Γιατί το Αιγαίο και το casus belli δεν τίθενται στα κριτήρια της ενταξιακής πορείας της Άγκυρας;

Η αναβολή έχει στόχο να δώσει την ευκαιρία στην Τουρκία να προωθήσει προς έγκριση στην Εθνοσυνέλευση νέα νομοθετικά μέτρα, με τα οποία θα προβάλει την εντύπωση ότι υπάρχει δήθεν πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις που ζητά η ΕΕ και ότι η ευρωπαϊκή πορείας της Τουρκίας δεν βρίσκεται σε αποτελμάτωση. Ο ελιγμός της εγκρίσεως από την Εθνοσυνέλευση νέων μέτρων αποσκοπεί επίσης να διαχωρίσει το γενικότερο θέμα της ενταξιακής προόδου της Τουρκίας από το ειδικότερο θέμα του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως και να «απομονώσει» την Κύπρο, που είναι ο αμεσότερος ενδιαφερόμενος γι’ αυτό.

Η Άγκυρα και οι συνήγοροί της πιστεύουν ότι θα είναι έτσι σε ανετότερη θέση για να υποστηρίξουν ότι εκτός από το θέμα του πρωτοκόλλου υπάρχει μια σχετική πρόοδος και ότι πρέπει γι’ αυτό να δοθεί χρόνος στην Τουρκία και να διευκολυνθεί ο Ερντογάν, που αντιμετωπίζει εθνικές εκλογές το 2007.

Ως επικουρία προς αυτή την κατεύθυνση, ήρθε την κατάλληλη στιγμή και η αθώωση, κατά το προηγούμενο πρότυπο του Ορχάν Παμούκ, της Ελίφ Σαφάκ, συγγραφέως, η οποία είχε παραπεμφθεί στο δικαστήριο επειδή έγραψε για την αρμένικη γενοκτονία. Η αθώωσή της προβλήθηκε θεαματικά στον ευρωπαϊκό Τύπο ως δείγμα και απόδειξη της δήθεν ανεξαρτησίας των τουρκικών δικαστηρίων και της προόδου που επιτελείται στην Τουρκία στον τομέα της ελευθερίας της εκφράσεως και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ένα δεύτερο μέτωπο της Άγκυρας και των συμμάχων της είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έχει αναληφθεί γι’ αυτό πραγματική εκστρατεία για την τροποποίηση των δυσμενών για την Άγκυρα αναφορών στο ψήφισμα που εισηγήθηκε ο ολλανδός χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής Κάμιελ Έρλιγκς και ψηφίσθηκε από την Επιτροπή Εξωτερικών. Ενώ αναμένεται η έγκρισή του από την ολομέλεια στο τέλος του μηνός, η Άγκυρα προσπαθεί να απαλείψει τις αναφορές στην αρμένικη γενοκτονία και στη γενοκτονία των Ποντίων, να απαλύνει τις αναφορές στο Κουρδικό και να διασυνδέσει την υποχρέωσή της για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως με την προώθηση, ως «ανταλλάγματος» του κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο», που θα σήμαινε ουσιαστικά την έμμεση, ντε φάκτο, αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Σιωπηρή αποδοχή από την Ελλάδα συρρικνωμένων κριτηρίων και υποχρεώσεων της Τουρκίας

Η επίσημη ελληνική θέση επαναλαμβάνει στερεότυπα ότι υποστηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, αλλά υπό τον όρο ότι θα εκπληρώσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις γι’ αυτό και τις υποχρεώσεις της. Δυσκολεύεται όμως κανείς να εντοπίσει ποιες είναι ακριβώς οι προϋποθέσεις και υποχρεώσεις αυτές. Το πιο ευδιάκριτο μέρος είναι οι υποχρεώσεις της Τουρκίας που αφορούν τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων των απομεινάντων Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και στην Ίμβρο και Τένεδο και τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Τα θέματα αυτά αντιπροσωπεύουν, ασφαλώς, ένα πολύ σημαντικό μέτωπο για την Ελλάδα και πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να υποχρεωθεί η Άγκυρα να σεβασθεί, έστω και την ύστατη ώρα, τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των λίγων Ελλήνων που ζουν στην Πόλη και στα δύο μικρά νησιά, όπως επίσης τα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Άγκυρα όμως, αφού εξόντωσε μεθοδικά τη μεγάλη ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης έπρεπε να είναι υποχρεωτικά σε ισορροπία με τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης, βγαίνει σήμερα και σε διπλωματική αντεπίθεση. Χρησιμοποιεί ανενδοίαστα τη Διεθνή Ισλαμική Διάσκεψη για να καταγγείλει την Ελλάδα ότι δήθεν καταπιέζει τους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης. Προβάλλει επίσης τον διορισμό του μουφτή από την ελληνική κυβέρνηση ως δήθεν απόδειξη ανελευθερίας και καταπιέσεως, ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι λόγω των δικαστικών, μεταξύ των άλλων, αρμοδιοτήτων που έχει σήμερα ο μουφτής, δεν μπορεί να είναι εκλεγμένος.

