Πυρηνικές θύελλες θερίζει ο Μπους

Ήταν κυρίως το αποτέλεσμα των κλιμακούμενων αμερικανικών προκλήσεων και της αυξημένης επιθετικότητας που επιδείκνυε η Ουάσινγκτον απέναντι στην Πιονγκγιάνγκ από το 2002, όταν ο Μπους εγκατέλειψε την μετριοπαθή πολιτική του προκατόχου του, του Μπιλ Κλίντον, και υιοθέτησε μια εμπρηστική τακτική που τώρα παρασύρει στην ένταση τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου.

Η μεγαλύτερη πρόκληση προέρχεται κατ’ αρχάς από το θράσος που επιδεικνύουν οι Αμερικανοί, όταν διεκδικούν και επιβάλλουν για τον εαυτό τους τον ρόλο του τοποτηρητή και εγγυητή της πυρηνικής ασφάλειας, τη στιγμή που ένα και μοναδικό πυρηνικό έγκλημα το οποίο έχει συντελεστεί στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε δράστες τους ίδιους! Η Ουάσινγκτον, που ευθύνεται για τον πέρα για πέρα αδικαιολόγητο (μια και ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας είχε ήδη αποφασίσει να συνθηκολογήσει με τις συμμαχικές δυνάμεις) βομβαρδισμό δύο ιαπωνικών πόλεων, της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, με πυρηνικές βόμβες και τον ακαριαίο θάνατο 200.000 αμάχων ανθρώπων είναι ο τελευταίος που θα έπρεπε να γνωμοδοτεί για το ποιες πράξεις προάγουν τη σταθερότητα και ποιες όχι.

Η πρόκληση όμως είναι ακόμη μεγαλύτερη αν σκεφτούμε πόσο βαθιά αντιδημοκρατική είναι η περίφημη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών όπλων, καθώς επί της ουσίας έρχεται να εγγυηθεί και να θωρακίσει το πυρηνικό μονοπώλιο όσων χωρών κατέχουν ήδη αντίστοιχα όπλα, αποτρέποντας, στο όνομα της ασφάλειας, άλλες χώρες να ακολουθήσουν τον ίδιο -αδιαμφισβήτητα επικίνδυνο για την ανθρωπότητα- δρόμο! Οι χώρες αυτές, όπου σε έναν κόσμο όπου όλες θεωρούνται ίσες θεωρούν τον εαυτό τους πιο ίσο από τις άλλες, είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία και η Αγγλία. Ντε φάκτο έχουν εισέλθει στο κλαμπ των πυρηνικών δυνάμεων η Ινδία, το Πακιστάν και το Ισραήλ. Μάλιστα, αν η Ινδία και το Πακιστάν μπορούσαν να προφασιστούν ότι μπαίνουν στο κλαμπ, παρότι κανείς δεν τους κάλεσε, ούτε τους έδωσε άδεια εισόδου, γιατί έτσι διασφαλίζουν την άμυνά τους απέναντι σε δυο γειτονικές χώρες, την Κίνα και τη Ρωσία, που έχουν εκατοντάδες η μια και δεκάδες χιλιάδες η άλλη πυρηνικές κεφαλές, ο εξοπλισμός του Ισραήλ με πυρηνικά όπλα ανατρέπει εκ βάθρων την ισορροπία δυνάμεων στην σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή, καθιστώντας εκατομμύρια Άραβες ομήρους ενός κράτους που παραβιάζει συστηματικά τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Παρόλα αυτά όταν απέκτησε πυρηνικά όπλα το Ισραήλ, δεν σημειώθηκε καμιά αντίδραση!

Άσσος στο μανίκι των ΗΠΑ τα πυρηνικά

Το πόσο επιλεκτικά χρησιμοποιεί το πυρηνικό χαρτί η Ουάσινγκτον φάνηκε επίσης κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Μπους στο Δελχί, όταν συναίνεσε προς έκπληξη πολλών στην παραπέρα ενίσχυση του ινδικού πυρηνικού οπλοστασίου, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι το μέλημα της Ουάσινγκτον δεν αφορά τα ίδια τα πυρηνικά όπλα, αλλά αν θα τα έχουν στα χέρια τους φιλοαμερικανικά ή αντιαμερικανικά καθεστώτα!

