ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ αναβαθμίζουν τη ρωσική διπλωματία
Ανακαλώντας η Μόσχα την περιβαλλοντική άδεια από την κοινοπραξία που εκμεταλλεύεται το πρόγραμμα «Σαχαλίνη 2», διέκοψε ακαριαία τις εργασίες στη μεγαλύτερη ξένη επένδυση που έχει πραγματοποιηθεί στη Ρωσία και σε μια από τις πιο σημαντικότερες επενδύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Το ύψος της επένδυσης υπερβαίνει τα 20 δισ. δολάρια, απασχολώντας αυτή τη στιγμή περίπου 17.000 εργαζόμενους! Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα πρόγραμμα – μαμούθ που άπτεται μακροπρόθεσμων και στρατηγικών συμφερόντων των μεγαλύτερων κρατών του κόσμου και των σημαντικότερων πολυεθνικών του ενεργειακού τομέα! Ο μεγαλύτερος χαμένος των περιβαλλοντικών ευαισθησιών της Μόσχας είναι ο ολλανδοβρετανικός όμιλος Ρόαγιαλ Ντατς Σελ, που ελέγχει το 55% του προγράμματος. Το υπόλοιπο 45% του προγράμματος είναι υπό τον έλεγχο των ιαπωνικών πολυεθνικών Μιτσούι και Μιτσουμπίσι, που κατέχουν το 25% και το 20% αντίστοιχα από τη συνολική επένδυση. Η απόφαση της Μόσχας προκάλεσε άμεσες διπλωματικές αντιδράσεις. Υπεραμυνόμενος των συμφερόντων της Σελ, παρότι η διοίκησή της έχει μεταφερθεί από το Λονδίνο στην Ολλανδία εδώ και έναν χρόνο, ο εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε τη «βαθιά του ανησυχία» για τις αποφάσεις της Μόσχας. Εναντίον της καταφέρθηκε ακόμη ο επίτροπος για θέματα ενέργειας της ΕΕ, που κάλεσε το Κρεμλίνο «να εξασφαλίσει ένα ασφαλές και προβλέψιμο επενδυτικό κλίμα». Σφοδρές αντιδράσεις καταγράφηκαν επίσης από το Τόκιο, καθώς η πολιτική ηγεσία της Ιαπωνίας είδε ότι η επιχείρηση απεξάρτησής της από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής έχει να αναμετρηθεί με νέα, απρόβλεπτα εμπόδια. Ο φερόμενος ως διάδοχος του σημερινού ιάπωνα πρωθυπουργού, Σίνζο Αμπέ, δήλωσε ότι οι διαφαινόμενες «σημαντικές καθυστερήσεις ενδέχεται να επιδράσουν αρνητικά στις συνολικές σχέσεις Ιαπωνίας και Ρωσίας». Σε αυτό το επίπεδο είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι ο πάγος που έπεσε στο πρόγραμμα «Σαχαλίνη 2» ήρθε να οξύνει τις ήδη τεταμένες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες δοκιμάστηκαν σε ασυνήθιστο βαθμό πρόσφατα, όταν πλοίο της ρωσικής ακτοφυλακής άνοιξε πυρ εναντίον ιαπωνικού αλιευτικού σκάφους που ψάρευε στα ρωσικά ύδατα σκοτώνοντας τον κυβερνήτη του.
Με την πλάτη στον τοίχο οι πετρελαϊκές
Παρότι όμως η προσπάθεια της Μόσχας να επωφεληθεί από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου είναι ηλίου φαεινότερη (χωρίς να στερείται ηθικής νομιμοποιητικής βάσης, αν σκεφτούμε ότι τα συγκεκριμένα συμβόλαια υπογράφτηκαν την εποχή που η τιμή του πετρελαίου κυμαινόταν από 10 έως 20 δολάρια το βαρέλι και σήμερα η τιμή του έχει φτάσει τα 63 δολάρια) είναι αποπροσανατολιστικό να στρέφονται προς τη ρωσική πρωτεύουσα όλες οι κατηγορίες για άσκηση εκβιασμού και αθέτηση των συμφωνηθέντων. Ό,τι κάνει κατ’ αρχάς η Μόσχα το κάνουν όλες σχεδόν οι αναπτυσσόμενες και αναπτυγμένες χώρες που διαθέτουν κοιτάσματα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γράφει έκπληκτη η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» της Τρίτης ότι «ένας νέος γύρος αιτημάτων στα συμβόλαια εκχώρησης και ωμές απαλλοτριώσεις από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες έχουν καταστήσει ανενεργό ένα από τα πιο ισχυρά διαπραγματευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες -το κοινό τους μέτωπο»! Στη συνέχεια παρατίθεται ένας μακρύς