Αυτό ήταν το κύριο θέμα που έθεσε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών κ. Γκιουλ κατά τη συνάντησή του με την ομόλογό του κ. Ντόρα Μπακογιάννη στη Νέα Υόρκη, την τελευταία εβδομάδα. Γι’ αυτό το θέμα ξιφούλκησε επίσης ο τούρκος πρωθυπουργός κ. Ερντογάν με προκλητικές προπαγανδιστικές δηλώσεις. Ο κ. Ερντογάν έφτασε μάλιστα στο σημείο να αντιπαραθέσει την τουρκική δημοκρατική συμπεριφορά που δέχεται την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς την ελληνική αντιδημοκρατική πρακτική που δεν επιτρέπει την εκλογή του μουφτή και θέλει τον διορισμό του.

Η τουρκική πρακτική και τακτική δεν ξενίζει γιατί είναι σταθερή και διαχρονικά η ίδια και υπερασπίζει και επιδιώκει τους ίδιους στόχους. Αυτό που εκπλήττει είναι η ελληνική πολιτική που φτάνει στο σημείο, ούτως εχόντων των πραγμάτων, να αγωνίζεται π.χ. για να εντάξει ως παρατηρητή το κόμμα του Ερντογάν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και να εξασφαλίσει στην τουρκική προπαγάνδα ένα άλλο βήμα στους κόλπους των χριστιανοδημοκρατών της Ευρώπης.

Αυτό όμως που είναι τρισμέγιστο θέμα και περνά ουσιαστικά απαρατήρητο, με επίφαση το Πατριαρχείο και τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως είναι η αφαίρεση ουσιαστικά του μεγάλου προβλήματος του Αιγαίου από τα κριτήρια και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή της πορεία. Το θέμα, μετά τη μνημειώδη αποδοχή από την κυβέρνηση Σημίτη «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων» και την επιβεβαίωσή τους στο διαπραγματευτικό πλαίσιο από τη σημερινή κυβέρνηση, παραπέμπεται σιωπηρά στο διμερές επίπεδο. Διαψεύδονται έτσι οι μεγαλόστομοι ισχυρισμοί ότι με τη «νέα» πολιτική που υιοθετήθηκε έναντι της Τουρκίας (ανεπιφύλακτη υποστήριξη της ευρωπαϊκής της πορείας), τα διμερή ελληνοτουρκικά θέματα μετατρέπονται δήθεν σε ευρωτουρκικά! Αντιθέτως, καταγράφονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας ως ελληνοτουρκικές διαφορές και παραπέμπεται η επίλυσή τους στο διμερές επίπεδο.

Για την αντιμετώπιση της εντάσεως που προκαλεί σταθερά η Άγκυρα στο Αιγαίο με τις διεκδικήσεις και τις προκλήσεις της, παρουσιάζεται ως διέξοδος η τακτική των Μέτρων Αποκαταστάσεως Εμπιστοσύνης. Η Άγκυρα τα αξιοποιεί σταθερά κατά το δοκούν αφενός για να προβάλει «φιλειρηνικό» πρόσωπο προς την Ευρώπη και αφετέρου για να προωθεί την ιδέα ότι Ελλάδα και Τουρκία έχουν «ίσα» δικαιώματα στο Αιγαίο.

