Οι ιδεοληψίες της αντικυπριακής αθηνοκλατούρας

Το φαινόμενο αυτό χρήζει ανάλυσης σε βάθος, αλλά μιας ανάλυσης που να προέρχεται από ψυχαναλυτές και ψυχολόγους παρά από πολιτικούς αναλυτές. Θεωρώ πως μπορούμε να ταυτίσουμε τις κατά καιρούς πολιτικές -αν μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει ως τέτοιες- των διαφόρων ελλαδικών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένων και των χουντικών) επί ζωτικών για την Ελλάδα θεμάτων, όπως το Κυπριακό και το Αιγαίο, με ετερόφωτες κοσμοθεωρίες και ιδεοληψίες αλλά και με τον καριερισμό (κατάληψη καρέκλας και χαμέρπεια για εξέλιξη) συγκεκριμένων διπλωματών. Στους διπλωματικούς αυτούς υπαλλήλους κατέληγαν από καιρούς οι έλληνες πολιτικοί για να φωτισθούν και να καθοδηγηθούν ως προς τα μυστήρια των διακρατικών σχέσεων, αυτών της αμερικανικής στρατηγικής, καθώς επίσης και των κινήτρων των caudillos της Άγκυρας και της κεμαλοκρατίας.

Σύμβολα τέτοιων πεφωτισμένων διπλωματών εμφανίστηκαν ανά δεκαετία στη μεταπολεμική περίοδο. Στη δεκαετία του 1950, για παράδειγμα, έλαμψε το άστρο του Άγγελου Βλάχου, στη δεκαετία του 1960 του Τζων Σωσσίδη και στη δεκαετία του 1970 του Ξανθόπουλου-Παλαμά.

Περιορίζομαι στις τρεις αυτές περιπτώσεις διότι και οι τρεις μαζί εκπροσωπούν επάξια τον ιδεολογικό στραβισμό του ελληνικού υπουργείων Εξωτερικών και την αντίληψη ότι η Ελλάδα δεν έχει αυτοτελή εθνικά συμφέροντα που πρέπει να υπερασπιστεί, αλλά θα πρέπει να εξαρτάται από την καλή θέληση τρίτων, κυρίως της Ουάσινγκτον, και τη μεγαλοψυχία της Άγκυρας.

Για τον Άγγελο Βλάχο, που αποτελεί τον «πνευματικό» πατέρα όλων όσων χρησιμοποιούν γλώσσα χαμαιτυπείου όποτε γράφουν ή αναφέρονται στην Κύπρο, ακόμα και στις μέρες μας, θα περιορισθώ σε δύο σχόλια. Υπηρέτησε με ευλάβεια τη χούντα Παπαδόπουλου – Ιωαννίδη και παραιτήθηκε τις παραμονές του πραξικοπήματος για να στείλει, λέει ο αθεόφοβος, ένα μήνυμα στον Μακάριο (που δεν υπάρχει υβριστικό επίθετο με το οποίο δεν τον κόσμησε) να λάβει τα μέτρα του και να προστατευθεί.

Στην πραγματικότητα όμως άλλα ήταν τα κίνητρα της παραίτησής του. Η χούντα του Ιωαννίδη δεν τον έστελνε ως πρέσβη σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της επιλογής του και κάνοντας την ανάγκη αρετή παραιτήθηκε για «εθνικούς λόγους». (Ο δε ρόλος του μεγάλου αυτού διπλωμάτη για το άνοιγμα του Αιγαίου στους Τούρκους το 1974, με την καταστροφική απόφαση αποχώρησης από τη στρατιωτική δομή στο ΝΑΤΟ, και για τον οποίο ρόλο περηφανεύεται στο τελευταίο του βιβλίο, αποτελεί ένα άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο της καριέρας του).

Για τον Ξανθόπουλο-Παλαμά τι να πρωτογράψει κανείς; Υπηρέτης και αυτός της χούντας, εξελίχθηκε στον κατʼ εξοχήν φορέα πιέσεων κατά του Μακαρίου, θέτοντας τον τελευταίο υπό τριπλή πίεση – των Αμερικανών, της χούντας του Νιχάτ Ερίμ και της χούντας του Παπαδοπούλου. Αμερικανοί και Τούρκοι είχαν καταλήξει τότε σε μια συγκεκριμένη πολιτική που στόχευε στον πολιτικό ευνουχισμό του Μακάριου. Ποια ήταν όμως η πολιτική του Ξανθόπουλου-Παλαμά και της χούντας; Να ικανοποιήσουν Ουάσινγκτον και Άγκυρα ώστε η χούντα να διαιωνίζεται. Αυτό και τίποτα άλλο. Και κόβοντας τα φτερά του Μακαρίου («clip his wings» ήταν η αμερικανική εντολή) πίστευαν, ως ανόητοι και ετερόφωτοι που ήταν, ότι θα εξασφαλίζονταν ως εσαεί σατράπηδες των Αμερικανο-τούρκων στην Ελλάδα.