κατάλογος πετρελαιοπαραγωγικών κρατών που οδήγησαν σε όξυνση τις σχέσεις τους με τις πετρελαϊκές εταιρείες επιβάλλοντας αναθεώρηση των όρων εκμετάλλευσης. Τον Αύγουστο του 2006 το Τσαντ απείλησε ότι θα διώξει την αμερικανική Σεβρόν από τη χώρα αν δεν δεχτεί τους όρους του για τη φορολογία που πρέπει να πληρώνουν οι Αμερικανοί. Τον Ιούνιο που μας πέρασε η Αλγερία ανακοίνωσε επιπλέον φορολογία που αγγίζει ακόμη και το 50% επί των κερδών για όσο διάστημα η τιμή του αργού πετρελαίου υπερβαίνει τα 30 δολάρια. Τον Μάιο η Βολιβία εθνικοποίησε τα κοιτάσματα φυσικού αερίου τερματίζοντας ένα καθεστώς αποικιακής εκμετάλλευσης. Τον Απρίλιο το Εκουαδόρ ψήφισε νόμο με τον οποίο υποχρεώνονται οι πετρελαϊκές εταιρείες να επιστρέφουν τα μισά από τα έσοδά τους, για όσο διάστημα η τιμή πώλησης του πετρελαίου ξεπερνάει την τιμή με βάση την οποία έχουν υπογραφτεί τα συμβόλαια, κ.ά. Η γρίπη της αναθεώρησης των συμβολαίων δεν πλήττει μόνο τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τον Δεκέμβριο του 2005 η Αγγλία αύξησε τους φόρους που υποχρεούνται να πληρώνουν όσες εταιρείες εξορύσσουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Βόρεια Θάλασσα από 40% σε 50%. Ακόμη και στο αμερικανικό Κογκρέσο, όπου η μείωση των φόρων κεφαλαίου αποτελεί θέσφατο, έχουν κατατεθεί εισηγήσεις που προτείνουν την αύξησή τους για τις ενεργειακές εταιρείες.
Κερδοσκοπία με το πετρέλαιο
Η αναθεώρηση των συμβολαίων, όμως, και η συνεπακόλουθη αύξηση των εσόδων των κρατών που διαθέτουν τα κοιτάσματα στο υπέδαφός τους, εμφανίζεται επιβεβλημένη επειδή έτσι φτάνουν και στους νόμιμους αποδέκτες, δηλαδή τα κράτη, τα μυθικά κέρδη που αφήνει πίσω της η ασύλληπτη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία των τελευταίων χρόνων με επίκεντρο τις τιμές του πετρελαίου. Αρκεί να θυμίσουμε ότι τον Ιανουάριο του 2002 το βαρέλι στοίχιζε 18 δολάρια, και τον Απρίλιο που μας πέρασε έφθασε να διαπραγματεύεται στα 75 δολάρια! Αποκλειστικός χορηγός των καυσίμων αυτής της ξέφρενης κούρσας ήταν τα χρηματιστήρια. Στο πετρέλαιο μέσα σε λίγα χρόνια συγκεντρώθηκε όλη η υπερβάλλουσα ρευστότητα που κατέκλυζε προηγουμένως τα χρηματιστήρια και τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και της νέας τεχνολογίας με αποτέλεσμα άπαντες να μιλούν για μια νέα φούσκα, του πετρελαίου. Σε αυτό το ράλι τα επενδυτικά κεφάλαια που δραστηριοποιούνταν στην κερδοσκοπία επί των ενεργειακών τιμών έφθασαν πριν από λίγους μήνες να έχουν ενεργητικό που ξεπερνάει τα 60 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 5% του συνόλου των σχετικών κεφαλαίων. Αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής ήταν οι τιμές του πετρελαίου να αυξηθούν κατά 28% το 2004 και κατά 45% το 2005, όταν ο χρηματιστηριακός δείκτης Στάνταρ εντ Πουρ 500, τις ίδιες χρονιές κατέγραφε μονοψήφιες αυξήσεις. Η πρωτοφανής χρηματιστηριακή κερδοσκοπία που υφίσταται έχει αποτέλεσμα η τιμή του πετρελαίου να μη διαμορφώνεται πλέον από το επίπεδο ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι η συνεχής άνοδος της τιμής του πετρελαίου συνοδεύεται από μια παράλληλη αύξηση της παραγωγής, που καθίσταται εφικτή λόγω των συνεχών ανακαλύψεων που διαψεύδουν όσους προβλέπουν την εξάντληση των αποθεμάτων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως σήμερα το κόστος του πετρελαίου που αντλείται από τη θάλασσα σε βάθος 10.000 ποδιών έχει περίπου το ίδιο κόστος με το πετρέλαιο που αντλούνταν πριν από σαράντα χρόνια στο Τέξας ή τη Σαουδική Αραβία από ένα βάθος 100 