτικής ανατροπής σε βάρος της, στην περίπτωση που προχωρήσει η τουρκική ένταξη, και παραλλήλως, να επιλυθούν, κατά την πορεία σε βάρος της τα εθνικά της θέματα. Ακόμη και στην περίπτωση που η τουρκική ενταξιακή πορεία κατέληγε σε «ειδική σχέση» με την ΕΕ, η Ελλάδα θα βρισκόταν με την πολιτική αυτή σε δύσκολη θέση. Θα ήταν εγκλωβισμένη στο φιλοτουρκικό στρατόπεδο και απομονωμένη από ισχυρούς ευρωπαίους εταίρους, που θα είχαν αποφασιστικό λόγο για την «ειδική σχέση» Τουρκίας-ΕΕ. Με τα δεδομένα αυτά, δεν είναι καθόλου υπερβολή να μιλάει κανείς για κίνδυνο φινλανδοποίησης και δορυφοροποίησης της Ελλάδος. Αυτό θα ήταν η εσχάτη κατάπτωση στην κλίμακα του κακού, όταν η Ελλάδα, με ανεξάρτητη θέληση, δράση και αποφασιστικότητα, έχει στη διάθεσή της πολύ διαφορετικές δυνατότητες και προοπτικές.

Το ζητούμενο είναι η αλλαγή πορείας

Το ζητούμενο είναι, προφανώς, η αλλαγή πορείας. Η σταθερή εμμονή σε όρους και προϋποθέσεις. Εάν η Τουρκία εμμείνει, όπως προεξοφλείται, στην άρνησή της να εφαρμόσει, π.χ. το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, γιατί η ελληνική πλευρά να υποχωρήσει και να δώσει στην Άγκυρα όχι μόνο απαλλαγή από όρους και προϋποθέσεις, αλλά ταυτόχρονα μια στρατηγική νίκη στην Κύπρο, που θα υπονομεύσει καίρια το μέλλον του κυπριακού ελληνισμού;

Ελλάδα και Κύπρος έχουν στην ΕΕ τα απαραίτητα διπλωματικά όπλα για να οριοθετήσουν τη στάση τους και να καταστήσουν σαφές στην Άγκυρα ότι η υποστήριξη της ενταξιακής της πορείας γίνεται πράγματι με όρους και προϋποθέσεις. Η Κύπρος στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει ούτε θύμα του τουρκικού μινωταύρου ούτε Ιφιγένεια για να θυσιαστεί στον βωμό της τουρκικής ενταξιακής πορείας.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Α. Παπανδρέου.


Σχολιάστε εδώ