Ο απολογισμός του πολέμου Ισραήλ – Χεζμπολά

Α. Η πλευρά του Ισραήλ

Είναι προφανές ότι το Ισραήλ εφήρμοσε και πάλιν τη θεμελιώδη αρχή του ευέλικτου αμυντικού του δόγματος «να μεταφέρεται η σύγκρουση στα εδάφη του αντιπάλου». Έγιναν όμως αρκετά λάθη σε επίπεδο επιχειρήσεων τα οποία δεν ανήκουν στη σφαίρα επιδιώξεων του ανά χείρας κειμένου να καταδειχθούν. Στο παρόν κείμενο πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να αναγνωσθεί η νέα γεωστρατηγική ισορροπία στην περιοχή ώστε να καταστεί δυνατή και η κατά το δυνατόν πρόβλεψη των γεωστρατηγικών συμπεριφορών των δρώντων στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.

Το Ισραήλ διέπραξε σημαντικά λάθη στον στρατιωτικό, πολιτικό και επικοινωνιακό τομέα, αλλά κατάφερε να καταστρέψει το 40% των υπογείων στοών (ιρανικής τεχνογνωσίας) της Χεζμπολά στον Νότιο Λίβανο και να εξοντώσει περί τους 500 μαχητές, μέρος των οποίων αποτελούσε προσωπικό του σκληρού επιχειρησιακού πυρήνος της Χεζμπολά, ο οποίος αποτελείται από 1.500 περίπου μαχητές τρίτου βαθμού, δηλαδή αρχηγούς επιχειρησιακών ομάδων της οργάνωσης. Το υπόλοιπο των μαχητών της Χεζμπολά (περί τους 5.000 άνδρες) αποτελούν μαχητές δευτέρου και τρίτου επιπέδου κατά τα οργανωτικά πρότυπα της οργάνωσης (πολεμιστές: αρχηγοί πυρήνων κομάντο, εταίροι: οπλίτες, μαθητές: εκτελούντες έργο επιμελητείας, οπισθοφυλακής και διασυνδέσεων, με ευαισθητοποιημένα προς τους σκοπούς της οργάνωσης, μέλη της λιβανικής κοινωνίας).

Το ένα τρίτο περίπου του οπλισμού της Χεζμπολά σε ρουκέτες Κατιούσα δαπανήθηκε στον πόλεμο αυτό. Το στοιχείο αυτό από υλικής πλευράς αξιολογούμενο δεν σημαίνει πολλά πράγματα, καταδεικνύει όμως το μέγεθος της αδιάλειπτης παρεμβάσεως της Συρίας και του Ιράν σε εφοδιασμούς εξοπλισμού της Χεζμπολά, όχι μόνον μέσω των λιβανο-συριακών συνόρων αλλά και του βαρέως οπλισμού της Χεζμπολά, ο οποίος έγινε μέσω της Τουρκίας με ενδιάμεση στάση τη Συρία. Άρα, ο πόλεμος αυτός αποκαλύπτει και τον, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενο ρόλο της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ, με το οποίο όφειλε η Άγκυρα να έχει πολύ ειλικρινέστερες σχέσεις λόγω της υπάρχουσας αμυντικής συμφωνίας που συνδέει τις δύο χώρες. Έχει σημασία να σημειωθεί ότι η ανωτέρω καταγγελία έγινε μετά την επίσημη έναρξη της εκεχειρίας (11 Αυγούστου 2006) από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και προκάλεσε παρέμβαση του ισραηλινού υπουργείου των Εσωτερικών προς την Άγκυρα η οποία μετεδόθη στον διεθνή τύπο. Και μόνο το γεγονός αυτής της ισραηλινής παρεμβάσεως εκτιμάται ως σοβαρό για τις ισραηλο-τουρκικές σχέσεις. Αποδεικνύει επίσης ότι η Τουρκία συνεργάζεται πλέον με τη Δαμασκό και την Τεχεράνη λόγω του κουρδικού κινδύνου τον οποίο επισείει επί των κεφαλών τους η σκληρή γεωπολιτική πραγματικότητα, όπως αυτή έχει γίνει πλέον ανεκτή -ή και προωθείται κατά κάποιους- από την Ουάσινγκτον. Μια Ουάσινγκτον η οποία παρʼ όλα αυτά, και αντιφατικώς λειτουργούσα, προωθεί επίσης και τη συμμετοχή τούρκων στρατιωτών στην ειρηνευτική δύναμη του Λιβάνου.

