Για ποια δημοσιονομική εξυγίανση μιλάει ο κ. Αλογοσκούφης;
α) να πετυχαίνει αναδιανεμητική του εισοδήματος λειτουργία με όργανα τη φορολογική και εισοδηματική πολιτική, β) να διακατέχεται από έντονη κοινωνική ευαισθησία, καθόσον αφορά την πολιτική δαπανών και γ) να αποτελεί πραγματικό (και όχι κατ’ όνομα) αναπτυξιακό εργαλείο και να οδηγεί στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας. Για να πετύχει αυτούς τους βασικούς στόχους του ο κρατικός προϋπολογισμός του 2007 υπάρχουν πολλά και σοβαρά εμπόδια, εκ των οποίων ορισμένα προκύπτουν από τις διεθνείς τάσεις που επικρατούν σήμερα και άλλα οφείλονται στις εγγενείς αδυναμίες της δημοσιονομικής μας κατάστασης. Ας δούμε αυτά τα εμπόδια που αποτελούν εν πολλοίς και την παθολογία της δημόσιας οικονομίας.
Η αναδιανεμητική του εισοδήματος λειτουργία του κρατικού προϋπολογισμού, που άλλοτε αποτελούσε τον σοβαρότερο δικαιολογητικό λόγο της κατάρτισής του, σήμερα έχει παντελώς εξασθενήσει. Στο πλαίσιο της ευρύτερης φιλοσοφίας της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας έχει δημιουργηθεί μια ισχυρή διεθνής τάση για μείωση της άμεσης φορολογίας και παράλληλη αύξηση της έμμεσης. Εν ονόματι της προσπάθειας προσέλκυσης επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, σχεδόν όλα τα κράτη επιδιώκουν δραστική μείωση του φόρου εισοδήματος μέχρι εξάλειψής του και μετακύλιση ολόκληρου του φορολογικού βάρους στους έμμεσους φόρους. Όπως είναι γνωστό, η έμμεση φορολογία έχει χαρακτηριστεί κοινωνικά άδικη, καθώς οδηγεί στην αποδυνάμωση της αναδιανομής του εισοδήματος μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και αυτό γιατί επιβαρύνει όλους με την ίδια ένταση, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους. Είναι αναλογική και όχι προοδευτική φορολογία. Και επιβαρύνει το ίδιο όλους τους καταναλωτές. Οι επικρίσεις αυτές ευσταθούν μέχρι ενός σημείου, πρέπει όμως να δεχθούμε ότι έχουν και κάποια δόση υπερβολής. Δεν ευσταθεί εντελώς το επιχείρημα ότι το φορολογικό βάρος πλήττει με την ίδια ένταση πλουσίους και φτωχούς. Οι υψηλού εισοδήματος πολίτες είναι μεγαλύτεροι καταναλωτές αγαθών και υπηρεσιών από τους χαμηλοεισοδηματίες. Επομένως μέσα από τη μεγαλύτερη κατανάλωση πληρώνουν περισσότερους φόρους. Όμως δεν συμμετέχουν στα φορολογικά βάρη ανάλογα με το εύρος του εισοδήματος που αποκτούν. Η άμεση φορολογία (φόροι εισοδήματος και περιουσίας) διορθώνει αυτή την αδυναμία και επιτρέπει την ισχυρότερη φορολόγηση των πολιτών υψηλού εισοδήματος. Και έτσι επιτυγχάνει το κράτος τη δικαιότερη αναδιανομή του εισοδήματος μέσω της φορολογικής πολιτικής. Η φορολογική πολιτική των τελευταίων ετών που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ακολουθεί αυτή την τάση. Απόδειξη η ανακοινωθείσα μείωση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Τα «σπασμένα» από τη μείωση της φορολογίας εισοδήματος ο προϋπολογισμός του 2007 ασφαλώς θα τα καλύψει με την ισχυροποίηση των συντελεστών της έμμεσης φορολογίας, όπως έγινε και φέτος και τα προηγούμενα χρόνια.
Την αναδιανεμητική του εισοδήματος λειτουργία του προϋπολογισμού αποδυναμώνει σε μεγάλο βαθμό και η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, νόμιμη ή παράνομη. Οι μόνοι που δεν είναι δυνατόν να φοροδιαφύγουν ή να φοροαποφύγουν (μη καταβολή βεβαιωμένων φόρων) είναι οι μισθωτοί και ορισμένες κατηγορίες ελευθέρων επαγγελματιών. Επομένως ο προϋπολογισμός παίρνει από τους χαμηλοεισοδηματίες για να τα δώσει σε άλλους με χαμηλότερο εισόδημα. Αυτό θυμίζει «δώσ’ μου το ψωμί σου να σ’ το δίνω λίγο λίγο»!
