Έλλειμμα στρατηγικής και αποφασιστικότητας
Aυτό θα σημαίνει με άλλα λόγια ότι η ελληνική πλευρά αντί να αξιοποιεί την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία, όπως επισήμως διατείνεται, για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, θα έχει καταστεί με την ακολουθούμενη πολιτική όμηρος της ευρωπαϊκής πολιτικής της Άγκυρας και της αμερικανικής γεωπολιτικής, που επιδιώκει, για δικούς της λόγους, την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Παρουσίαση της φόρμουλας της φινλανδικής προεδρίας ως δήθεν βήματος για τη «λύση» του Κυπριακού
Οι συλλογισμοί αυτοί δεν είναι άσχετοι με τα όσα τεκταίνονται στο παρασκήνιο, με φαινομενικό πρωταγωνιστή τη φινλανδική προεδρία και γνωστό υποβολέα την αμερικανική και την αγγλική διπλωματία.
Η φινλανδική προεδρία διακηρύσσει επισήμως, όπως όλοι, ότι η Άγκυρα οφείλει να εκπληρώσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της έναντι της ΕΕ. Ανεπισήμως όμως πράττει άλλα. Καταβάλλει έντονες προσπάθειες για τη διασύνδεση της υποχρεώσεως της Άγκυρας να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως με τον λεγόμενο κανονισμό για το «απευθείας εμπόριο». Προωθεί δηλαδή αυτό που απαιτεί η Άγκυρα και στηρίζει βεβαίως με κάθε τρόπο η αγγλοαμερικανική διπλωματία.
Αποδοχή από την ελληνική πλευρά ενός τέτοιου «ανταλλάγματος» θα σήμαινε την έμμεση ντε φάκτο αναγνώριση του ψευδοκράτους και το άνοιγμα του δρόμου για την επιβολή, από την πίσω πόρτα, «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν. Η Τουρκία δεν θα είχε βεβαίως κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσει τότε μια Κύπρο δύο «ισοτίμων» κρατών και να εφαρμόσει σε αυτό το πλαίσιο το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως. Εφεξής, δεν θα ήταν επίσης ένοχη και υπόλογη για την κατοχή της στην Κύπρο, εφόσον η κατεχόμενη βόρεια Κύπρος θ’ αναγνωριζόταν από την ίδια την ΕΕ και τον ΟΗΕ ως νόμιμη επικράτεια των Τουρκοκυπρίων! Με τον τρόπο αυτόν, το πλεονέκτημα που απέκτησε η Κύπρος με την ένταξή της στην ΕΕ, η οποία αποτελεί σήμερα ασπίδα για τη διεθνή αναγνώριση και υπόστασή της και το μεγαλύτερο διπλωματικό της ατού για την επιδίωξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσεως, υπονομευόταν καίρια.
Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση σ’ αυτό, που είναι λιγότερο εμφανής. Συνδέεται με την τουρκική ευρωπαϊκή πολιτική και τις προσπάθειες της αμερικανικής πολιτικής να συμπλέξει με οργανικούς δεσμούς τον ελληνικό και τον τουρκικό παράγοντα κατά τρόπο που ν’ αποτελούν άρρητο, ενιαίο και αδιαχώριστο στρατηγικό σύνολο.
Η επιδίωξη αυτή συγκεκριμενοποιείται στην Κύπρο με τη μορφή μιας «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν, που θα καθιστούσε, μεταξύ άλλων, τον τουρκικό παράγοντα ισότιμο εκπρόσωπο της Κύπρου στην ΕΕ, με δικαίωμα ισότιμης συμμετοχής (50%-50%) στον λόγο, τις αποφάσεις και το βέτο μιας χώρας-μέλους αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σήμαινε για την ελληνική πλευρά μια τέτοια εξέλιξη και πώς θα μπορούσε να αξιοποιήσει η Άγκυρα το διπλωματικό αυτό χαρτί στις σχέσεις της με την ΕΕ και για την εκβιαστική στην ανάγκη υποστήριξη της ενταξιακής πορείας.
Επιδιώκεται παρόμοια λύση συνδιαχειρίσεως και συγκυριαρχίας στο Αιγαίο
Η τουρκική πολιτική με ανομολόγητη πολιτική, με ανομολόγητη αμερικανική υποστήριξη, επιδιώκει παρόμοια «λύση» στο θέμα του Αιγαίου. Έχοντας καθηλώσει σε πλήρη απραξία την ελληνική πλευρά, με το casus belli και τις πρόνοιες του μυστικού Πρωτοκόλλου της Βέρνης, που η Άγκυρα υποστηρίζει ότι επιβεβαιώθηκαν εμμέσως από το ανακοινωθέν της Μαδρίτης του 1997, η τουρκική πολιτική επιδιώκει να επιβάλει «λύσεις» «συνδιαχειρίσεως», «συγκυριαρχίας» και «συνεκμεταλλεύσεως»! Κατόρθωσε επίσης να καταγράψει στο ευρωπαϊκό επίπεδο, με απίστευτη ελληνική ανοχή, τις αυθαίρετες διεκδικήσεις της ως «συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα»!
Αντίθετα με όσα επισήμως υποστηρίζει η ελληνική πλευρά, ότι δήθεν η υποστήριξή της προς την τουρκική ευρωπαϊκή πορεία δεν είναι χωρίς όρους και προϋποθέσεις, διαπιστώνει κανείς ότι ούτε το θέμα του Αιγαίου, του casus belli και των τουρκικών προκλήσεων τίθενται στο πλαίσιο του κριτηρίου «καλής γειτονίας», που θεωρείται ως αυτονόητο για την ενταξιακή πορεία κάθε χώρας. Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Πιστεύει κανείς σοβαρά ότι, με τα δεδομένα αυτά, συνδέεται δήθεν η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με θετικές λύσεις και πρόοδο ή προοπτικές στα εθνικά θέματα της χώρας;
Για τη συγκάλυψη της καταστάσεως αυτής, σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, προβάλλεται πάλι, ως συνήθως, η ιδέα των μέτρων οικοδομήσεως εμπιστοσύνης που προσφέρουν στη σημερινή συγκυρία άλλοθι στην τουρκική πλευρά. Προσφέρουν όμως ταυτόχρονα πρόσχημα για σταδιακές διολισθήσεις των ελληνικών θέσεων και για την προώθηση από την Άγκυρα της ιδέας ότι δήθεν Ελλάδα και Τουρκία έχουν «ίσα» δικαιώματα στο Αιγαίο.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η φιλανδική προεδρία, αναζητώντας διέξοδο για την Άγκυρα, παρουσιάζει τη φόρμουλά της ως δήθεν ευκαιρία για την προώθηση «λύσεως» στο Κυπριακό. Ο αρμόδιος για τη διεύρυνση φινλανδός επίτροπος, Όλι Ρεν, ζήτησε προς αυτήν την κατεύθυνση τη βοήθεια της γραμματείας του ΟΗΕ, που αποτελεί σήμερα προνομιακό πεδίο αγγλοαμερικανικής επιρροής. Ανταποκρινόμενος, ο βοηθός γενικός γραμματεύς του ΟΗΕ, κ. Μαρκ Μάλοχ, έσπευσε να δώσει προς τον Όλι Ρεν θερμές διαβεβαιώσεις ότι θα συμπράξει πλήρως και δήλωσε χαρακτηριστικά:
«Είναι προφανές ότι η ΕΕ έχει ορισμένες ειδικές ανάγκες σχετικώς με τις συνομιλίες εντάξεως της Τουρκίας στην Ένωση, οι οποίες σχετίζονται με το θέμα των λιμένων της Βορείου Κύπρου και διαβεβαίωσα τον Όλι Ρεν ότι όντως θα παρακολουθούμε το θέμα για να δούμε πώς μπορούμε να βοηθήσουμε σ’ αυτό το ευρωπαϊκό ζήτημα».