Β. Βόρειος Λίβανος-Χεζμπολά

Ήδη στο εσωτερικό του Λιβάνου φωνές όπως αυτή του δρούζου ηγέτη Ουαλίντ Τζουμπλάντ και ακόμη και του σιίτη σεΐχη της Τύρου αναπτύσσουν το σκεπτικό των ευθυνών της Χεζμπολά, η οποία παρέσυρε ένα ολόκληρο έθνος σε αιματοχυσία και το κράτος του Λιβάνου σε τρομακτικές καταστροφές των υποδομών του. Ο Τζουμπλάντ κάλεσε τη Χεζμπολά (17 Αυγούστου 2006) να σεβαστεί τη συμφωνία εκεχειρίας μεταξύ μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ του 1949, τόνισε μετʼ επιτάσεως ότι ο Νασράλα δεν έχει ακόμη δηλώσει σαφώς ότι σέβεται την εκεχειρία και ότι αν δεν γίνουν σεβαστές και πάλι οι συνθήκες της Ταέφ (1989), με τις οποίες η Χεζμπολά επισημοποίησε την πολιτικο-κοινωνική της παρουσία στον Λίβανο, «τότε η χώρα θα παραμείνει θέατρο συγκρούσεων μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων». Ο Ουαλίντ Τζουμπλάντ, στην ίδια συνέντευξη Τύπου, προτείνει, όπως και ο γράφων, την ενσωμάτωση του στρατιωτικού τμήματος της Χεζμπολά στον λιβανικό στρατό. Αυτή η κίνηση, κατά την εκτίμηση του γράφοντος, επιτρέπει αφενός την υλοποίηση της αποφάσεως 1701 «περί αφοπλισμού» της Χεζμπολά, αλλά αποφεύγει το αίσθημα «ατίμωσης» που αισθάνεται ένας μαχητής όταν του αφαιρούν το όπλο του χωρίς τη θέλησή του. Πέραν του συναισθήματος ήττας το οποίο του προκαλεί μια ανάλογη διαδικασία και την οποία σε καμία περίπτωση δεν θα αποδεχθεί αναιμάκτως.

Σχετικά με τον αφοπλισμό της Χεζμπολά, ο ηγέτης του λιβανικού χριστιανικού κόμματος «Κατέμπ», κ. Πιέρ Τζεμαγιέλ, δήλωσε ότι «Δεν είναι πειστικό να κρυφθούν απλώς τα όπλα της Χεζμπολά και να μη φέρονται δημοσίως από τους μαχητές της», επιμένοντας στην πλήρη εφαρμογή της αποφάσεως 1701 του Σ.Α. του Ο.Η.Ε.

Επίσης, σύμφωνα με τον (Δημοκρατικό) πρώην αντιπρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών της C.I.A. και συγγραφέα του «Political Islam» Γκράχαμ Φούλερ «…οι ηγέτες στη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία και την Αίγυπτο πρόσφατα εγκατέλειψαν την πάγια στάση τους για “αραβική ενότητα” και κατηγόρησαν την σιιτική Χεζμπολά για περιπέτειες που προκάλεσαν τον πόλεμο στον Λίβανο».

Προς την κατεύθυνση της αναδιπλώσεως της Χεζμπολά λόγω εντόνων ενδολιβανικών αντιδράσεων μας οδηγεί και η δήλωση της 27ης Αυγούστου του σεΐχη Νασράλα ο οποίος ανέφερε ότι «Η διοίκηση της Χεζμπολά δεν σκέφθηκε ούτε για μια στιγμή ότι η σύλληψη των ισραηλινών στρατιωτών θα προκαλούσε πόλεμο τέτοιου εύρους […]. Δεν θα υπάρξει νέος γύρος μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολά».

Οι ανωτέρω δηλώσεις καθιστούν σαφές ότι εκτός από το Ισραήλ και η Χεζμπολά έχει υποστεί βλάβες υλικού και ηθικού περιεχομένου και μάλιστα τόσο σημαντικές στο πολιτικό σύστημα του Λιβάνου ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το Ισραήλ εξεπλήρωσε μεγάλο μέρος των στρατηγικών προσδοκιών του οι οποίες ήσαν η «αδρανοποίηση» των στρατιωτικών επιχειρήσεων της σιιτικής οργανώσεως εναντίον του. Και μάλιστα η «αδρανοποίηση» αυτή επεκτείνεται και στις πολιτικο-στρατιωτικές ενέργειες τύπου «απαγωγής» ισραηλινού στρατιωτικού ή πολιτικού προσωπικού.

Επίσης, η αναφορά του ιταλού υπουργού Εξωτερικών κ. Μάσιμο ντʼ Αλέμα, ο οποίος υπογράμμισε ότι «σκοπός της Unifil II δεν είναι η καταστροφή της Χεζμπολά αλλά η μετεξέλιξή της σε ειρηνικό πολιτικό κίνημα», αποδεικνύει με τον σαφέστερο τρόπο την πρόθεση της διεθνούς κοινότητος να εξαφανίσει πλήρως τον ανεξάρτητο από κρατικό έλεγχο στρατιωτικό επιχειρησιακό βραχίονα της Χεζμπολά. Και όχι μόνον αυτό. Ο ιταλός ΥΠΕΞ τόνισε ότι για την εφαρμογή της 1701 Αποφάσεως του Σ.Α. του ΟΗΕ «θα ζητήσει και τη “βοήθεια” της Δαμασκού και της Τεχεράνης, την οποία θα προσπαθήσει να αποσπάσει ο Γ.Γ. του ΟΗΕ». «Διαφορετικά», πρόσθεσε «οι επτά χιλιάδες ευρωπαίοι στρατιώτες της Unifil II θα πρέπει να παραμείνουν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα στην περιοχή και πιθανότατα να υποδεχθούν σε μια δεκαετία την Unifil III». Επίσης, ο ιταλός ΥΠΕΞ εδήλωσε, σε συνέντευξή του στη γαλλική «Le Monde», ότι «Η Ιταλία ήθελε να ευρίσκεται στον Λίβανο μαζί με την Ευρώπη και στο όνομα της Ευρώπης, βλέποντας τον εαυτό της στο πλευρό της Γαλλίας». Ενισχυτικώς έρχονται και οι δηλώσεις του ιταλού πρωθυπουργού κ. Ρομάνο Πρόντι στη «La Republica» ότι «…πρόκειται για την επιστροφή δύο πρωταγωνιστών, την οποία περίμενε όλος ο κόσμος: της Ευρώπης ως ισχυρής πολιτικής οντότητος και των Ηνωμένων Εθνών ως πολυεθνικής Αρχής που εγγυάται την ειρήνη με την Ιταλία και πάλι στη διεθνή σκηνή».