Με πρόσχημα την πολιτική «φιλίας» προς την Τουρκία και την υποστήριξη της ευρωπαϊκής της πορείας, η ελληνική πολιτική των τελευταίων χρόνων μετά το 1996, περιλαμβανομένης της σημερινής, ακολουθούν μια ασάλευτη πολιτική στο θέμα του Αιγαίου, που υποθηκεύει καίρια τα ελληνικά συμφέροντα και το καθεστώς του ελληνικού αρχιπελάγους. Δεν αναλαμβάνουν καμιά πρωτοβουλία για την προβολή των ελληνικών θέσεων και τη δημιουργία θετικών διπλωματικών προϋποθέσεων για την άσκηση των ελληνικών δικαιωμάτων. Δεν θέτουν θέμα στην ΕΕ για το τουρκικό casus belli, που είναι ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε έννοια «καλής γειτονίας» η οποία αποτελεί κριτήριο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Αντιθέτως, αποδέχονται σιωπηρά τους τουρκικούς εκβιασμούς για πλήρη αποχή από έρευνες στην υφαλοκρηπίδα ολόκληρου του Αιγαίου στο πνεύμα των προνοιών του μυστικού Πρωτοκόλλου της Βέρνης του 1976. Η κατάσταση όμως άλλαξε ριζικά από τότε, μετά τα γνωστά αποτελέσματα της Διεθνούς Διασκέψεως για το θαλάσσιο δίκαιο το 1981 και την επικύρωσή τους από τα κράτη με εξαίρεση την Τουρκία και το Ισραήλ, μέχρι την προκαθορισμένη ημερομηνία του 1994. Η ελληνική πολιτική, στο πνεύμα αυτό, αγνοεί επίσης και δεν θέτει το θέμα οικονομικής ζώνης στο Αιγαίο, όπως αυτή προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις του νέου, διεθνούς θαλάσσιου δικαίου.

Με την ίδια αταραξία και επανάπαυση αντιμετωπίζεται η προσπάθεια της Άγκυρας να δημιουργήσει νέους όρους στη ναυτική παρουσία της στο Αιγαίο, με μια τεράστια εξοπλιστική προσπάθεια ειδικά στον τομέα των ναυτικών εξοπλισμών. Είναι προφανής σχετικά ο στόχος της Άγκυρας να αποκτήσει θέση υπεροχής και να υπαγορεύσει από θέση ισχύος νέες ρυθμίσεις στο Αιγαίο, κατά πρώτο λόγο ντε φάκτο.

Παρόμοια πολιτική στο Κυπριακό

Η υποχωρητική και κατευναστική αυτή πολιτική στο Αιγαίο ακολουθείται ουσιαστικά με άλλη μορφή και στο Κυπριακό. Τα μηνύματα που εκπέμπονται από την Αθήνα προτάσσουν την ανάγκη να συνεχισθεί με κάθε τρόπο η ευρωπαϊκή πορεία της Άγκυρας και να μην οδηγηθεί είτε σε διακοπή είτε σε εκτροπή προς μια ειδική σχέση.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν δήθεν κατά του στρατηγικού συμφέροντος της Ελλάδος, σύμφωνα με τους θιασώτες της «νέας» στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.

Είναι προφανές ότι με μια τέτοια θεωρία αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφύλαξη και δυσφορία δηλώσεις στη Λευκωσία ότι η Κύπρος δεν θα επιτρέψει το άνοιγμα ή το κλείσιμο νέων διαπραγματευτικών κεφαλαίων, αν η Άγκυρα δεν εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως. Οι πιέσεις προς τη Λευκωσία για την αναζήτηση «συμβιβαστικών» λύσεων είναι δεδομένες και ο διεμβολισμός του ελληνικού μετώπου θα ήταν μια άλλη νίκη της Άγκυρας και των συμμάχων της. Η ελληνική πλευρά έχασε ήδη την ευκαιρία δύο διαδοχικών συνόδων κορυφής για να απαιτήσει αυτά που είναι αυτονόητα από την ίδια τη δομή και τις καταστατικές αρχές της ΕΕ. Δεν έχει περιθώριο για μια άλλη χαμένη ευκαιρία χωρίς δραματικές συνέπειες στη θέση και στην υπόσταση της Κύπρου.

Η ευνοϊκή ευρωπαϊκή συγκυρία για την Ελλάδα και η αντιστροφή από την ελληνική πολιτική της στρατηγικής πραγματικότητας

Οι πολλαπλασιαζόμενες ευρωπαϊκές αντιδράσεις στο ενδεχόμενο τουρκικής εντάξεως, με αποκορύφωμα τη σαφέστατη τοποθέτηση του γάλλου υπουργού Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί, αντιμετωπίζονται από την επίσημη πολιτική της Αθήνας περίπου ως δικό της πρόβλημα, γιατί θέτουν υπό αμφισβήτηση την ακολουθούμενη από αυτήν στρατηγική.