Για να φτάσει όμως η Πιονγκγιάνγκ να απολαμβάνει μια τόσο περίοπτη θέση στη λίστα των αντιαμερικανικών καθεστώτων η Ουάσινγκτον τα τελευταία χρόνια, αφότου δηλαδή πήραν την εξουσία οι Ρεπουμπλικάνοι, κατέβαλε πραγματικά υπεράνθρωπες προσπάθειες. Κατά το προηγούμενο διάστημα, επί κυβερνήσεων Κλίντον, σημειώθηκε η μεγαλύτερη πρόοδος που υπήρξε ποτέ στις σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πιονγκγιάνγκ από το 1953, όταν έληξε ο αιματηρός πόλεμος της Κορέας, που άφησε πίσω του τον συγκλονιστικό αριθμό των 4 εκατομμυρίων νεκρών. Οι γέφυρες μεταξύ της αμερικανικής και της βορειοκορεατικής πρωτεύουσας δημιουργήθηκαν το 1994 όταν η αμερικανική κυβέρνηση αναλαμβάνει να προσφέρει στη Βόρεια Κορέα τρόφιμα και καύσιμα, ενώ η ίδια – σε αντάλλαγμα – παραιτείται από το δικαίωμά της να αναπτύξει πυρηνική τεχνολογία παγώνοντας οποιαδήποτε ερευνητική διαδικασία. Το καλό κλίμα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών κορυφώνεται το 2000, όταν η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ, επισκέπτεται η ίδια την βορειοκορεατική πρωτεύουσα, και δηλώνει σε συνέντευξη που παραχωρεί στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» (όπως θύμισε η ίδια η βρετανική εφημερίδα σε άρθρό της την προηγούμενη Τρίτη) πως «εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι έπρεπε να είχε πάει ο ίδιος ο πρόεδρος». Την ίδια χρονιά υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες που αναφέρει πως «καμία κυβέρνηση δεν έχει εχθρικές προθέσεις εναντίον της άλλης». Πρόκειται για συμφωνία τεράστιας σημασίας αν σκεφτούμε ότι μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας δεν έχει ακόμη υπογραφεί συνθήκη ειρήνης. Τυπικά δηλαδή εξακολουθούν να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση όπως μαρτυρά και η παρουσία 650.000 νοτιοκορεατών και 30.000 αμερικανών στρατιωτών νότια του 38ου παράλληλου και 1,2 εκατομμυρίων βορειοκορεατών στρατιωτών στην άλλη μεριά του 38ου παράλληλου, που αποτελεί το σύνορο μεταξύ των δύο χωρών.

Το 2000 όμως οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών χωρών βελτιώνονταν σταθερά σε βαθμό να συζητιέται μακροπρόθεσμα ακόμη και το ενδεχόμενο ενοποίησής τους. Όταν το 2000 επισκέπτεται ο νοτιοκορεάτης πρόεδρος, Κιμ Ντάε Γιουνγκ, την Πιονγκγιάνγκ, που ήταν η πρώτη επίσκεψη νοτιοκορεάτη προέδρου στη Βόρεια μετά τον πόλεμο, γίνεται δεκτός με κάθε επισημότητα, και κατά την επιστροφή του δηλώνει πως ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ιλ, που διαδέχθηκε τον πατέρα του στην εξουσία το 1994 είναι πραγματιστής με συναίσθηση της διεθνούς πραγματικότητας!

«Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στη σύγκρουση», έγραφε το τεύχος Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του 2005 του αμερικανικού περιοδικού «Φόρεϊν Αφαίαρς», «άρχισε να ξετυλίγεται τον Απρίλιο του 2002, όταν η Βόρεια και Νότια Κορέα αποφάσισαν να προωθήσουν σχέδια για τη σιδηροδρομική σύνδεση των δύο χωρών και για τη δημιουργία μιας νέας βιομηχανικής ζώνης στο Καεσόνγκ της Βόρειας Κορέας, όπου 1.000 νοτιοκορεάτικες φίρμες αναμενόταν να εγκαταστήσουν εργοστάσια. Αυτά τα βήματα προϋπέθεταν την έγκριση των Αμερικανών για να αποναρκοθετηθεί η αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιστάθηκαν σθεναρά στο λιώσιμο των πάγων, αρνήθηκαν να εγκρίνουν την αποναρκοθέτηση και απείλησαν ότι θα μπλοκάρουν το σχέδιο Καεσόνγκ, απαγορεύοντας τη χρήση αμερικανικής και άλλης προηγμένης τεχνολογίας σε όσες εταιρείες επενδύσουν στη ζώνη αυτή».

