Υπάρχει εθνική στρατηγική;
Η κατάσταση αυτή έχει φθάσει σήμερα σ’ ένα πολύ κρίσιμο σημείο με την αναμενόμενη έκθεση της ΕΕ για την πρόοδο της ενταξιακής πορείας της Άγκυρας. Η τελευταία σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά θέματα δεν έχει βεβαίως κανένα θετικό στοιχείο να επιδείξει. Αντιθέτως, επιμένει προκλητικά τόσο στην άρνησή της να εκπληρώσει συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε, όπως το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως, όσο και στις γνωστές θέσεις της στο Αιγαίο, στη Θράκη και στα άλλα ελληνοτουρκικά θέματα.
Οι προκλητικότατες δηλώσεις του αρχηγού του τουρκικού στρατού Μπασμπούγ, λίγες μέρες πριν από τη δημοσίευση της Εκθέσεως Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και οι δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο ότι μετά την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας δεν θα υπάρξει περαιτέρω διεύρυνση μέχρι τη θεσμική εσωτερική αναδιάρθρωση της ΕΕ, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το ψυχρότατο ήδη κλίμα για την τουρκική ενταξιακή προοπτική.
Ο τούρκος στρατηγός Μπασμπούγ δήλωσε απροκάλυπτα ότι ο στρατός έχει στην Τουρκία τον τελευταίο λόγο, με βάση τις υποθήκες Ατατούρκ και τον ρόλο του θεματοφύλακα του κοσμικού κράτους που ανέθεσε ο ίδιος στον στρατό. Επανέλαβε επίσης τις καταγγελίες και τις προειδοποιήσεις του στρατού κατά των ισλαμιστών.
Οι δηλώσεις Μπαρόζο έρχονται μετά από σκληρές ανάλογες δηλώσεις που έγιναν για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας από διάφορους ευρωπαίους ηγέτες, με πρώτο τον γάλλο υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με δεδομένο το αδιέξοδο στο θέμα του ευρωπαϊκού συντάγματος, αναφέρεται υποχρεωτικά στη Συνθήκη της Νίκαιας, η οποία προβλέπει ρητά την ένταξη μόνο δύο νέων χωρών, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Δεν επιτρέπει την ένταξη άλλων.
Οι νέες αυτές εξελίξεις αφήνουν σε θέση οφ σάιντ την ελληνική πολιτική της ανεπιφύλακτης υποστηρίξεως της Άγκυρας για πλήρη ένταξη, με το παράλογο επιχείρημα ότι δήθεν αυτό συμφέρει την Ελλάδα! Με την πολιτική αυτή η Αθήνα κατέστη κυριολεκτικά όμηρος της ευρωπαϊκής στρατηγικής της Άγκυρας, η οποία απειλεί με «αρνητικές επιπτώσεις» στην περίπτωση που η Ευρώπη γυρίσει την πλάτη στην Τουρκία.
Απορρίπτει επίσης την «ειδική σχέση», διεκδικώντας την πλήρη ένταξη, την οποία υπονοεί, βεβαίως, ως κομμένη και ραμμένη στις «ιδιαίτερες συνθήκες» της Άγκυρας.
Οι ξεμπροστιασμένοι από τα γεγονότα υποστηρικτές της τουρκικής ενταξιακής προοπτικής προβάλλουν τώρα τον κίνδυνο που θα προκύψει για την Ελλάδα από μια ενδεχόμενη εκτροπή της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας προς «ειδική σχέση». Την παρουσιάζουν ως άλλοθι για μια νέα υποχωρητική γραμμή, που πιέζονται από τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα να ακολουθήσουν στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου ώστε να «βοηθηθεί» ο Ερντογάν και να στηριχθεί η τουρκική προοπτική προς πλήρη ένταξη, που «συμφέρει δήθεν στρατηγικά» την Ελλάδα!
Μια τέτοια πολιτική είναι ολέθρια για την Ελλάδα. Θα ωθούσε τη χώρα πιο βαθιά ακόμη σε μια αδιέξοδη πολιτική, την οποία μετά, απομονωμένη από τους ευρωπαίους εταίρους της, η Ελλάδα θα κληθεί να πληρώσει. Η Ελλάδα δεν μπορεί να προεξοφλεί, παρά τις αρνητικότατες ενδείξεις ένθεν και ένθεν, την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και να κτίζει πάνω σ’ αυτό το ενδεχόμενο σχέσεις αμετάστροφης δήθεν ελληνοτουρκικής «φιλίας» που δημιουργούν οργανική, στρατηγική, αλληλεξάρτηση και ταύτιση Ελλάδας-Τουρκίας σε σχέση με την Ευρώπη. Το κεκτημένο αυτό θα αξιοποιείτο από την Άγκυρα και τους συμμάχους της:
Α. Για να προωθήσουν εκβιαστικά την τουρκική ευρωπαϊκή προοπτική με τον ισχυρισμό ότι Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν ενιαίο και αδιαχώριστο στρατηγικό σύνολο.
Β. Για να καταστήσουν την Ελλάδα όμηρο της τουρκικής ευρωπαϊκής πολιτικής και των επιδιώξεων της αμερικανικής γεωπολιτικής σε σχέση προς την Ευρώπη και την ευρασιατική περιοχή.
Η δημιουργία ενός τέτοιου αμετάστροφου κεκτημένου ελληνο-τουρκικής οργανικής αλληλεξαρτήσεως, συμπλέξεως και ταυτίσεως, θα απομόνωνε την Ελλάδα από τους ευρωπαίους εταίρους της και αναπόφευκτα θα καθιστούσε το κεκτημένο αυτό μέρος μιας «ειδικής σχέσεως» ΕΕ-Τουρκίας. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα ήταν, ασφαλώς, προς όφελος της Ελλάδας. Η τελευταία θα έχανε κάθε ουσιαστικό πλεονέκτημα από το γεγονός ότι είναι το σύνορο της Ευρώπης και δεν θα είχε σημαντική δυνατότητα συμμετοχής στη διαπραγμάτευση και διαμόρφωση της ειδικής σχέσεως μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Το συμπέρασμα είναι προφανές. Η Ελλάδα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στο ψευδοδίλλημα πλήρης ένταξη ή ειδική σχέση για την Τουρκία. Ακόμη και αν θεωρήσει κανείς ότι η ένταξη της Τουρκίας μπορεί, με αμερικανική υποστήριξη, να γίνει πραγματικότητα κάποια στιγμή στο μέλλον, δεν είναι επιλογή για την Ελλάδα. Θα αποτελούσε τεράστια γεωπολιτική αλλαγή τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Η προσδοκία ότι μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν προς όφελος της Ελλάδας και ότι θα συνέβαλλε θετικά στην επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων δεν μπορεί να στηριχθεί από καμιά εκτίμηση των συγκεκριμένων παραγόντων και του γεγονότος ότι η ευρωπαϊκή ένταξη θα πολλαπλασίαζε το γεωπολιτικό και το διπλωματικό βάρος της Άγκυρας και θα άλλαζε ριζικά τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η Ελλάδα πρέπει, πρώτον, να αναθεωρήσει προσεκτικά και σταδιακά την πολιτική της προς την κατεύθυνση της μιας ενδεχόμενης «ειδικής σχέσεως», ακόμη και αν εξακολουθήσει τη στερεότυπη ρητορική της υποστηρίξεως της Άγκυρας για πλήρη ένταξη. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τη γνωστή αγγλοαμερικανική γραμμή και να αρχίσει μια ουσιαστική συζήτηση και προσέγγιση με τους ευρωπαίους εταίρους της, κατά πρώτον λόγο με τη Γαλλία.
Δεν συμφέρει την Ελλάδα η πλήρης ένταξη και δεν είναι επίσης αυτό η πιθανότερη προοπτική. Η Ελλάδα δεν μπορεί, επομένως, να βγαίνει διπλωματικά σε θέση οφ σάιντ γιατί θα το πληρώσει με διπλό τρόπο.
Κατά πρώτον λόγο, άμεσα, με νέες υποχωρήσεις στη Σύνοδο Κορυφής. Υποχωρήσεις που ζητούν οι ΗΠΑ για να μην υπάρξει αδιέξοδο στην τουρκική ενταξιακή πορεία. Κατά δεύτερο λόγο, αργότερα, κατά τη διαπραγμάτευση της «ειδικής σχέσεως» μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί, πάνω σε βάση αμοιβαιότητας, το πνεύμα μιας καλώς νοούμενης ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονεί τα θέματα που υπάρχουν και τις βλέψεις της τουρκικής πολιτικής, για τις οποίες δεν έχουμε καμιά ένδειξη ότι παραμερίσθηκαν ή υποβαθμίσθηκαν. Για τον λόγο αυτό η Ελλάδα δεν έχει απολύτως κανένα συμφέρον να αιμοδοτήσει με νέες εθνικές παραχωρήσεις την απρόσκοπτη συνέχιση της τουρκικής ενταξιακής πορείας, παρά την άρνηση της Άγκυρας να εκπληρώσει τους αναγκαίους όρους και προϋποθέσεις. Δεν έχει επίσης κανένα απολύτως συμφέρον να υπονομεύσει η ίδια το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που απέκτησε με την ένταξη της στην ΕΕ και τον ρόλο της ως χώρας συνόρου της Ευρώπης.
* Τι πρέπει λοιπόν να πράξουν Ελλάδα και Κύπρος τον Οκτώβριο;
Στο σημερινό αφιέρωμα του «Π» απαντούν άνθρωποι που επί χρόνια μελετούν την εξωτερική μας πολιτική, μερικοί από τους οποίους χειρίσθηκαν τα εθνικά μας θέματα από θέσεις ευθύνης.