ΠΑΣΟΚ: Ιστορική «καθήλωση»
Κατά πρώτον,το μοντέλο των «μεταρρυθμίσεων», αναλαμβάνοντας χωρίς κλυδωνισμούς τη «σκυτάλη» της διαχείρισης από εκείνο του εκσυγχρονισμού, σταθεροποιεί και επεκτείνει την κυριαρχία των μηχανισμών της αγοράς πέραν του πεδίου της οικονομίας σε εκείνο των θεσμικών-κοινωνικών «χώρων» (υγεία, παιδεία, εργασία, δημόσιο παραγωγικό τομέα).
Η επέκταση -και δυναμική εισβολή- των οικονομικών συμφερόντων και των μηχανισμών του νεοφιλελεύθερου ανταγωνιστικού προτύπου στις πολιτικές επιλογές της διακυβέρνησης έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην ίδια τη δομή και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων.
Πράγματι το πολιτικό σύστημα δεν έχει τη δυναμική εκείνη που απαιτείται για να προχωρήσει σε καίριες αλλαγές θεσμικού χαρακτήρα. Αρκείται σε ψευδομεταρρυθμίσεις, δηλ. κατ’ ουσίαν σε εκχώρηση πεδίων κοινωνικού και δημόσιου χαρακτήρα προς τα συμφέροντα μιας παράπλευρης -και πολιτικά ενισχυόμενης-νεοφιλελεύθερης «εξουσίας».
Σ’ αυτό το πλαίσιοτα πολιτικά κόμματα περιορίζονται πλέον σ’ έναν αυστηρά οροθετημένο πολιτικοϊδεολογικό «χώρο». Είναι αναγκασμένα να προβαίνουν σε συνεχείς διαπραγματεύσεις, υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, προσπαθώντας να διατηρήσουν μια «ισορροπία τρόμου»: Εκείνη που προϋποθέτει μια τυπική ανοχή και νομιμοποίηση από την πλευρά του εκλογικού σώματος με ταυτόχρονη ικανοποίηση των οικονομικών συμφερόντων.
Η ιστορική αυτή «υποχώρηση» των κομμάτων της διακυβέρνησης έχει αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα παραγωγής πολιτικών θέσεων. Αντ’ αυτού υιοθετούνται, αυτούσιες σχεδόν, προτάσεις και επιλογές των οικονομικών συμφερόντων (π.χ. ιδιωτικά ΑΕΙ, ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων, κατάργηση κάθε είδους ελέγχου στους παντοδύναμους μηχανισμούς της αγοράς) οι οποίες εμφανίζονται -και νομιμοποιούνται πολιτικά- ως προγραμματικές δεσμεύσεις ή ως κυβερνητικές επιλογές.
Η κρίση όμως των πολιτικών κομμάτων της διακυβέρνησης έχει βαθύτερο -οργανικού τύπου- χαρακτήρα.
Η απουσία παραγωγής πολιτικών θέσεων δεν οφείλεται μόνο στη θεσμική -πολιτική και οργανωτική- αποδυνάμωση των κομμάτων. Αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης αυτής είναι η αδυναμία «παραγωγής» στελεχών (και δεν εννοούμε βέβαια τους κομματικούς «ινστρούχτορες») με πολιτική συγκρότηση, με γνώση των δομών και των λειτουργιών του πολιτικού συστήματος, με δυνατότητα ανάλυσης και ορθολογικής εκτίμησης των πολιτικών «συμβάντων», με συνείδηση της σύνθετης σχέσης πολιτικού κόμματος και κοινωνίας.
