Μονοπωλιακός νεο-φιλελευθερισμός

Ο ένας, κυρίαρχος, «μύθος» του νεο-φιλελεύθερου «υποδείγματος» είναι αυτός του ανταγωνισμού. Ο «ανταγωνισμός», ως σύμβολο και «συμπύκνωμα» της λειτουργίας των μηχανισμών της αγοράς, αποκτά μια ιδιαίτερη αξία και αναγορεύεται ως «αυτο-καθαρτήριος μηχανισμός» της αγοράς, ικανός να αποτρέψει ή και να αναιρέσει οποιεσδήποτε δυσλειτουργίες ή εμφανείς κερδοσκοπικές/εκμεταλλευτικές δραστηριότητες παρουσιάζονται.

Υπάρχει, πράγματι, ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά; Ή μήπως σε κρίσιμους τομείς διαμορφώνονται καρτέλ και μονοπωλιακού τύπου δομές;

Δεν απαιτούνται οι ειδικές γνώσεις της οικονομικής επιστήμης για να διαπιστώσουμε, ως πολίτες, ότι έχουν ήδη διαμορφωθεί μονοπωλιακού χαρακτήρα δομές στην ελληνική οικονομία.

Εμπορία τροφίμων και σούπερ-μάρκετ, καύσιμα, φάρμακα, γαλακτοκομικά πρoιόντα, οπωρολαχανικά και γενικότερα αγροτικά προϊόντα το ίδιο το χρηματοπιστωτικό σύστημα των τραπεζών συνιστούν ήδη πανίσχυρους μηχανισμούς απόλυτου σχεδόν ελέγχου των τομέων όπου απευθύνονται.

Μονοπωλιακή δομή σ’ έναν τομέα της οικονομίας δεν σημαίνει αναγκαστικά την απόλυτη κυριαρχία μιας επιχείρησης. Προϋποθέτει, όμως, ΕΝΑ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ που μπορεί να καθορίσει τόσο τις τιμές όσο και τις ποσότητες ή την ποιότητα των προϊόντων ή και των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Ο ανταγωνισμός, στις περιπτώσεις αυτές δεν αποτελεί παρά ένα πρόσχημα. Στην πραγματικότητα ο ενεργοποιός, δυναμικός, μηχανισμός και το απόλυτο κίνητρο είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος. Απο τη στιγμή που συγκροτείται ο ένας, ο κεντρικός «πόλος» των αποφάσεων, τότε ο ανταγωνισμός περιορίζεται μεταξύ της μονοπωλιακής δομής και των ασθενέστερων οικονομικά επιχειρήσεων, οι οποίες και οδηγούνται νομοτελειακά στην εξόντωση.

Αψευδής μάρτυρας της λειτουργία αυτής αποτελούν τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων.

Οι τράπεζες, οι εταιρείες καυσίμων, τα μεγάλα σούπερ-μάρκετ, οι εταιρείες τροφίμων, οι φαρμακοβιομηχανίες συσσωρεύουν ετήσια ποσοστά κέρδους που είναι ασύλληπτα και μη συγκρίσιμα προς εκείνα άλλων ευρωπαϊκών αγορών.

Στην ουσία η αποκαλούμενη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ιδιαίτερα στη χώρα μας, εξελίσσεται σ’ έναν ολιγοπωλιακό νεοφιλελευθερισμό που όχι μόνο απομυζά τον εθνικό πλούτο και το οικογενειακό εισόδημα, αλλά αποβαίνει εμπόδιο στην ίδια την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας.

Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, άλλωστε, ελάχιστη σχέση έχει με το κλασικό φιλελεύθερο οικονομικό πρότυπο του A. Smith (πλούτος των Εθνών, 1776), το οποίο επικαλούνται τα σύγχρονα «γεράκια της αγοράς», προκειμένου να «δικαιολογήσουν» επιστημονικά και φιλοσοφικά τα φαινόμενα της σύγχρονης ασύδοτης κερδοσκοπίας και εκμετάλλευσης.