Οι δηλώσεις αυτές, αν εξαιρέσει κανείς τον «πολιτικού τύπου» ενθουσιασμό που εμφανίζουν, καταδεικνύουν ότι και η Δαμασκός και η Τεχεράνη θα αναγκασθούν να «ανοίξουν τα χαρτιά τους» σχετικά με τη στάση τους απέναντι στις παραστρατιωτικές πρακτικές της Χεζμπολά και εάν δεν προσαρμοσθούν με τη διαδικασία που επιβάλλεται από τη «διεθνή κοινότητα» όχι μόνον θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα αλλά και θα απομονωθούν από αυτήν. Αν δε στην αρνητική αυτή εκδοχή προστεθούν 1) τα αποτελέσματα της «Επιτροπής Ντέτλεφ Μέλις» για την ανάμειξη του περιβάλλοντος του Μπασίρ αλ-Άσαντ στη δολοφονία Χαρίρι, αλλά και την επέκταση των ερευνών για τις υπόλοιπες δολοφονίες λιβανέζων πολιτικών και 2) η υπόθεση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, τότε γίνεται αμέσως αντιληπτόν ότι η θέση των δύο πρωτευουσών καθίσταται εξόχως δυσχερής ενώπιον της διεθνούς κοινότητος.

Άλλωστε, παρά την ομολογημένη οικονομική βοήθεια από πλευράς Ιράν την οποία διανέμει η Χεζμπολά προς τους πληγέντες αμάχους, οι ζημιές υπερβαίνουν τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια USA, ποσό το οποίο δεν φαίνεται ικανό το Ιράν να καλύψει μονομερώς, ιδιαίτερα μετά την πιθανή επιβολή ενός οικονομικού εμπάργκο από το Σ.Α. του ΟΗΕ λόγω της αρνήσεως του Ιράν να συμμορφωθεί με τη διακοπή του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου την οποία του συνιστά η διεθνής κοινότης.

Συμπερασματικώς ως προς τα ανωτέρω μπορούμε να καταλήξουμε ότι το Ισραήλ, παρά τα σημαντικά επιχειρησιακής μορφής λάθη του, ενεκλώβισε την Χεζμπολά στην επιλογή είτε να περιθωριοποιηθεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητος και του εσωτερικού πολιτικού συστήματος του Λιβάνου είτε να «πολιτικοποιηθεί» και να αποτελέσει «ακίνδυνο», από πλευράς ασυμμέτρου απειλής, αντίπαλο για το Ισραήλ. Κατά τον γράφοντα, η αντίστροφη μέτρηση για την πολιτικοποίηση και εθνικο-κρατική θεσμοποίηση τού, μέχρι πρότινος, «σιδηρού βραχίονος» του Ιράν και της Συρίας στη Μ. Ανατολή έχει αρχίσει. Επίσης η θέση του Προέδρου Σιράκ ότι «η Απόφαση 1701 του Σ.Α. προσφέρει το πλαίσιο για μια διαρκή διευθέτηση που θα βασίζεται στην ασφάλεια του Ισραήλ και στην κυριαρχία του Λιβάνου επί του συνόλου του εδάφους του» ξεκαθαρίζει τελεσιδίκως την απώλεια της «ανεπισήμου θερμής ισχύος της Χεζμπολά» επί της εσωτερικής καταστάσεως του Λιβάνου. Το μέγεθος δε των καταστροφών και οι ποταμοί του αίματος που προηγήθησαν δεν θα επιτρέψουν στο μέλλον την επαναπόκτησή της από τη σιιτική οργάνωση. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι το Τελ Αβίβ επισημοποιεί την επίτευξη του θεμελιώδους στόχου του: την εξουδετέρωση της ιρανικής προβολής ισχύος, μέσω της Χεζμπολά, επί των εδαφών του.