Υποστηρίζεται σχετικά ότι εάν διακοπεί η ενταξιακή πορεία της Άγκυρας, δεν θα έχει δήθεν η Αθήνα μοχλούς πιέσεως για να προσβλέπει στη συμμόρφωση και «αλλαγή» της Τουρκίας.

Μπορεί βεβαίως κανείς να κάνει, κατά πρώτο λόγο, τον απολογισμό των πιέσεων και των «αλλαγών» που υπέστη μέχρι τώρα η Άγκυρα σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά θέματα. Μπορεί, κατά δεύτερο λόγο, να εκτιμήσει το νόημα των μελλοντικών ελπίδων εάν εν τω μεταξύ η ελληνική πλευρά προβεί σε απαράδεκτες υποχωρήσεις για να στηρίξει τη συνέχιση της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας. Μπορεί, κατά τρίτο λόγο, να διαπιστώσει ότι και στην περίπτωση που η Τουρκία δεν ενταχθεί και δρομολογηθεί μια ειδική σχέση, η Ελλάδα δεν θα πάψει να έχει λόγο και διαπραγματευτική επιρροή γι’ αυτήν. Αντιθέτως, το τοπίο θα είναι σαφές και η Ελλάδα θα μπορεί τότε να διεκδικήσει, χωρίς αναστολές και επιφυλάξεις, τον ρόλο της ως ευρωπαϊκού συνόρου.

Το πρόβλημα δυστυχώς της ελληνικής πολιτικής είναι μεγάλο και είναι στην ουσία του πρόβλημα γεωπολιτικών και στρατηγικών επιλογών. Σ’ ένα μέρος συγχέεται με το γενικότερο πρόβλημα της ΕΕ στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Η ΕΕ επέτρεψε να υπερφαλαγγισθεί η προοπτική της από την ιδέα της Ατλαντικής Ευρώπης και από την πολιτική της παγκοσμιοποίησης.

Στο μεγαλύτερό του όμως μέρος είναι εθνικό πρόβλημα και συνδέεται με τη μοιραία στρατηγική ανατροπή της ελληνικής πολιτικής που δρομολόγησε η κυβέρνηση Σημίτη μετά το 1996 και συνεχίζει η σημερινή.

Η ελληνική πολιτική, αντίθετα με τα θεμελιακά εθνικά της συμφέροντα, ευθυγραμμίσθηκε με την αμερικανική γεωπολιτική στην περιοχή, με την ιδέα της Ατλαντικής Ευρώπης και με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, ανέστρεψε πλήρως και την πολιτική της απέναντι στην Τουρκία και ανέλαβε τον ρόλο του σημαιοφόρου της Άγκυρας στην Ευρώπη, με πρόσχημα το ευτελές ιδεολόγημα ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ συμφέρει δήθεν την Ελλάδα!

Η πολιτική αυτή είναι ολέθρια, γιατί:

• Υπονομεύει τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδος.
• Ενισχύει, αντιθέτως, δραματικά τη γεωπολιτική θέση της Άγκυρας, στην οποία ανοίγει τον δρόμο για δυναμική επιστροφή στην Ευρώπη.
• Αντιμάχεται την ιδέα μιας γεωπολιτικής αυτόνομης Ευρώπης, που αντιπροσωπεύει μια ελπίδα για την Ελλάδα και ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που απέκτησε η Ελλάδα με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
• Απομονώνεται επικίνδυνα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι γι’ αυτήν εν δυνάμει φίλοι και σύμμαχοι.
• Εγκλωβίζονται στις πολιτικές που προωθεί ο αμερικανικός και ο αγγλικός παράγων στα εθνικά μας θέματα.
• Διατρέχει τον κίνδυνο να συμβαδίσει τελικά με την Τουρκία και τα Βαλκάνια αντί με τον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο προβληματισμός για την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική και στρατηγική πρέπει επιτέλους να τεθεί ως θέμα εθνικής στρατηγικής και εθνικού προσανατολισμού. Δεν είναι θέμα που αντιμετωπίζεται με επικοινωνιακές τακτικές της τρέχουσας πολιτικής και με αβάσιμες ελπίδες.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