Γιατί ο A. Smith θεώρησε, πράγματι, το κέρδος ως «ενεργοποιό μηχανισμό» των ανθρωπίνων δυνατοτήτων και τον ανταγωνισμό ως πλαίσιο ανάπτυξης των δυνατοτήτων αυτών, θέτοντας όμως αυστηρούς περιορισμούς. Αναφέρθηκε ρητά στην ύπαρξη πολλών, αυτόνομων, μεσαίου τύπου επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να αναπτυχθεί ανταγωνισμός με σκοπό, όπως εμφαντικά τόνιζε, «να κατέλθει η τιμή του προϊόντος σ’ ένα επίπεδο λίγο ανώτερο της αξίας της καταβληθείσας εργατικής δύναμης».

Μάλιστα για τη διασφάλιση της αποτροπής του υπερβολικού κέρδους ο A. Smith προτρέπει ευθέως την κυβέρνηση και την κρατική διοίκηση να παρεμβαίνουν εκεί που νοθεύεται ο ανταγωνισμός μέσα από τη συνεννόηση των επιχειρήσεων…

Καμία σχέση, λοιπόν, δεν έχει ο νεο-φιλελευθερισμός με τον κλασικό φιλελευθερισμό που συνδύαζε την οικονομική ελευθερία με την κοινωνική διάσταση της οικονομικής πράξης (θεωρία των «ηθικών» συναισθημάτων) και την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών.

Ο δεύτερος μεγάλος «μύθος» του νεο-φιλελεύθερου, εγχώριου προτύπου αφορά τη δυνατότητα αποτροπής της κερδοσκοπίας και της «νόθευσης» του ανταγωνισμού μέσω «μηχανισμών ελέγχου» και «ανεξάρτητων αρχών»…

Όμως τέτοιου είδους «μηχανισμοί» και «αρχές» (αν ξεκινήσουμε από τα πεπραγμένα του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου, που χορηγούσε κατά εκατοντάδες πιστοποιητικά διαφάνειας στους φορείς της διαπλοκής την προηγούμενη περίοδο και φθάσουμε μέχρι τα «κατορθώματα» της Επιτροπής Ανταγωνισμού) λειτουργούν στην πράξη περισσότερο ως «άλλοθι» της πολιτικής εξουσίας και των εκάστοτε κυβερνήσεων και παράλληλα ως μηχανισμοί νομιμοποίησης των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των οικονομικών συμφερόντων.

Ασφαλώς καμία πράξη συναλλαγής και διαφθοράς που συντελείται σε «μεσαίο» ή σε «κατώτερο» επίπεδο δεν μπορεί -και δεν πρέπει- να μείνει ατιμώρητη. Οι «χειροπέδες» όμως δεν πρέπει να εξαντλούνται σε επικοινωνιακά «τρυκ».

Γιατί στην ουσία τα ίδια τα κόμματα, οι πολιτικές εξουσίες, οι φορείς της διακυβέρνησης πρέπει να απαλλαγούν από τις «χειροπέδες» που τις συνδέουν με τα διάφορα συμφέροντα (οικονομικά, κομματικά, πελατειακά).

Οι πολίτες, η κοινωνίας μας, απαιτούν πολιτικές ρήξεις με τα συμφέροντα αυτά. Απαιτούν αυστηρή οριοθέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα του κάθε πολίτη.

Τα μονοπώλια και τα καρτέλ συγκροτούνται στο «κενό» που δημιουργεί η απόσυρση και η απουσία της πολιτικής εξουσίας και δεν αποτελούν αναπότρεπτα «φυσικά» φαινόμενα. Ας το κατανοήσουν οι πολιτικοί πριν όλοι μας -αυτοί και εμείς- βρεθούμε οριστικά δεσμώτες με τις «χειροπέδες» της νεοφιλελεύθερης αγοράς.


Σχολιάστε εδώ