Σήμερα τα πολιτικά «στελέχη» και οι υποψήφιοι για κομματικά ή συνδικαλιστικά «αξιώματα» «αναδύονται» και διορίζονται εκτός της κομματικής δομής. Πρόκειται για «κοινωνικά καταξιωμένα» άτομα, για αυτοδημιούργητες «προσωπικότητες» που διατηρούν την αυτονομία τους (πρόσφατο παράδειγμα η κ. Καραχασάν). Ωσάν στα κόμματα τα στελέχη να αποτελούν εξ ορισμού κοινωνικά «απόβλητα»…
Το ΠΑΣΟΚ υπέστη μια ιστορικής μορφής απαξίωση του στελεχιακού του δυναμικού κατά την τελευταία ιδιαίτερα περίοδο του «εκσυγχρονιστικού» εγχειρήματος. Οι μη συμφωνούντες εξοστρακίσθηκαν ή περιθωριοποιήθηκαν πολιτικά. Όσοι ακολούθησαν πειθήνια ακυρώθηκαν μέσα από την (κυβερνητική) πράξη: Είτε ταυτίσθηκαν με τις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα επιλογές είτε διαμόρφωσαν μια πιλοτικού τύπου σχέση με την κοινωνία, εκφράζοντας αλαζονικού τύπου συμπεριφορές, ή το χειρότερο συνδέθηκαν με φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής.
Κυριολεκτικά την περίοδο αυτή η μεγάλη πλειοψηφία των στελεχών του ΠΑΣΟΚ «κάηκε» πολιτικά, με τρόπο μάλιστα ανεπανόρθωτο… Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν μπορεί να εμφανίζεται ούτε ως αμέτοχος ούτε ως «απρόσβλητος» από την ιστορική αυτή κρίση, καθόσον ουδέποτε εξέφρασε -έστω και φραστικώς- την παραμικρή διαφοροποίηση.
Σήμερα ο ίδιος -με την ύπατη κομματική θέση που κατέχει αποτελεί ο ίδιος τον εκφραστή και τον φορέα αναπαραγωγής αυτής της πολύπλευρης κρίσης. Μπορεί τις παραμονές των εκλογών του 2004 να εμφανίσθηκε ως «ελπίδα εν τη απελπισία», σήμερα όμως δεν εκφράζει παρά την «απελπισία της ελπίδας»…
Δεν υπάρχει σήμερα στο ΠΑΣΟΚ ένας δυναμικός κομματικός «πυρήνας» ικανός να ενεργοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις και να προβάλει προτάσεις ικανές να εγείρουν το ΠΑΣΟΚ από την παρατεινόμενη πολιτική του «αφασία». Απουσιάζει παντελώς μια στρατηγική ανάλυση για το σήμερα και την προοπτική του ΠΑΣΟΚ αλλά και -συνολικά- του πολιτικού συστήματος… Για το μέλλον της ίδιας της Δημοκρατίας…
Η απουσία στρατηγικής οδηγεί στον εμπειριστικό τρόπο αντιμετώπισης της πολιτικής «καθημερινότητας» και σε αντιφατικές πολιτικές συμπεριφορές (αντικείμενο πολιτικής ανάλυσης αποβαίνει π.χ. το ερώτημα αν ο Γ. Παπανδρέου πρέπει να είναι «ήπιος» ή «άγριος» προς τη Ν. Δημοκρατία…).
Όλοι μαζί λοιπόν, «μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα», προσμένουνε να έρθει κάποιο θαύμα»… Και σ’ αυτό το σκηνικό οι φιλοδοξούντες να διαδεχθούν τον Γ. Παπανδρέου -αφανείς και εμφανείς «δελφίνοι»- περιμένουν ένα δικό τους «θαύμα»… Ένα «θαύμα» μέσα στο «θαύμα».
Έως ότου, όμως, εμφανισθούν τα «θαύματα» η ΝΔ αποκτά πλήρη πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία, θεμελιώνει την πολιτική τους κυριαρχία σε βάθος χρόνου, οικοδομώντας τα θεσμικά και πελατειακά «υποστηρίγματα» που θα αναπαραγάγουν, στις κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες, την κυριαρχία αυτή. Μια κυριαρχία που, ως ένα μεγάλο βαθμό, της «παραχωρείται» από την ιστορική καθήλωση του ΠΑΣΟΚ.