Γ. Ο ευρύτερος γεωστρατηγικός απολογισμός

Γ.1. Ενδοσιιτική ρήξη, κουρδικό ζήτημα και επαναξιολογήσεις μερίδος αμερικανικών think tanks

Οι εξελίξεις στον ενδοσιιτικό χώρο έχουν λάβει τη μορφή «θερμής συγκρούσεως» μεταξύ των δυνάμεων που πρόσκεινται στον σεΐχη Μοκτάντα Αλ-Σαντρ, του οποίου το κόμμα στηρίζει την παρούσα κυβέρνηση Μαλίκι και συμμετέχει σε αυτήν με υπουργούς του, και στα υπόλοιπα δύο μεγάλα σιιτικά κόμματα, το SCIRI και το Al-Daw’a, τα οποία κατέχουν και την κυβερνητική πλειοψηφία στην παρούσα ιρακινή κυβέρνηση. Μια τελική ρήξη μεταξύ του Σαντρ και των υπολοίπων δύο σιιτικών κομμάτων θα προκαλούσε πιθανώς σοβαρούς τριγμούς στην κυβέρνηση Μαλίκι και πλήρη ανατροπή της πολιτικής ομαλοποίησης στο Ιράκ, συνεπώς και πλήρη ανατροπή των αμερικανικών σχεδιασμών στην περιοχή. Το θερμό επεισόδιο στην πόλη Ντιουανίγια (28/8/06), μεταξύ σιιτών του Σαντρ και του κυβερνητικού στρατού που ελέγχεται από τα άλλα δύο προαναφερθέντα σιιτικά κόμματα, προοιωνίζεται ανάλογες δυσάρεστες εξελίξεις που μπορούν να καταλήξουν στην προαναφερθείσα κυβερνητική ανατροπή. Είναι σημαντικό να τονισθεί η παρεμβατική ικανότης της Τεχεράνης στον ιρακινό σιιτικό πολιτικό χώρο, διότι εσχάτως τείνει να υποτιμηθεί από κάποιους εγχωρίους αναλυτές. O Andrew Cockburn μάς υπενθυμίζει ότι η Jaish al-Mehdi, δηλαδή η πολιτοφυλακή του Σαντρ, εξελίχθηκε σε ισχυρότατο πολιτικο-στρατιωτικό πόλο από τη στιγμή της δημιουργίας της, το 2003. Τον Νοέμβριο του 2004 κατάφερε μάλιστα να δημιουργήσει σοβαρότατα προβλήματα στους αμερικανούς πεζοναύτες στη Νατζάφ. Επίσης, η ιρανική επιρροή εγγίζει και το Ύπατο Συμβούλιο της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράκ (S.C.I.R.I), το κόμμα το οποίο κατήγαγε θρίαμβο στις τελευταίες ιρακινές εκλογές και είναι το κυρίαρχο κόμμα στον υφιστάμενο κυβερνητικό σχηματισμό στο Ιράκ. Το SCIRI δημιουργήθηκε και είχε επί μακρόν την έδρα του στην Τεχεράνη, ενώ ο πρώτος ηγέτης του, ο Αγιατολά Μωχάμεντ Σαχρουντί, βρίσκεται αυτήν τη στιγμή επικεφαλής της ιρανικής Δικαιοσύνης. Το στρατιωτικό σκέλος του SCIRI, οι Ταξιαρχίες Μπαντρ, πολέμησε δίπλα στον ιρανικό στρατό κατά τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ και εθεωρείτο επί μακρόν όργανο των ιρανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Εξάλλου η Τεχεράνη μπορεί να βασίζεται και σε προσωπικότητες όπως ο Αμπού Μεχντί Αλ-Μοχαντίς, γνωστός και με το προσωνύμιο «ο μηχανικός», ο οποίος βρίσκεται εγκατεστημένος στην Ιερή Πόλη Νατζάφ και διευθύνει από εκεί την πολιτοφυλακή του Σαντρ.

Ακόμη, προς βορρά, στο εσωτερικό και πέριξ του ιρακινού Κουρδιστάν, πάντα κατά τον Cockburn, οι ιρανικές μυστικές υπηρεσίες προσφέρουν υποστήριξη στους εξεγερμένους σουνίτες ιρακινούς, όπως και στη ριζοσπαστική ισλαμιστική ομάδα Ανσάρ Αλ-Ισλάμ. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα μέσα Δεκεμβρίου του 2005 έγινε αεροπορικό ατύχημα σε ιρανικό αεροσκάφος με κατεύθυνση προς την Oroumieh, ιρανική πόλη στα βορειοδυτικά της χώρας και σκοτώθηκαν δέκα περίπου ανώτεροι αξιωματούχοι των Φρουρών της Ιρανικής Επανάστασης, μεταξύ των οποίων και ο Μοχάμεντ αλ-Σουλεϊμανί, ο οποίος και ήταν ο επικεφαλής του Τμήματος των Φρουρών της Επανάστασης επιφορτισμένου με τις «ιρακινές υποθέσεις». Η Oroumieh είναι η κύρια βάση των ιρανικών «συγκεκαλυμμένων επιχειρήσεων» στο βόρειο Ιράκ.

Άλλωστε, σύμφωνα με προσωπική πηγή την οποία επικαλείται ο Cockburn, ένα από τα ηγετικά στελέχη του SCIRI μεταξύ των θεωρουμένων ως «μετριοπαθών» εδήλωσε ότι: «Εάν η Αμερική επιτεθεί στο Ιράν, όλα είναι πιθανά».