ποδιών! Έτσι ο υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, Αλ Ναΐμι, δήλωνε στα μέσα Ιουλίου ότι πλέον έχει χαθεί κάθε σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης από τη μια και διαμόρφωσης της τιμής από την άλλη, ενώ έκρινε ότι με τα τρέχοντα δεδομένα η τιμή του βαρελιού θα έπρεπε να είναι κάτω από 50 δολάρια το βαρέλι! Πίσω συνεπώς από την τεράστια αύξηση της τιμής του πετρελαίου υπάρχει ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι με πρωταγωνιστές της πετρελαϊκές εταιρείες και τους επαγγελματίες της κερδοσκοπίας. Γιατί να μη ζητήσουν και τα κράτη το μερίδιο που τους αναλογεί; Και γιατί πολύ περισσότερο να θεωρούνται υπόλογα τα κράτη, όταν ο τριπλασιασμός της τιμής του πετρελαίου θεωρείται φυσιολογικός;
Η (ανα)γέννηση ενός έθνους
Η Ρωσία ειδικότερα βλέπει πίσω από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μια μοναδική ευκαιρία τερματισμού της παρακμής της περιόδου Γέλτσιν και αναβάθμισης της διπλωματικής της θέσης. Η δυνατότητα αυτή θεμελιώνεται από το σημαντικό ειδικό βάρος των ενεργειακών εσόδων στα εθνικά της μεγέθη. Η Ρωσία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου, μετά τη Σαουδική Αραβία, και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας φυσικού αερίου.
Το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 40% των συνολικών εξαγωγών της και το φυσικό αέριο το 14%, ενώ τα έσοδα από την ενέργεια αντιπροσωπεύουν το 40% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της. Επειδή όμως η πολιτική προηγείται της οικονομίας, για να μπορέσει ο Πούτιν να μετατρέψει τα ενεργειακά αποθέματα σε πολύτιμο εργαλείο χάραξης εξωτερικής πολιτικής προέβη πρώτα σε εκτεταμένες επανεθνικοποιήσεις των ενεργειακών εταιρειών που είχαν περάσει στα χέρια διεφθαρμένων ολιγαρχών όσο κρατούσε το μεγάλο φαγοπότι της μετάβασης, αποτρέποντας σε πρώτη φάση το χειρότερο: την πώλησή τους δηλαδή στις αμερικανικές Έξον Μόμπιλ και Σεβρόν Τεξάκο όπως ήταν το αρχικό σχέδιο του έγκλειστου Χανταρκόφσκι και του φυγά Αμπράμοβιτς, εξέλιξη που θα σηματοδοτούσε την αμετάκλητη μετατροπή της Ρωσίας σε αμερικανική αποικία. Στη συνέχεια, το σχέδιο του Πούτιν προέβλεπε ότι λίγο πολύ βλέπουμε να εξελίσσεται σήμερα: ανάσχεση της συρρίκνωσης της διπλωματικής επιρροής της Μόσχας στην ευρύτερη περιοχή και ανοιχτή αμφισβήτηση της υπόστασης και της συνοχής των εχθρικών γειτονικών καθεστώτων, όπως έδειξε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Υπερδνειστερία την προηγούμενη Κυριακή, όπου αποφασίστηκε η απόσχισή της από τη Μολδαβία και η ένωσή της με τη Ρωσία, έστω και αν δεν μοιράζονται ούτε ένα πόντο κοινών συνόρων! Πέρα όμως από το βεληνεκές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης τα οφέλη που δρέπει η Μόσχα από τις διεθνείς παρεμβάσεις της δεν δικαιολογούν τον αρχικό ενθουσιασμό. Το πολιτικό θάρρος που βρήκε για να καλέσει στο Κρεμλίνο την κυβέρνηση της Χαμάς, προσπαθώντας να τη νομιμοποιήσει όταν όλη η Δύση την κήρυξε ανεπιθύμητη, και η άρνησή της να συγκατανεύσει στην αμερικανική πρόταση για εφαρμογή κυρώσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας κατά του Ιράν δεν είναι μόνο ένα ημιτελές βήμα που θα μετεωρίζεται για καιρό.
Είναι η δεύτερη εκδίκηση της πολιτικής καθώς η Μόσχα φαίνεται απρόθυμη να αμφισβητήσει την αμερικανική κυριαρχία, στα κρίσιμα γεωγραφικά σημεία όπου διακυβεύονται οι ισορροπίες και οι συσχετισμοί – όπως είναι η Μέση Ανατολή για παράδειγμα, περιορίζοντας έτσι τις φιλοδοξίες της στα ιστορικά όρια της περιφέρειά της.