Η Ουάσινγκτον σε ρόλο προβοκάτορα

Στη συνέχεια διακρίνοντας η Ουάσινγκτον τον ορατό κίνδυνο επανένωσης των δύο χωρών, σε ένα περιβάλλον που θα περιορίζει την επιρροή της, αναλαμβάνει καθήκοντα… προβοκάτορα. Διακόπτει μονομερώς την παροχή πετρελαίου και τροφίμων που είχε συμφωνηθεί επί Κλίντον, αρνείται τις διμερείς επαφές και ο Μπους με την περίφημη ομιλία του προς το Έθνος εντάσσει τη Βόρεια Κορέα, μαζί με το Ιράν και το Ιράκ στον Άξονα του Κακού. «Στις συζητήσεις που είχαν μαζί μου, εκείνη την περίοδο, εκπρόσωποι της Βόρειας Κορέας φαίνονταν πεπεισμένοι ότι οι αμερικανικές θέσεις αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα τους», έγραφε στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν» της Πέμπτης ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, που είχε επισκεφθεί την Πιονγκγιάνγκ επανειλημμένες φορές επιφορτισμένος να διαπραγματευθεί τη συμφωνία του 1994. «Αντιδρώντας κατά απερίσκεπτο, αλά προβλέψιμο τρόπο, η Πιονγκγιάνγκ αποσύρθηκε από τη Συμφωνία για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών, έδιωξε τους επιθεωρητές της Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας …και άρχισε να αναπτύσσει πυρηνικούς εκρηκτικούς μηχανισμούς»! Οι αμερικανικές προκλήσεις προς τη Βόρεια Κορέα κορυφώθηκαν πέρυσι, όταν κατά τη διάρκεια εξαμερών διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν στο Πεκίνο (με την παρουσία εκπροσώπων από Βόρεια Κορέα, ΗΠΑ, Νότια Κορέα, Ιαπωνία, Κίνα και Ρωσία) η δέσμευση της Πιονγκγιάνγκ ότι δεν θα αναπτύξει πυρηνικά όπλα γίνεται δεκτή με μια ανακοίνωση από τις ΗΠΑ, με βάση την οποία κατάσχονται περιουσιακά στοιχεία της βορειοκορεάτικης κυβέρνησης που ήταν τοποθετημένα σε φορολογικό παράδεισο! Το αποτέλεσμα ήταν να διακοπούν, τότε, οι συνομιλίες και την προηγούμενη Δευτέρα οι σεισμογράφοι να καταγράψουν τη δόνηση που προήλθε από την πρώτη πυρηνική δοκιμή της Βόρειας Κορέας. Αντίδραση πέρα για πέρα αναμενόμενη, και όχι και τόσο παράλογη αν πάρουμε υπόψη μας δύο γεγονότα που αναμφισβήτητα συνυπολόγισε η κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας. Κατά πρώτο, ότι ουδέποτε μία πυρηνική δύναμη επιτέθηκε σε άλλη πυρηνική δύναμη. Συνεπώς, η αναβάθμιση του οπλοστασίου της αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για να αποτραπούν οι αμερικανικές απειλές. Κατά δεύτερο, η κυβέρνηση της Βόρειας Κορέας πήρε υπόψη της το προηγούμενο του Ιράκ. Το γεγονός δηλαδή ότι η προθυμία του Σαντάμ Χουσεΐν να συνεργαστεί με τους επιθεωρητές Ατομικής Ενέργειας και να επιτρέψει τους ελέγχους στο οπλοστάσιό του δεν οδήγησε στην αποτροπή της προαποφασισμένης επέμβασης και τους 650.000 νεκρούς, όπως ανακοινώθηκε την προηγούμενη βδομάδα, αναδεικνύει ως μονόδρομο για οποιαδήποτε χώρα απειλείται την επιλογή να σκληρύνει τη στάση της, επιδεικνύοντας προς τις ΗΠΑ ολοένα και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Το δίδαγμα του Σαντάμ βάρυνε απ’ ό,τι φάνηκε και στο Ιράν, όταν η πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας μπροστά στον κίνδυνο να μετατραπεί σε κρανίου τόπο από τους Αμερικανούς εγκατέλειψε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και εναπόθεσε τις ελπίδες της στον σκληροπυρηνικό Αχμαντινετζάντ. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα στη Β. Κορέα, καθώς οι προσπάθειες ειρηνικής και ομαλής μετεξέλιξης του παρωχημένου βορειοκορεάτικου καθεστώτος εγκαταλείπονται μπροστά στον κίνδυνο να μετατραπεί η χώρα σε αμερικανικό προτεκτοράτο.