Ο κ. Μάλοχ προσποιήθηκε άγνοια του Κυπριακού, όταν του επισημάνθηκε η αναφορά του σε «βόρεια Κύπρο», η οποία είναι κατεχόμενο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βάση τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η άγνοιά του δεν τον εμπόδισε βεβαίως να κάνει τη δήλωση.
Είναι προφανές ότι ο αγγλοαμερικανικός διπλωματικός παράγων συντονίζει και προωθεί ένα σενάριο για την απομόνωση της Κύπρου και την παρουσίασή της ως αδιάλλακτης, η οποία δεν δέχεται τη «συμβιβαστική φόρμουλα της φινλανδικής προεδρίας, με την οποία συμφωνεί πλήρως και ο ΟΗΕ».
Τι περιλαμβάνει ακριβώς η προτεινόμενη φόρμουλα της φινλανδικής προεδρίας
Η φόρμουλα της φινλανδικής προεδρίας, όπως διέρρευσε στον κυπριακό Τύπο, περιλαμβάνει τα εξής έξι σημεία:
• Πρώτον, «απευθείας εμπόριο» με τα κατεχόμενα διαρκείας δύο ετών.
• Δεύτερον, άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου για περίοδο δύο ετών, υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
• Τρίτον, παράδοση στα Ηνωμένα Έθνη της περιφραγμένης πόλεως της Αμμοχώστου.
• Τέταρτον, έναρξη εργασιών καθαρισμού και ανοικοδομήσεων στην περιοχή της Αμμοχώστου.
• Πέμπτον, προώθηση από την ΕΕ κεφαλαίων που αφορούν την τελωνειακή ένωση.
• Έκτον, άνοιγμα ορισμένων λιμένων και αεροδρομίων της Τουρκίας σε κυπριακά πλοία και αεροπλάνα.
Με απλά λόγια, η δήθεν «συμβιβαστική» φόρμουλα συνδέει ρητά το άνοιγμα ορισμένων λιμένων και αεροδρομίων της Τουρκίας (μερική εφαρμογή του Πρωτοκόλλου) με την αποδοχή των τουρκικών διεκδικήσεων για το «απευθείας εμπόριο» χωρίς καν την επιστροφή της Αμμοχώστου στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Με τα σημεία 3 και 4 της φόρμουλας προτείνεται η απόδοση της περιφραγμένης πόλεως στον ΟΗΕ και η έναρξη έργων καθαρισμού και ανοικοδομήσεως, ενώ η πόλη θα παραμένει εγκλωβισμένη στο κατεχόμενο έδαφος, υπό τουρκικό ουσιαστικά στρατιωτικό έλεγχο.
Μια τέτοια φόρμουλα αποτελεί προφανώς εμπαιγμό και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά. Είναι χαρακτηριστική όμως του κλίματος που δημιουργεί η εμμονή της ελληνικής πλευράς σε μια αδιέξοδη στρατηγική, που καταφανέστατα αντιμάχεται τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Πώς θα αντιταχθεί και θα καταγγείλει η ελληνική πλευρά την απαράδεκτη από κάθε άποψη σύνδεση που κάνει η φινλανδική προεδρία μεταξύ των υποχρεώσεων της Άγκυρας και του «απευθείας εμπορίου», όταν στερεότυπα επαναλαμβάνει ότι αποτελεί δήθεν για την Ελλάδα «στρατηγική προτεραιότητα» η απρόσκοπτη συνέχιση της τουρκικής ενταξιακής πορείας.
