Υπεράνω κομματικών αντιμαχιών

εβαίως δύναται να επικαλεσθεί, ως προς την ενασχόλησή της με τα κοινά, τη διαχρονική αλήθεια των λόγων του ανατόμου της πολιτικής σκέψης, του Θουκυδίδη: Τον άνθρωπο που δεν ενασχολείται με τα κοινά, «ου απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Όμως… ο Ολυμπιονίκης στη ροή του χρόνου ακολουθείται από τον «μύθο του», και αλίμονο αν ο παιδαγωγικός αυτός μύθος επιδοθεί στην αυτοχειρίασή του! Από τη στιγμή αυτή μεταπίπτει σε φανατισμό, στοιχείο ξένο, αλλότριο στην Ολυμπιακή Παιδεία της οποίας, υποτίθεται, είναι φορέας. Ζων δείγμα και παράδειγμα.

Η Ολυμπιακή Παράδοση (Altius, Fortius, Sitius) από τον 8ο π.Χ. αιώνα, μεταδυόμενη σε Ολυμπιακή Παιδεία, ανάγει τον Ολυμπιονίκη σε σταθερή αναφορά «ες αρετήν» και μάλιστα οδηγεί στο προβάδισμα του γενικού έναντι του ατομικού.

Η Ολυμπιακή Παιδεία αποστρέφεται την αντίληψη ότι είναι υπόθεση σωματικής ρώμης, επιβολής, «φαίνεσθαι και εξωτερικής συμβατικής ηθικής». Ο άλογος κόσμος, υποστηρίζει, αγωνίζεται να επικρατήσει ή όχι σε αγώνες επιβίωσης με σωματικά όπλα. Ο Πολίτης αγωνίζεται με τη σκέψη και την αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά και δη εκείνη που ανάγεται σε σημείο αναφοράς για το σύνολο της ανθρώπινης κοινωνίας. Στη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ ψεύτικου και αληθινού.

Η Ολυμπιονίκης Βούλα Πατουλίδου είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αγνοεί ότι η μέγιστη ολυμπιακή διάκριση αποτελεί «ες αεί» και για την ίδια, τους συγχρόνούς της και τους επιγενόμενους, στοιχείο διαμόρφωσης της ελεύθερης προσωπικότητας, της αυτοδιαμόρφωσης του ατόμου ως υποκειμένου Παιδείας!

Ο Πολιτισμός του Σώματος, συνοδευτικό στοιχείο της Ολυμπιακής Παράδοσης, συνοδοιπορεί με την πνευματική καλλιέργεια, οφείλει να ολοκληρώνει την αγωγή του ανθρώπου στο χιαστό σύστημα Σώμα-Πνεύμα, στην ολότητα του ανθρώπου ως σωματικής και πνευματικής ύπαρξης!

Η Ολυμπιακή Παιδεία διασκελίζει την «απέραντη ελαφρότητα της σωματικής παιδείας του ανθρώπου», αντιθέτως συμπλέει ή οφείλει να συμπλέει με την επιδίωξη της ανώτατης μορφής πνευματικής καλλιέργειας και κοσμοπολίτικης μόρφωσης.

Ο «πολιτισμός των τηλεπαραθύρων» ναι μεν συμπαρασύρει σε ακράτεια λόγων και υποβάθμιση του πολιτικού ήθους τους πολιτικούς ανταγωνιστές της Βούλας Πατουλίδου, ουδαμώς όμως αιτιολογούν τη διακίνηση στην αυτή ευθεία της Ολυμπιονίκου Βούλας Πατουλίδου.

Η άνοδός της στο κορυφαίο βάθρο της Ολυμπιακής Παράδοσης και οι τιμές με τις οποίες -και δικαίως- την επιδαψίλευσε η Πολιτεία, την ανάγουν ως άτομο και αθλητή υπεράνω κομματικών αντιμαχιών. Και στο στήθος επικολλήθηκε το Αριστείο του ήθους!

Η διαχρονική κριτική για το «πρέπον και μη πρέπον» του Ολυμπιονίκη, ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα αποτελεί τον δρομοδείκτη για τον Αθλητή.

Η έντονη αυτή κριτική από το λυκαυγές της Ιστορίας καθιστά βαρύ το φορτίο του Ολυμπιονίκη και τον καθιστά υπόλογο στην Ολυμπιακή Παράδοση, την Ολυμπιακή Παιδεία.

Ο ποιητής Τυρταίος (7ος αιώνας π.Χ.) κατακρίνει τη διαρκή παρουσία αθλητών από αγώνα σε αγώνα, το ανώφελο της παρουσίας τους στην Πόλη, το φαγοπότι και τη μυοθεραπεία ως και το χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Ο Ξενοφάνης (570-475 π.Χ.) επιτίθεται με δριμύτητα στη συνήθεια να αποδίδονται υπέρμετρες τιμές στους Ολυμπιονίκες.

Στον ύστερο 5ο αιώνα ο Ευριπίδης στο έργο του «Αυτόλυκος», παρατηρεί:

«Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέν κάκιον έστιν αθλητών γένους…». (=Μύρια είναι τα κακά στην Ελλάδα, κανένα δε δεν είναι πιο κακό απ’ το γένος των αθλητών).

Ο Ολυμπιονίκης, από το βάθρο του κοινωνικού παιδαγωγού, θα είναι δυστύχημα για τον ίδιο και την Κοινωνία αν μεταπέσει στον αγοραίο λόγο των τηλεπαραθύρων…


Σχολιάστε εδώ