Ανησυχία σε Κίνα και Ρωσία

Τα αμερικανικά σχέδια προκαλούν ανησυχία όμως και στις γειτονικές χώρες, καθώς η Βόρεια Κορέα συνορεύει διά ξηράς και θαλάσσης με τις τρεις από τις πέντε μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου, οπότε οποιοδήποτε σχέδιο ανατροπής αναδιατάσσει τις παγκόσμιες ισορροπίες. Πρώτα και κύρια στην Κίνα, που συνορεύοντας με τη Βόρεια Κορέα (και παρέχοντας το 70% των αναγκών της σε τρόφιμα και καύσιμα) φαίνεται να προτιμά την ύπαρξη μιας πυρηνικά εξοπλισμένης Βόρειας Κορέας παρά την κατάρρευσή της, που θα προέλθει αν γίνουν πράξη οι αμερικανικές απειλές για την επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων στην ήδη δοκιμαζόμενη χώρα. Πρόκειται άλλωστε για μορφή τιμωρίας, που αν κρίνουμε από την Κούβα, το Ιράκ και το Ιράν, που την υπέστησαν, ποτέ δεν οδήγησε στην πτώση των καθεστώτων, αλλά στην τιμωρία των λαών. Η Κίνα όμως ανησυχεί. Αρχικά από τα κύματα προσφύγων που ενδέχεται να κατακλύσουν τη χώρα, υπονομεύοντας ακόμη και τη δική της εύθραυστη σταθερότητα. Κυρίως όμως ανησυχεί από το γεγονός ότι μια ενδεχόμενη κατάρρευση του βορειοκορεάτικου καθεστώτος θα φέρει τους χιλιάδες αμερικανούς στρατιώτες που βρίσκονται σήμερα στη Νότιο Κορέα δίπλα της. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και η Μόσχα καθώς αν η Κίνα μοιράζεται με τη Βόρεια Κορέα μια συνοριακή γραμμή μήκους 1.416 χιλιομέτρων, η Ρωσία μοιράζεται μαζί της μια συνοριακή γραμμή 19 χιλιομέτρων! Έτσι όμως διακρίνονται και οι απώτερες βλέψεις της Ουάσινγκτον, καθώς η κατάκτηση της Βόρειας Κορέας (ακόμη και στην περίπτωση που θα εφαρμοζόταν ένα σχέδιο επανένωσης τύπου Γερμανίας, όπου τον αποφασιστικό ρόλο θα τον είχε η Σεούλ και η Ουάσινγκτον) θα οδηγούσε τον αμερικανικό στρατό για πρώτη φορά μέτωπο με μέτωπο με τον ρωσικό και τον κινέζικο!

Η Ιαπωνία αντίθετα βλέπει τα σχέδιά της να διευκολύνονται από την πυρηνική δομική της Βόρειας Κορέας και γι’ αυτό το λόγο όταν ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ κατακεραύνωνε τις διπλωματικές αντιπροσωπείες της Κίνας και της Ρωσίας, επειδή δεν διευκόλυναν την ψήφιση του αμερικανικού πακέτου εξοντωτικών κυρώσεων, την ίδια ώρα το Τόκιο ανακοίνωσε αυστηρότατες μονομερείς κυρώσεις κατά της Πιονγκγιάνγκ που περιελάμβαναν την απαγόρευση εμπορικών σχέσεων, ταξιδιών κ.λπ.

Ο νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας κάλλιστα μπορεί να επικαλεστεί τώρα τον βορειοκορεάτικο κίνδυνο προκειμένου να προχωρήσει στην αναθεώρηση του πασιφιστικού Συντάγματος της χώρας, ώστε να μπορεί πλέον να διαθέτει ένοπλες δυνάμεις και επίσης να συνεργαστεί πολύ στενότερα με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της αντιπυραυλικής ασπίδας. Η Ιαπωνία έτσι όπως και η Αμερική θα εκμεταλλευτούν την πυρηνική δοκιμή της προηγούμενης Δευτέρας για να ξεδιπλώσει τα σχέδιά της, που είναι πολύ πιο απειλητικά από τον βορειοκορεάτικο πύραυλο.


Σχολιάστε εδώ