Κινητοποίηση των φιλοτουρκικών ερεισμάτων στην Ευρώπη
Για να διασωθεί η τουρκική ευρωπαϊκή πορεία, που εκτός από το Κυπριακό, που αποτελεί το αμεσότερο εμπόδιο, αντιμετωπίζει προβλήματα σε όλα τα μέτωπα, από τον δημοκρατικό έλεγχο του στρατού ως τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Κούρδων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιστρατεύονται όλα τα φιλοτουρκικά ερείσματα στην Ευρώπη. Προεξάρχοντες είναι βεβαίως οι Βρετανοί. Δεν έμεινε όμως πίσω ένα άλλο φωτεινό αστέρι της φιλοαμερικανικής πολιτικής στην Ευρώπη, ο πρώην γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόσκα Φίσερ, που για μια περίοδο λειτούργησε ως Διόσκουρος με τον έλληνα ομόλογό του και ως πρωταγωνιστής για την προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Project Syndicate» που αναδημοσιεύθηκε στο «Βήμα» (3 Οκτωβρίου 2006), ο Γιόσκα Φίσερ προβάλλει την πιο ακραία φιλοτουρκική και φιλοατλαντική εκδοχή για τη μεγάλη σημασία που έχει για τη Δύση η ένταξη της Τουρκίας. Αποενοχοποιεί επίσης την Άγκυρα από κάθε ευθύνη για το Κυπριακό και επιρρίπτει στην Κύπρο την ευθύνη για τη μη «λύση» του προβλήματος. Υπερακοντίζει στο πνεύμα αυτό υπέρ του «απευθείας εμπορίου» ως δίκαιου και επιβεβλημένου «ανταλλάγματος» και παρουσιάζει την τουρκική ένταξη ότι δήθεν εξυπηρετεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα: «Η εξασφάλιση των ευρωπαϊκών συμφερόντων σήμερα προϋποθέτει τη δημιουργία ισχυρών, μάλλον άρρηκτων δεσμών με την Τουρκία, τον ακρογωνιαίο λίθο της περιφερειακής ασφάλειας».
Προφανώς, η δημιουργία «άρρηκτων δεσμών» μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας προϋποθέτει τη δημιουργία «άρρηκτων δεσμών» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Είναι φανερή η κοινή καταγωγή των ιδεών Φίσερ και των ιδεολογημάτων που προβάλλει η ακολουθούμενη σήμερα ελληνική πολιτική. Η τελευταία αυτοπαρουσιάζεται ως δήθεν μονόδρομος και υποστηρίζει ότι η ένταξη της Τουρκίας εξυπηρετεί δήθεν, σε στρατηγικό μάλιστα επίπεδο, τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος! Οι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ηγεσίες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών δεν συμμερίζονται, βεβαίως, τις απόψεις Φίσερ και τις ομοούσιές τους απόψεις αλλού. Ο τελευταίος χορός δηλώσεων σκεπτικισμού και επιφυλάξεων από ευρωπαίους ηγέτες απέναντι στο ενδεχόμενο της τουρκικής εντάξεως διαμορφώνουν ουσιαστικά μια νέα κατάσταση στην Ευρώπη.
Ο άνεμος αυτός είναι καιρός, επιτέλους, να φτάσει στις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Η ένταξη της Τουρκίας θα ήταν μοιραία εξέλιξη για την Ευρώπη και την προοπτική και την ταυτότητά της. Πολύ περισσότερο ακόμη για την Ελλάδα, που απομονώνεται από τους ευρωπαίους εταίρους της και προωθεί μια εξέλιξη που συγκρούεται με τα θεμελιακά εθνικά της συμφέροντα.
Τα δέκα χρόνια που πέρασαν από τη δρομολόγηση της «νέας» αυτής πολιτικής δείχνουν τι μπορεί κανείς να αναμένει από μια τέτοια πολιτική.
Μια νέα ελληνική υποχώρηση και στη σημερινή συγκυρία με τον ισχυρισμό ότι αυτό θα εξυπηρετούσε την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, «που συμφέρει» δήθεν την Ελλάδα και θα προωθούσε τη «λύση» του Κυπριακού, θα ήταν αφόρητος εμπαιγμός και πλήγμα για την Ελλάδα και την Κύπρο, θα ήταν ταυτόχρονα διπλωματικός θρίαμβος για την Άγκυρα, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της ενταξιακής της πορείας.