Εάν όμως κάτι τέτοιο, παρʼ όλα αυτά συμβεί, τότε είναι φυσικό η αμερικανική πλευρά να στραφεί προς τη λύση της ανεξαρτησίας του ιρακινού Κουρδιστάν, το οποίο, όπως σε πολλά προηγούμενα κείμενά μας έχουμε αναφερθεί, προσφέρει στην Ουάσινγκτον τη μεγαλύτερη δυνατή στρατιωτική και επιχειρησιακή ασφάλεια, τα πολύτιμα κοιτάσματα της Μοσούλης και του Κιρκούκ (4% των παγκοσμίων αποθεμάτων!) και ευρύτατες δυνατότητες στρατιωτικών διευκολύνσεων στην περιοχή. Εσχάτως δε, πολλά αμερικανικά think tanks και πολιτικοί αναλυτές προτείνουν την άμεση ανεξαρτητοποίηση του ιρακινού Κουρδιστάν, προτείνοντας τα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα της ενέργειας αυτής. Επίσης δεν είναι εύκολο να αγνοηθεί η δυνατότητα «εσωτερικών παρενοχλήσεων» στα εδάφη του Ιράν και της Συρίας από ένα ενισχυμένο, λόγω αυτών των εξελίξεων, κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα το οποίο θα έχει την ανοχή των κυβερνήσεων της Ουάσινγκτον και του Τελ Αβίβ για ευνοήτους λόγους. Τέτοιου είδους εξελίξεις βέβαια θορυβούν ιδιαίτερα την Τουρκία, της οποίας το στρατιωτικό κατεστημένο ευρίσκεται σε απόλυτη διάσταση με την πολιτική ηγεσία Ερντογάν αναφορικά με την αποστολή τουρκικών στρατευμάτων στον νότιο Λίβανο ως συμμετοχή της Άγκυρας στην εγκατασταθησόμενη εκεί ειρηνευτική δύναμη.

Δεν μπορεί άλλωστε κανείς εύκολα να αντισταθεί στον πειρασμό να συνδέσει: i) τις πρόσφατες επιθέσεις (28/8/06) των κούρδων ανταρτών στην Αττάλεια, Μαρμαρίδα και Κωνσταντινούπολη, με τις προαναφερθείσες γεωστρατηγικές προοπτικές, όπως και ii) την ανάρτηση της κουρδικής σημαίας σε ολόκληρο το ιρακινό Κουρδιστάν, που έγινε στις 5/9/2006 με εντολή του Προέδρου Μπαρζανί.

Γ.2. Ο αναδυόμενος περιφερειακός ρόλος του Ιράν

Το Ιράν, με τον τρόπο τον οποίο χειρίστηκε την Χεζμπολά, προσεπάθησε να καταδείξει ότι έχει «κοινά θερμά σύνορα» με το Ισραήλ και ότι μπορεί να πλήξει ανά πάσα στιγμή το Ισραήλ «διʼ αντιπροσώπου». Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι το εν λόγω πλήγμα είχε προ καιρού προσχεδιασθεί. Προς τούτο έχουμε σχετικές μαρτυρίες όπως:

1) το σημαντικό άρθρο της Raghida Dergham με τίτλο «Διάφορα σενάρια που θα μπορούσαν να παρακινήσουν μια ισραηλινή επίθεση στον Λίβανο και τη Συρία», στην έγκυρη διεθνή έκδοση της αραβικής «Al-Hayat». Στο άρθρο της αυτό η αιγύπτια δημοσιογράφος, έξι μήνες πριν από την απαγωγή των ισραηλινών στρατιωτών και την εκτέλεση των υπολοίπων οκτώ, περιγράφει, μέσα από «κρυστάλλινη σφαίρα» θα έλεγε κανείς το τι θα συμβεί μετά έξι μήνες. Γράφει χαρακτηριστικά: «Συγκεκριμένα, πρόκειται για την έκρηξη της κατάστασης στα σύνορα, με αίτιο τα Αγροκτήματα Σεμπάα και με “εργαλείο” την Χεζμπολά και τις παλαιστινιακές φατρίες. Περιλαμβάνει επίσης την έκρηξη στις λιβανο-λιβανικές σχέσεις, και στo επίπεδo των θρησκευτικών ομάδων και αιρέσεων, αλλά και σε αυτό των κομμάτων, όπως και την επινόηση προβλημάτων εντός της εσωτερικής λιβανικής σκηνής. Προβλέπει ακόμη την υποκίνηση μιας λιβανο-παλαιστινιακής σύγκρουσης και όχι μόνο την πρόκληση μιας λιβανο-συριακής αντιπαράθεσης. Το σενάριο, όμως, αυτό δεν θα ικανοποιηθεί μόνο με μια έκρηξη στη λιβανική σκηνή διότι ο στόχος του είναι να συμπαρασύρει όλη την περιοχή σε περιφερειακό πόλεμο. Διότι σε διεθνείς κύκλους θεωρείται ότι οι προσπάθειες μετάδοσης του τρόμου στις καρδιές των Λιβανέζων μέσω της σειράς δολοφονιών (που έχουν πραγματοποιηθεί) έχουν αποδειχθεί ανεπιτυχείς αλλά και διότι ο Λίβανος παραμένει εν συνοχή και δεν ενέδωσε σε εμφύλιο πόλεμο, όπως θα επιθυμούσε η Συρία. Για τον λόγο αυτό, η μόνη εναλλακτική λύση αυτή τη στιγμή είναι να αλλάξει εντελώς και ποιοτικώς η πορεία δράσης, ούτως ώστε η αντιπαράθεση να μεταφερθεί σε όλα τα επίπεδα, χρησιμοποιώντας όλους τους λιβανικούς και παλαιστινιακούς δρώντες προκειμένου να αναγκάσουν το Ισραήλ να προβεί σε αντίμετρα μεγάλης κλίμακας που θα μετέφεραν το επίκεντρο των συζητήσεων μακριά από τον ρόλο της Συρίας επί του Λιβάνου και από το να θεωρήσει η διεθνής κοινότητα τη Συρία υπεύθυνη για τις πράξεις της στρατιωτικής της ηγεσίας. Οπότε ποιο από τα σενάρια αυτά θεωρείται επερχόμενο; Η απάντηση δεν είναι ακόμα σαφής…».

Καταλήγοντας η Dergham αναφέρει: «Το τελικό συμπέρασμα συνίσταται στο ότι η μεγαλύτερη ευθύνη, σε λιβανικό επίπεδο, πέφτει στη Χεζμπολά, καθώς θα έπρεπε να αποφασίσει για τελευταία φορά εάν αποτελεί πραγματικά λιβανικό κόμμα και εκπροσωπεί λιβανέζους πολίτες ή (εάν) πρόκειται για στρατό ο οποίος εκτελεί τις διαταγές της Συρίας ή του Ιράν για να “παρασύρει την περιοχή” σε πόλεμο και να μετατρέψει τον Λίβανο σε “σκηνή κολάσεως”, προς όφελος της πυρηνικής (ατζέντας) του Ιράν ή της απαλλαγής της Συρία από τις κατηγορίες των δολοφονιών…»

2) Οι καταγγελίες «… του λιβανέζου φιλελεύθερου διανοουμένου Hazem Sagieh (σ.σ.: και πάλιν στην «Al Hayat», τη δεύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα του αραβικού κόσμου), ο οποίος και ασκούσε σε καθημερινή βάση κριτική εναντίον του Ισραήλ και της πολιτικής του στη Μ. Ανατολή. Επί μακρόν απεδείκνυε, όμως, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λεγόμενα των ηγετών του Ιράν και της Συρίας, ότι είχαν σχεδιάσει αυτόν τον πόλεμο και ότι αυτός ο πόλεμος υπηρετούσε τα συμφέροντα των “διαχειριστών” της Χεζμπολά, δηλαδή της Δαμασκού και της Τεχεράνης και παράλληλα κατήγγελλε την ευρωπαϊκή αριστερά ότι υπονομεύει κάθε φωνή αντίστασης στα ιερατεία της Μ. Ανατολής». Όπως και

3) Η οξύτατη κριτική που άσκησε ο πρώην Γενικός Γραμματέας της Χεζμπολά, Αγιατολά Subhi Al-Tufeili, σε συνέντευξή του στις 4 Μαΐου του 2006 στον αραβικό τηλεοπτικό δίαυλο «Al-Arabiya». Εκεί ο Αγιατολά δήλωσε ευθέως ότι: «Η Χεζμπολά είναι υποταγμένη στην ιρανική πολιτική. (…) Σας είπα και προηγουμένως ότι οι Σιίτες στο Λίβανο χρησιμοποιούνται ως “πεδίο ασκήσεων” του Ιράν (σ.σ.: “Iranʼs playing ground”) με την εξής έννοια: Η αντίσταση παρασύρθηκε σε καταστάσεις οι οποίες δεν αποτελούν αντίσταση. Σήμερα δεν υπάρχει αντίσταση. Λυπάμαι που το λέω. (…) Πρόκειται για τραγωδία. Τα όπλα της Αντίστασης που προορίζονταν για να σκορπίζουν τον τρόμο στις καρδιές των εχθρών μας μετατράπηκαν σε όπλα που σκορπίζουν τον τρόμο μεταξύ μας.». Και στη συνέχεια αναφέρει ο γηραιός σεΐχης: «Η Χεζμπολά έχει οριστικά ενδυναμώσει τις σχέσεις της με τη Συρία, αλλά η πραγματική ηγεσία ευρίσκεται στην “εξουσία του Νομοδιδασκάλου”, με άλλα λόγια στον Χαμενεΐ».

Δεν είναι, άλλωστε τυχαίο το ότι πριν από την έκρηξη του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολά προηγήθηκε σειρά δολοφονιών λιβανέζων διανοουμένων, δημοσιογράφων και πολιτικών ηγετών οι οποίοι ήσαν αντι-σύροι, αντι-ιρανοί και αντι-ισλαμιστές.

Με δεδομένο όμως αυτό, πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι στην παρούσα φάση το Ιράν και η Συρία καθίστανται «εγγυητές» του αφοπλισμού της Χεζμπολά και μάλιστα με την ευρωπαϊκή υποστήριξη όπως προκύπτει από τα λεγόμενα του γάλλου Προέδρου κ. Σιράκ, του οποίου οι δυνάμεις (κατόπιν ορισμένων δισταγμών) θα έχουν και την επιχειρησιακή διοίκηση της Unifil στον νότιο Λίβανο. Τα ανταλλάγματα είναι σαφή για τις δύο κυβερνήσεις και έχουν επαρκώς αναλυθεί ανωτέρω.