Έντονη κοινωνική ευαισθησία δεν μπορεί να έχει ο προϋπολογισμός του 2007. Η τάση σήμερα είναι ο περιορισμός των κοινωνικών δαπανών, που θεωρούνται -κακώς βέβαια- αντιπαραγωγικές, ενώ παραγωγική θεωρείται η φοροδιαφυγή που αυξάνει την αντοχή των επιχειρήσεων στον ανταγωνισμό! Η μείωση της φορολογίας εισοδήματος δεν προδίδει κοινωνική ευαισθησία, καθώς είναι απλώς ευθυγράμμιση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης με τις διεθνείς τάσεις που επικρατούν σήμερα. Επομένως δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε κανενός είδους προσπάθεια ανακούφισης των μη προνομιούχων, όπως η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης προσπαθεί να τη χαρακτηρίσει. Άλλο εμπόδιο στην εκδήλωση έντονης κοινωνικής ευαισθησίας είναι η εκ μέρους του κράτους επιχορήγηση των ασφαλιστικών ταμείων για την κάλυψη των υψηλών ελλειμμάτων. Έτσι στενεύουν σημαντικά τα περιθώρια του προϋπολογισμού για τη διάθεση πόρων προς άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο εμπόδιο. Τα υψηλά ελλείμματα της δημοσιονομικής διαχείρισης και το καθεστώς κοινοτικής επιτήρησης της οικονομίας μας απαιτούν συνέχιση της λιτότητας. Και βέβαια και πριν από την επιβολή του καθεστώτος επιτήρησης είχαμε για πολλά χρόνια «απολαύσει» μια αυστηρή λιτότητα που μας έλεγαν ότι είναι τάχα προσωρινή και ότι σύντομα θα δούμε «ακόμα καλύτερες μέρες». Τα χρόνια περνάνε και η λιτότητα συνεχίζεται με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες (είσοδος στην ΟΝΕ, ελλείμματα δημοσιονομικής διαχείρισης, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, καθεστώς επιτήρησης και άλλες παρόμοιες εφευρέσεις). Και αν ακόμη το καθεστώς επιτήρησης τερματιστεί στο τέλος της φετινής χρονιάς, και πάλι οι κοινωνικές δαπάνες δεν θα καταστεί δυνατόν να αυξηθούν επαρκώς μέχρι σημείου ανακούφισης αυτών που έχουν ανάγκη την κρατική μέριμνα και στοργή. Αυτά τα λίγα για τον βαθμό κοινωνικής ευαισθησίας που είναι δυνατόν να διαθέτει ο προϋπολογισμός του επομένου έτους (2007).
Αναπτυξιακό εργαλείο αποκλείεται να αποτελέσει ο νέος προϋπολογισμός και δεν μπορεί να βοηθήσει στην πραγματική σύγκλιση και στην επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας. Εδώ τα εμπόδια είναι πολλά και αξεπέραστα, τουλάχιστον μέσα στα στενά χρονικά περιθώρια μιας δημοσιονομικής χρήσης. Η μη αποδοτική λειτουργία του δημόσιου τομέα και ειδικά των μηχανισμών του υπουργείου Οικονομικών, το υψηλό δημόσιο χρέος που απορροφά για την εξυπηρέτησή του σημαντικούς πόρους από την οικονομία και η δημοσιονομική ανισορροπία με την υστέρηση των εσόδων, τις υψηλές κρατικές δαπάνες και τα σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για να διαθέσει το κράτος σημαντικούς πόρους για την υποβοήθηση της αναπτυξιακής πορείας της χώρας μας. Αντί γι’ αυτό, το πρόγραμμα εκτέλεσης έργων υποδομής από το Δημόσιο περικόπτεται, προκειμένου να καλυφθούν άλλες ανάγκες του προϋπολογισμού και να συγκρατηθεί το έλλειμμα. Μακροχρόνια τακτική αυτή, αρκετά προσφιλής στους υπουργούς Οικονομικών!
Όπως και οι προηγούμενοι, ο προϋπολογισμός του 2007 δεν μπορεί να βοηθήσει στον περιορισμό των δημοσιονομικών ανισορροπιών. Δεν είναι μόνο το πολύπλοκο και ατελές φορολογικό καθεστώς ούτε ομολογουμένως η τεράστια σε έκταση φοροδιαφυγή που εμποδίζουν τη δημοσιονομική εξισορρόπηση. Οι δημοσιονομικές ανισορροπίες είναι πολλές και σοβαρές. Και ασφαλώς τις έχει εντοπίσει η πολιτική ηγεσία. Μπορούμε να αναφέρουμε μερικές:
α) Το πολύπλοκο, γραφειοκρατικό και ατελές φορολογικό μας σύστημα.
