Εκπαίδευση: Πολιτιστική κρίση

Σ’ αυτά τα, καίριου τύπου, ερωτήματα οι πολιτικοοικονομικοί μηχανισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν διαμορφώσει τη δική τους στρατηγική. Δηλαδή την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος της Ευρώπης σ’ ένα πλαίσιο που αντιστοιχεί στο μοντέλο του ανταγωνισμού της αγοράς, προκειμένου να καλυφθεί το «χάσμα» με τις ΗΠΑ.

Κατά συνέπεια ο επιδιωκόμενος «εξορθολογισμός» της εκπαίδευσης αποβλέπει πρωταρχικά στην αλλαγή του φιλοσοφικού-αξιακού «υπόβαθρου» της εκπαίδευσης και της ίδιας της επιστημονικής γνώσης και στην ανάδειξη μιας καθαρώς θετικιστικής / εργαλειακής αντίληψης που αντιμετωπίζει το μεν εκπαιδευτικό σύστημα ως «μέσον» για την επαγγελματική αποκατάσταση και την εξειδίκευση και την ίδια δε την επιστήμη ως «πεδίο» παραγωγής χρηστικών-ωφελιμιστικών γνώσεων.

Στην πράξη το πλαίσιο αυτό προωθεί τις τριετείς σπουδές στα πανεπιστήμια, τη «βιομηχανοποίηση» των μεταπτυχιακών σπουδών, την επαγγελματική εξειδίκευση και συνολικά την πλήρη εναρμόνιση των σπουδών προς τις ανάγκες της αγοράς και τα κριτήρια του ανταγωνισμού.

Το πρότυπο αυτό απαιτεί ως κύριους μηχανισμούς για την ίδια την εσωτερική-ορθολογική του λειτουργία δύο βασικές διαδικασίες: Τη συνεχή «αξιολόγηση» -μέσω των επάλληλων διαγωνισμών που ξεκινούν σήμερα από το δημοτικό- και την «πειθάρχηση» στους κανόνες του πολιτικοκοινωνικού συστήματος και στις αξίες του ανταγωνισμού.

Γι’ αυτό και οι «αξίες» της αγοράς εισέρχονται αυτούσιες στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος: ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα, εξειδίκευση, τεχνικοποίηση της γνώσης κ.λπ. κ.λπ.

Ολόκληρη, συνεπώς, η παραδοσιακή «τάξη κανόνων» και αξιών που διαμορφώθηκε μέσα από την ιστορική πορεία του δημόσιου πανεπιστημίου, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τις ημέρες μας, ακυρώνεται και εκπίπτει. Η αξίωση για μια ηθικού / πολιτιστικού τύπου διαπαιδαγώγηση του ατόμου, η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, η αμοιβαιότητα και η συλλογικότητα των πρακτικών στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος, θεωρούνται δευτερεύουσες παράμετροι και περιθωριοποιούνται.

Ο τεχνικός χειριστής της γνώσης αντικαθιστά σήμερα τον ανθρωπιστικο-οικουμενικό τύπο του επιστήμονα, που αποτέλεσε και αποτελεί τον «ιδεότυπο» του δημόσιου πανεπιστημίου.

Εάν όμως το σύστημα του εξορθολογισμού της εκπαίδευσης μέσω της αγοράς έχει δίκιο στις διαπιστώσεις και στις επιλογές του, τότε πώς και γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα τελεί σε παρατεταμένη κρίση και χρειάζεται συνεχώς μεταρρυθμίσεις και «προσαρμογές»;

Η ογκούμενη ανεργία των νέων επιστημόνων, η αναντιστοιχία που διαμορφώνεται μεταξύ των προσδοκιών που καλλιεργούνται στους νέους και της αδυναμίας εκπλήρωσής τους συνιστούν εμφανείς μορφές κρίσης και ανορθολογισμού του συστήματος. Και ταυτόχρονα αποτελούν φαινόμενα που οδηγούν σε σύγχυση και ανασφάλεια τους νέους ανθρώπους τόσο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ατομικής τους «ταυτότητας» όσο και στη συγκρότηση των «ρόλων» τους. Η παροχή τίτλων σπουδών χωρίς αξία οδηγεί στην ανάπτυξη του αισθήματος του κοινωνικού «υποβιβασμού», στην επικράτηση της αβεβαιότητας και της ρευστότητας.

Όπως εύστοχα επεσήμανε ο P. Bourdieu, περιγράφοντας τη διαδικασία αυτή, πρόκειται «για την άρνηση ενός μέλλοντος χωρίς παρόν και ενός παρόντος χωρίς μέλλον»…

Η προάσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου, κατά συνέπεια, δεν αφορά μια σύγκρουση μηχανισμού (πολιτικών, οικονομικών, συνδικαλιστικών) αλλά στην ανάδειξη του ίδιου του ρόλου της εκπαίδευσης και των πανεπιστημίων σε φορείς καλλιέργειας της μεθοδικής-κριτικής σκέψης, διαμόρφωσης της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων, της κοινωνικοποίησής τους σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών.

Η προάσπιση, συνεπώς, των συμβολικών -και ταυτόχρονα οργανωτικών- προϋποθέσεων του δημόσιου πανεπιστήμιου, αλλά και του όλου εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή της καθολικής, δημόσιας, υποχρεωτικής, δωρεάν εκπαίδευσης απαιτεί μια σειρά βασικών επιλογών, αλλά και συμπεριφορών.

Ασφαλώς ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να έχει σαφή γνώση των οικονομικο-παραγωγικών αναγκών, των όρων της κοινωνικής ανάπτυξης και κυρίως των εξελίξεων στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνικής. Δεν πρέπει όμως να υποταγεί στα κριτήρια της αγοράς, αλλά να αναζητήσει μια ισόρροπη σχέση μεταξύ οικονομίας – επιστήμης και εκπαιδευτικού συστήματος.

Θα πρέπει να απαιτήσει ταυτόχρονα συγκεκριμένες πρακτικές στις εσωτερικές του λειτουργίες. Στα πανεπιστήμια να απαιτήσει καθηγητές που θα διδάσκουν τις σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις και δεν θα ασχολούνται με προγράμματα και «έρευνες» των ευρωπαϊκών «πακέτων»… Φοιτητές και σπουδαστές που θα βρίσκονται στις αίθουσες και όχι σε καφετέριες. Και παράλληλα θεσμούς συνεχούς αξιολόγησης που θα λειτουργούν με επιστημονικά κριτήρια και όχι με γνώμονα τις «αξίες» και τις προτεραιότητες της αγοράς.

Η κρίση στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι σήμερα μια κρίση πνευματικού-πολιτιστικού τύπου που αφορά ποια γνώση, ποια επιστήμη θέλουμε και ποιον τύπο πολίτη διαμορφώνουμε. Οι τυφλές συγκρούσεις μηχανισμών, οι καταλήψεις χωρίς στόχους και όραμα, οι απεργίες από αυτοδιορισμένους «ηγέτες» της πανεπιστημιακής κοινότητας δεν οδηγούν παρά στην απαξίωση του δημόσιου πανεπιστήμιου. Απαιτείται σήμερα ένας «συλλογικός διανοούμενος» (κατά Γκράμσι) που θα αγωνισθεί για ένα σύγχρονο πολιτιστικο-επιστημονικό πρότυπο στην εκπαίδευση.


Σχολιάστε εδώ