Το ζήτημα όμως το οποίο πρέπει να τονισθεί είναι ότι ο αφοπλισμός της Χεζμπολά δεν πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εκβιασμών από ουδένα έναντι ουδενός. Το στρατιωτικό σκέλος της Χεζμπολά πρέπει να καταθέσει τον οπλισμό του στον λιβανικό στρατό, στην κυρίαρχη δηλαδή κυβέρνηση του κράτους του Λιβάνου, και κατόπιν να ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις της κυριάρχου αυτής κυβερνήσεως.

Από την άλλη πλευρά, ομιλούντες τεχνικώς, δεν είναι προβλεπτή κάποια επίθεση των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν όπως προανεφέρθη και για τους εξής τεχνικούς λόγους: 1) ανταποδίδοντας το πλήγμα η Τεχεράνη θα ηδύνατο να εκτοξεύσει ακαριαία τους πυραύλους της τύπου Shahab I και ΙΙ εναντίον της «Πράσινης Ζώνης» των Αμερικανών στη Βαγδάτη, εναντίον της αμερικανικής αεροπορικής βάσεως στο Κατάρ, της αμερικανικής ναυτικής βάσεως στο Μπαχρέιν, της βάσεως Camp Doha στο Κουβέιτ, της αεροπορικής βάσεως Al Seeb στο Ομάν, του διεθνούς αεροδρομίου της Βαγδάτης και της αμερικανικής βάσεως του Κανταχάρ στο Αφγανιστάν 2) επίσης η Τεχεράνη θα εξετόξευε τους -μεγάλου βεληνεκούς- πυραύλους της τύπου Shahab III εναντίον των ισραηλινών πόλεων του Τελ Αβίβ, της Χάιφα, της Βερσεβά, του Εϊλάτ και του ισραηλινού πυρηνικού συμπλέγματος της Ντιμόνα. Ανάλογα πυραυλικά πλήγματα από πλευράς Τεχεράνης θα εδέχοντο τα αμερικανικά σκάφη τα κινούμενα στον Αραβοπερσικό Κόλπο, όπως και οι πετρελαιοφόρες περιοχές της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ.

Από πολιτικής απόψεως εναντίον της πιθανότητος διενέργειας ενός παρομοίου αμερικανικού πλήγματος πρέπει να λάβουμε υπόψη και τα κατωτέρω δεδομένα:

  1. Τέτοιου είδους πλήγματα θα μπορούσαν να επιφέρουν την κατάρρευση του ΝΑΤΟ, δημιουργώντας τεράστιο πολιτικό χάσμα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της Ουάσινγκτον.
  2. Επίσης, η Κίνα θα ήταν απολύτως φυσικό να στηρίξει στρατιωτικά και οικονομικά το Ιράν από το οποίο προμηθεύθεται το 17% των αναγκών της σε πετρέλαιο και μέσω των εδαφών του οποίου προτίθεται να μεταφέρει στο εγγύς μέλλον το φυσικό αέριο το οποίο αγοράζει στο Τουρκμενιστάν. Υπενθυμίζουμε ότι το Ιράν διαθέτει 300 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια εξακριβωμένα αποθέματα φυσικού αερίου, δηλαδή το 17,7% των παγκοσμίων εξακριβωμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου. Τα εξακριβωμένα πετρελαϊκά αποθέματα του Ιράν είναι της τάξεως των 89,7 δισεκατομμυρίων βαρελιών, δηλαδή ποσοστό 8,5% των παγκοσμίων εξακριβωμένων αποθεμάτων πετρελαίου.
  3. Από τη ρωσική πλευρά αντιστοίχως ο νεοσύστατος Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης διοργάνωσε, τον Αύγουστο του 2005, στρατιωτικές ασκήσεις με συμμετοχή των τριών Όπλων Ρωσίας και Κίνας. Εκτός από την Κίνα συμμετείχε και η Ινδία και είχε ως αντικείμενο την αντιμετώπιση επιθετικών επεκτατικών ενεργειών των ΗΠΑ στην Ασία, συμπεριλαμβανομένης και πιθανής επιθέσεως των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν. Αν και το Ιράν δεν είναι μέλος του CSTO/Collective Secutity Treaty Organisation, διατηρεί καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO), του οποίου μέλος είναι η Κίνα. Ο SCO έχει πολύ στενή σχέση με τον CSTO (βλ. Εικόνα 1 και Χάρτη 1). Η δομή των στρατιωτικών συμμαχιών αποτελεί υψίστη σημασία για την κάθε χώρα. Στην περίπτωση που το Ιράν δεχθεί επίθεση, η Ρωσία και οι σύμμαχοι του CSTO εκτιμούν ότι πρέπει να παρέμβουν για να την εμποδίσουν. Τον Απρίλιο του 2006 το Ιράν προσεκλήθη να γίνει πλήρες μέλος στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO). Μέχρι στιγμής δεν έχει τεθεί κανένα ακριβές χρονοδιάγραμμα για την ένταξη του Ιράν στον SCO. Αυτή η διεύρυνση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης, ο οποίος επίσης περιλαμβάνει με καθεστώς παρατηρητή την Ινδία, το Πακιστάν και τη Μογγολία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα στρατιωτικά και τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, η Κίνα με τη Ρωσία, οι οποίες αποτελούν βασικούς εταίρους στον SCO, έχουν μια μακράς πνοής συμφωνία για διμερή στρατιωτική συνεργασία. Τον Αύγουστο του 2005, Κίνα και Ρωσία διενήργησαν από κοινού στρατιωτικές ασκήσεις.
  4. Επίσης, οι στρατιωτικές ασκήσεις που διοργανώνονται από Ρωσία, Καζακστάν, Κιργιζστάν και Τατζικιστάν, υπό την σκέπη του Collective Secutity Treaty Organisation (CSTO), ξεκίνησαν και πάλι στις 24 Αυγούστου 2006. Αυτά τα πολεμικά παίγνια, αναγνωρισμένα ως τμήμα του αντιτρομοκρατικού προγράμματος, εκλαμβάνονται από τον Michel Chodussovsky και άλλους δυτικούς αναλυτές ως έμμεση απάντηση στις στρατιωτικές απειλές της Αμερικής στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων και των επιθέσεων εναντίον του Ιράν. Η άσκηση Rubezh-2006 λαμβάνει χώρα στις 24-29 Αυγούστου κοντά στην πόλη Kazak του Aktau: «Θα είναι η πρώτη συλλογική στρατιωτική άσκηση που αναλαμβάνουν οι χώρες της CSTO, και θα περιλαμβάνει 2.500 μέλη που προέρχονται από διάφορες ένοπλες υπηρεσίες των κρατών-μελών, με τη Ρωσία, το Καζακστάν, το Κιργιζστάν και το Τατζικιστάν να είναι οι βασικοί συμμετέχοντες. Το Ουζμπεκιστάν, που πρόσφατα έγινε πάλι μέλος της CSTO, θα αποστείλει παρατηρητές, ενώ τα άλλα δύο συμβαλλόμενα μέλη, η Λευκορωσία και Αρμενία, δεν θα συμμετάσχουν» .