β) Η φοροδιαφυγή που καταλήγει στην υπερφορολόγηση των μισθωτών. Ο ελεγκτικός μηχανισμός του υπουργείου Οικονομικών έχει ένα ποσοστό ευθύνης για τη μεγάλη έκταση της φοροδιαφυγής. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ουσιαστικά μένουν χωρίς φορολογικό έλεγχο. Τα αίτια ας τα αναζητήσει η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
γ) Στην περίοδο 2003-2005 η αύξηση των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού υπολογίζεται στο 4,5% ετησίως κατά μέσο όρο. Την ίδια περίοδο η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές έφτασε το 8,1% και η αύξηση των πρωτογενών δαπανών σε ετήσια βάση υπερέβη το 10% (μέσος όρος).
δ) Ο εισπρακτικός μηχανισμός του κράτους κατάφερε οι ανείσπρακτες βεβαιωμένες απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρους να φτάσουν στα 20 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 10% περίπου του ΑΕΠ. Δηλαδή το Δημόσιο δεν καταφέρνει να εισπράξει βεβαιωμένους φόρους.
ε) Τον Απρίλιο του 2005 είχαμε αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ. Παρά ταύτα, τα έσοδα του κράτους από τον ΦΠΑ ήταν μειωμένα κατά 12,7% σε σύγκριση με αυτά του 2004. Όλα αυτά δημιουργούν τα ελλείμματα και την αλματώδη αύξηση του δημοσίου χρέους. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη μείωση του ελλείμματος κατά τη φετινή χρονιά. Και από μήνα σε μήνα ανακοινώνει διάφορα ποσοστά μείωσης από 42% μέχρι 28,3%. Δεν μιλάει όμως για την εξέλιξη του δημοσίου χρέους. Λοιπόν, φέτος η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού δείχνει άλλη μια ανισορροπία στη δημοσιονομική μας κατάσταση. Μείωση του ελλείμματος και ταυτόχρονα αύξηση του δημοσίου χρέους. Στο τέλος της περσινής χρονιάς (Δεκέμβριος 2005), κατά τη συζήτηση στη Βουλή του προϋπολογισμού 2006, ο κ. Αλογοσκούφης μάς είχε διαβεβαιώσει ότι οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου θα έφταναν κατά το 2006 στο ύψος των 28.586 εκατ. ευρώ και ότι το δημόσιο χρέος, το οποίο στις 31/12/2005 έφτανε στα 212.687 εκατ. ευρώ, στο τέλος του 2006 θα φτάσει στα 223.989 εκατ. ευρώ (μετά την πληρωμή των χρεολυσίων που λήγουν μέσα στο 2006). Και όμως το δημόσιο χρέος στις 30/6/2006 έφτασε στα 224.813 εκατ. ευρώ, δηλαδή το πρώτο εξάμηνο έχουμε ήδη υπερβεί κατά 824 εκατ. ευρώ το όριο του δανεισμού που τέθηκε για ολόκληρο το 2006. Παράλληλα, μειώθηκαν και τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Από 1.940 εκατ. ευρώ που ήταν στις 31/3/2006, έφτασαν στα 613 εκατ. ευρώ στις 30/6/2006. Και ο δανεισμός δεν σταμάτησε. Συνεχείς εκδόσεις ομολογιών του Ελληνικού Δημοσίου. Η μείωση του ελλείμματος είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Μπορεί ο υπουργός των Οικονομικών να την πετύχει με ετεροχρονισμό των δαπανών και με διάφορα άλλα τρικ (π.χ. με τη μέθοδο των αντιτίμων). Επομένως δεν αποτελεί κριτήριο δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αλάνθαστο κριτήριο είναι η εξέλιξη του δημοσίου χρέους. Και για του λόγου το αληθές αναφέρουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι λειτουργικές δαπάνες του κράτους μέχρι 31/7/2006 είχαν αποπληρωθεί μόνο κατά 27% και οι δαπάνες κρατικών προμηθειών μόνο κατά 31%. Ετεροχρονισμός δαπανών.
Ύστερα από όλα τα παραπάνω, αληθινά πιστεύει ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών ότι ο δημοσιονομικός τομέας βρίσκεται σε τροχιά εξυγίανσης και σύντομα θα πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία;