«Κοινή γνώμη» και κοινωνία
Η κυβερνητική παράταξη διαπράττει το θεμελιώδες πολιτικό «σφάλμα» να υποκαθιστά την κοινωνική συναίνεση και αποδοχή με την αφηρημένη έννοια της «κοινής γνώμης». Η σύγχυση αυτή καλλιεργείται συστηματικά μέσω των σφυγμομετρήσεων οι οποίες μπορούν να διακριβώσουν απλώς τις προδιαθέσεις και το γενικό πλαίσιο εκδήλωσης της πολιτικής βούλησης των πολιτών και δεν διερευνούν -τις περισσότερες φορές- τη γνησιότητα και το πολιτικο-ιδεολογικό «βάθος» που συνδέει τον πολίτη με τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα.
Ελάχιστη -ή απλώς μερική- σχέση έχει η έκφραση της κοινής γνώμης (η οποία μπορεί και να «κατασκευασθεί» με βάση τον ίδιο τον τύπο των ερωτηματολογίων) με την κοινωνική «νομιμοποίηση», που σημαίνει πίστη και αποδοχή στις αρχές και στις πολιτικές επιλογές ενός κόμματος.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει επιλέξει (όπως και η προηγούμενη του Κ. Σημίτη) την οδό του «πολιτικού φορμαλισμού» μέσω των σφυγμομετρήσεων και της επίκλησης της «κοινής γνώμης». Οι πολιτικοί της χειρισμοί αξιολογούνται με βάση τη διατήρηση ή μη της διαφοράς της από το ΠΑΣΟΚ και της σύγκρισης της πολιτικής «ικανότητας» των ηγετών των δύο κομμάτων.
Ελάχιστη σημασία αποδίδεται στο αν οι επιλογές της κυβέρνησης διαμορφώνουν ή διαρρηγνύουν κοινωνικές συμμαχίες, αν βελτιώνουν το επίπεδο ζωής της οικογένειας, αν αμβλύνουν τις οικονομικές ανισότητες, αν διαμορφώνουν ένα ευρύτερο κλίμα ανοχής και συμπόρευσης των κοινωνικών ομάδων προς έναν κοινό στόχο.
Αντίθετα οι αυστηρές οικονομικές επιλογές -που δεν αποτελούν παρά διεύρυνση και θεσμοποίηση του νεο-φιλελεύθερου προτύπου που εφαρμόζεται την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας- αλλά και οι πολιτικοί χειρισμοί της κυβέρνησης προκαλούν ρηγματώσεις στο -έτσι κι αλλιώς- ασταθές «έδαφος» της κοινωνικής συμμαχίας που την έφερε στην εξουσία με το πρόταγμα-σύμβολο του «κοινωνικού κέντρου».
Μέσα από το αφηρημένο σχήμα της «κοινής γνώμης» η κυβέρνηση θεωρεί δευτερεύον το γεγονός ότι όχι μόνο δεν «ελέγχει» κανένα από τα ισχυρά συνδικάτα και τις ομοσπονδίες, αλλά και υποτιμά την κοινωνική επιρροή και δυναμική τους. Σε αντίθεση βέβαια με τις προηγούμενες κυβερνήσεις όπου η μεγάλη πλειοψηφία των συνδικάτων και των ομοσπονδιών που έλεγχε το ΠΑΣΟΚ συνετάχθη ομοθυμαδόν με τον Κ. Σημίτη και όχι μόνο συνέβαλε αποφασιστικά στην εκλογή του το 1996 στη θέση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ αλλά και αποτέλεσε την πολιτική ασπίδα του και τον μηχανισμό νομιμοποίησης των επιλογών του καθ’ όλη τη διάρκεια της οκταετίας 1996 – 2004.
Η σημερινή κυβερνητική εξουσία αγνοεί τη σημαντική αυτή διαφορά. Διαμορφώνει μέτωπα συγκρούσεων -όπως π.χ. στον χώρο της παιδείας- αντί να επιδεικνύει μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα.
Υποτιμά επίσης το γεγονός ότι τα συμφέροντα της διαπλοκής των ΜΜΕ διατηρούν στο ακέραιο την ισχύ τους και τη δυνατότητα παρέμβασής τους στις πολιτικές εξελίξεις. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει τα εσπερινά δελτία ειδήσεων και να αξιολογήσει όχι μόνο την επιλογή των θεμάτων και την παρουσίασή τους αλλά και τους δημοσιογράφους – πολιτικούς «καθοδηγητές» που, εν είδει κομματικών διαφωτιστών, προσπαθούν όχι να αναλύσουν τα γεγονότα αλλά να «περάσουν» τη «γνώμη» τους.
Μια «γνώμη» που μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα των ιδιοκτητών του τηλεοπτικού σταθμού, τις προσωπικές κομματικές τους προτιμήσεις ή ακόμα και τα ιδιωτικά-εκδοτικά / επαγγελματικά τους συμφέροντα.
Βεβαίως όλα αυτά τα γεγονότα, οι πολιτικοί χειρισμοί, οι συνδικαλιστικές πρακτικές αλλά και το επικοινωνιακό «περιβάλλον» έχουν τη σημασία τους, όμως οι πραγματικές αντιθέσεις και οι συγκρούσεις συμφερόντων παράγονται και αναδύονται από την ίδια την κοινωνικο-οικονομική βάση.
Πράγματι βασικά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα όχι μόνο δεν επιλύονται, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις επιβαρύνονται. Η περιοριστική οικονομική πολιτική, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση των τιμών των αγαθών, έχουν οδηγήσει την ελληνική οικογένεια σε αδυναμία να καλύψει τις αυξημένες της ανάγκες και να ανταποκριθεί όχι σε ένα πρότυπο κατανάλωσης που διαφημίζουν τα ΜΜΕ, αλλά σε ένα στοιχειώδες πλαίσιο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το «έδαφος» όπου καλλιεργείται όχι μόνο η δυσαρέσκεια προς τα πολιτικά κόμματα αλλά και η «αποπολιτικοποίηση» και ο πολιτικός κυνισμός. Κι αυτή η δυσαρέσκεια και η άρνηση δεν έχουν μόνο προσλάβει αριθμητικά πλειοψηφική έκφραση (προσεγγίζοντας το 70%), αλλά και διαμορφώνουν σε βάθος χρόνου ένα πλαίσιο κοινωνικής αστάθειας και άρνησης για οποιαδήποτε κυβερνητική εξουσία.
Αυτή την πραγματικότητα έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, κι όχι τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και του Γ. Παπανδρέου. Κι ας κατανοήσει ότι καμία εξουσία δεν μπορεί να στεριώσει ούτε στο «τέλμα» ούτε στην «κινούμενη άμμο».