    Τα δελτία Τύπου από την περιοχή περιγράφουν αυτά τα πολεμικά παίγνια σαν μια απάντηση στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία και τις επιδιώξεις τους στην Κεντρική Ασία: «Η αυξανόμενη στρατικοποίηση συνδέεται με αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ των χωρών της περιοχής, αναφέρουν οι αναλυτές. Τα ιρανικά μέσα επικοινωνίας εικάζουν ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν το Αζερμπαϊτζάν για τη δημιουργία στρατιωτικού αντίβαρου στο Ιράν στην περιοχή της Κασπίας. Είναι πιθανόν η άσκηση που διεξάγεται από τη CSTO -στην οποία η Ρωσία είναι η προεξάρχουσα δύναμη- να αποτελεί την απάντηση που αφορά την αμερικανική εμπλοκή στην ανάπτυξη του ναυτικού του Καζακστάν. Οι παρατηρητές λένε ότι η Ρωσία τείνει όλο και περισσότερο προς την ιρανική άποψη ότι οι “εξωτερικές (σ.σ.: της Κασπίας) χώρες” δεν θα έπρεπε να διαθέτουν ένοπλες δυνάμεις στην Κασπία Θάλασσα». Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να εντείνουν την πίεση στο Ιράν, καθώς επίσης και να υπερασπιστούν τις επενδύσεις τους στο Αζερμπαϊτζάν και στο Καζακστάν. Επίσης προσπαθούν να εγγυηθούν την ασφάλεια της στρατηγικής ζωτικότητας του Baku-Tbilisi-Ceyhan πετρελαιαγωγού. Άλλωστε, πάντα κατά τον Μ. Chodussovsky, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Κασπία θα προσέδιδε στις ΗΠΑ την ευκαιρία να αντισταθμίσουν μερικώς την αδύναμη επιρροή τους στην Κεντρική Ασία, όπως τον τερματισμό της αμερικανικής παρουσίας στην αεροπορική βάση του Ουζμπεκιστάν, το αυξανόμενο ενοίκιο που υποχρεούνται να πληρώσουν για τις βάσεις της Manas στο Κιργιζστάν, και το διπλωματικό σκάνδαλο που κατέληξε στην απέλαση των δύο Αμερικανών από το Κιργιζστάν.

  5. Παρατηρείται ότι τα ιρανικά στρατιωτικά γυμνάσια συμπίπτουν με αυτά που διοργανώθηκαν από την CSTO. Τα στρατιωτικά γυμνάσια της CSTO αναλύονται σε συνάρτηση με αυτά που μόλις διενεργήθηκαν μία εβδομάδα νωρίτερα στο Ιράν, σε απάντηση των συνεχιζόμενων αμερικανικών στρατιωτικών απειλών. Αυτά τα πολεμικά παίγνια συμπίπτουν με την επίδειξη δύναμης των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μόνιμων μελών αναφορικά με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας σε σχέση με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.

Οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις -οι τακτικές ένοπλες δυνάμεις και οι Δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης- ξεκίνησαν το πρώτο στάδιο ολικής παγκόσμιας κλίμακας πολεμικών παιγνίων, στα σύνορα της επαρχίας του Σιστάν και του Μπαλουχιστάν, νοτιοανατολικά του Ιρ


Σχολιάστε εδώ