Άφησα τον Τζων Σωσσίδη τελευταίο, διότι η «πολιτεία» του στο υπουργείο Εξωτερικών ταυτίστηκε με το διχοτομικό σχέδιο Άτσεσον το οποίο, ωστόσο, βαφτίστηκε «ενωτικό» διότι προωθούσε τη «διπλή ένωση» (double enosis), κατά τους υπερασπιστές του και όχι τη διχοτόμηση.

Η τελευταία «μαρτυρία» του μακαρίτη, πλέον, Σωσσίδη για το Σχέδιο Άτσεσον κυκλοφόρησε στο «Βήμα» (πρώην «Αθηναϊκό Βήμα», για όσους γνωρίζουν την ιστορία της εφημερίδας, αλλά κυρίως την ιστορία της γερμανικής κατοχής) στις 27 Ιανουαρίου 2003, με τον βαρύγδουπο τίτλο «Η αλήθεια για το σχέδιο Άτσετσον», το οποίο κάθε άλλο παρά την αλήθεια κατέγραφε.

Ο Σωσσίδης παρουσίασε στοιχεία και θέσεις γνωστά εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια ως να δημοσιοποιούνταν για πρώτη φορά. Απέκρυψε όμως, εκ του πονηρού, άλλα στοιχεία και κυρίως την αποκαλυπτικότατη επιστολή του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Feridun Cemal Erkin προς τον Αμερικανό Άτσεσον, ημερομηνίας 28 Αυγούστου 1964. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής ανατρέπει ολοκληρωτικά την επιχειρηματολογία Σωσσίδη και όλη τη μυθολογία της θεωρίας των «χαμένων ευκαιριών», της οποίας το Σχέδιο Άτσεσον αποτελεί την ιδεολογική ναυαρχίδα.

Εάν το περιεχόμενο της επιστολής Erkin συνδυασθεί με δύο άλλες επιστολές, αυτή του Άτσεσον προς Παπανδρέου στις 20 Αυγούστου και της απαντητικής επιστολής του Παπανδρέου στις 22 Αυγούστου, το αναπόδραστο συμπέρασμα, για όσους δεν πάσχουν από ιδεοληψία, είναι ότι οι Έλληνες υπήρξαν αυτοί που αποδέχτηκαν την τελευταία εκδοχή του Σχεδίου Άτσεσον και είναι οι Τούρκοι που την απέρριψαν. Πάγια θέση των Τούρκων από την αρχή των συνομιλιών μέχρι το τέλος, κάτι που ο Σωσσίδης απέκρυπτε από τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, υπήρξε η επιμονή για κυριαρχία (και εθνικό ξεκαθάρισμα των Ελληνοκυπρίων που θα διέταζε ο αμερικανός διοικητής του ΝΑΤΟ και θα υλοποιούσαν, ναι θα υλοποιούσαν, τα ελληνικά στρατεύματα που υπήρχαν εκεί υπό την καθοδήγηση του ΝΑΤΟ) στη βορειοδυτική Κύπρο.

Τίποτα λιγότερο δεν τους ήταν αποδεκτό. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω τον αναγνώστη στο κρίσιμο απόσπασμα της επιστολής Erkin, χρησιμοποιώντας το αυτούσιο κείμενο που μιλά από μόνο του.

Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Erkin προς τον Άτσεσον: «The latest proposal that you put forward on behalf of the United States government for a solution of the Cyprus problem have been found totally unacceptable by the Turkish government… I have stated to you unequivocally our position in our talk yesterday (27 Αυγούστου).

I would like now to confirm most emphatically that your latest proposal based on the precarious foundation of a lease arrangement are unacceptable to the Turkish government and that our decision is this respect is irreversible» (Μετάφραση: «Η τελευταία πρόταση που έχετε καταθέσει εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών γα επίλυση του κυπριακού προβλήματος είναι τελείως απαράδεκτη για την τουρκική κυβέρνηση…

Σας το δήλωσα αυτό κατηγορηματικά στη διάρκεια των συνομιλιών μας χθες (27 Αυγούστου). Θα ήθελα τώρα να επιβεβαιώσω εμφατικά ότι η τελευταία πρότασή σας που είχε ως βάση το επισφαλές καθεστώς της μίσθωσης είναι απαράδεκτη γα την τουρκική κυβέρνηση και απόφασή μας αυτή είναι μη ανατρέψιμη»).

Είναι τόσο ξεκάθαρη η θέση της τουρκικής κυβέρνησης που εύλογα διερωτάται κανείς ως προς τα κίνητρα και την αξιοπιστία του Τζων Σωσσίδη να γράφει, και να επιμένει 40 χρόνια αργότερα (επικροτούμενος από το «Βήμα» και από έναν εσμό θιασωτών του), για τη «χαμένη ευκαιρία» της ένωσης και του Σχεδίου Άτσεσον. Ωστόσο για όλα αυτά, όπως και για την πρόσφατη κατάντια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δεν φταίει κανένας άλλος παρά η Λευκωσία και οι κ… κύπριοι. Αυτή είναι η θέση και η δημόσια τοποθέτηση της αθηνοκλατούρας. Τους φταίνε άλλοι και όχι η δική τους χαμέρπεια έναντι των ξένων, που έχει κάνει μετάλλαξη και τους έχει γίνει φύση.

* Ο Μάριος Λ. Ευρυβιάδης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο


Σχολιάστε εδώ