Με επιδόματα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ανεργία!
Η εποχή που η Ελλάδα έδειχνε να είναι περισσότερο κοινωνικά ευαίσθητη από τις άλλες χώρες της ΕΕ έχει περάσει. Τώρα η χώρα μας είναι ουραγός και σε κοινωνική ευαισθησία απέναντι στο οικονομικό και ψυχικό πρόβλημα της ανεργίας. Η μελέτη που εκπονήθηκε από τον κ. Θεόδωρο Μητράκο και την κ. Δάφνη Νικολίτσα στηρίχτηκε στα στοιχεία του 2004 και καταρρίπτει πολλούς μύθους γύρω από την προστασία των ανέργων στις διάφορες χώρες. Ο πίνακας που δημοσιεύουμε είναι διαφωτιστικός και παρέχει την ευχέρεια συγκρίσεων. Οι οποίες συγκρίσεις δεν είναι καθόλου τιμητικές για τα ισχύοντα στη χώρα μας.
Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικά ο διοικητής κ. Γκαργκάνας μάς αιφνιδίασαν με τη δημοσιοποίηση αυτής της μελέτης. Ο διοικητής της ΤτΕ είναι γνωστός υπέρμαχος του παγώματος των αμοιβών εργασίας (μισθών και ημερομισθίων) και των πάσης φύσεως επιδομάτων και άλλων παροχών προς τους εργαζόμενους (φυσικά εξαιρεί τις δικές του αποδοχές!) με το επιχείρημα της συγκράτησης του πληθωρισμού. Ξεχνάει όμως ότι στη σημερινή πραγματικότητα στη διαδικασία του πληθωρισμού, τουλάχιστον για τη χώρα μας, ελάχιστα συμμετέχουν οι αποδοχές των εργαζομένων που είναι οι χαμηλότερες από αυτές όλων των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. Έχουμε τις χαμηλότερες αποδοχές εργασίας και τον υψηλότερο πληθωρισμό. Ο κ. Γκαργκάνας και οι σύμβουλοί του καλούνται να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό και να μην υποδεικνύουν εύκολες λύσεις. Ως υπεύθυνοι παράγοντες υποχρεούνται και σε υπεύθυνες υποδείξεις και εισηγήσεις.
Ας δούμε όμως λίγο αναλυτικά τι ισχύει στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες που αναφέρονται στον πίνακα:
α) Το σκανδιναβικό μοντέλο:
Όπως είπαμε και προηγουμένως και όπως αποδεικνύεται και από τα στοιχεία του πίνακα, η Ελλάδα χορηγεί μέσω του ΟΑΕΔ το χαμηλότερο επίδομα ανεργίας απ’ όλες τις χώρες της ΕΕ των «15», τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Κατά το αρχικό στάδιο της ανεργίας και για διάστημα πέντε μηνών, το επίδομα είναι το 60% του μέσου μισθού. Και στην περίπτωση της μακροχρόνιας ανεργίας το επίδομα φτάνει στο 41% του μέσου μισθού. Για τη λήψη του επιδόματος κατά ποσοστό 60% ο άνεργος θα πρέπει να έχει εργαστεί (και να έχει ασφαλιστεί) τουλάχιστον επί 125 ημέρες μέσα στο τελευταίο δεκατετράμηνο, χωρίς όμως να υπολογίζονται οι δύο τελευταίοι μήνες. Με τον τρόπο αυτόν ο άνεργος είναι υποχρεωμένος, έστω και αν έχει τα 125 ημερομίσθια να περιμένει δύο μήνες από την ημέρα που βρέθηκε άνεργος για να δικαιούται επιδόματος, εφόσον στα 125 ημερομίσθια που απαιτούνται υπάρχουν και ημερομίσθια, που πραγματοποιήθηκαν τους δύο τελευταίους μήνες. Έτσι ένας αριθμός ανέργων είναι αναγκασμένος να περιμένει. Με ποιους πόρους θα ζήσει τους δύο αυτούς μήνες είναι για την πολιτεία αδιάφορο! Τα 125 ημερομίσθια αντιστοιχούν σε πέντε μήνες ασφαλισμένης εργασίας και η διάρκεια του επιδόματος 60% είναι επίσης πέντε μήνες, οπότε έχουμε συντελεστή κάλυψης 1 (5/5=1). Τον ίδιο συντελεστή κάλυψης έχουν η Γαλλία, η Ιταλία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία από τις χώρες της ΟΝΕ. Επίσης, τον ίδιο συντελεστή έχουν και οι ΗΠΑ. Από όλες τις χώρες που εμφανίζονται στον πίνακα τους υψηλότερους συντελεστές κάλυψης έχουν οι εκτός ΟΝΕ χώρες. Έτσι η Δανία με έξι μήνες ασφαλισμένης εργασίας χορηγεί επίδομα επί δύο χρόνια (συντελεστής 4) και με έναν χρόνο ασφαλισμένης εργασίας το επίδομα δίνεται για τέσσερα χρόνια. Και καλύπτει το 77% του μέσου μισθού και επί μακροχρόνιας ανεργίας το 58%. Στη Βρετανία ο συντελεστής κάλυψης είναι 2,6 (εργασία δέκα εβδομάδων – επίδομα ανεργίας επί έξι μήνες). Στη Σουηδία ο συντελεστής κάλυψης είναι 2,3 (εργασία έξι μηνών – επίδομα επί εξήντα εβδομάδες). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι από όλες τις χώρες της ΟΝΕ τον υψηλότερο συντελεστή κάλυψης έχει η Φινλανδία (εργασία δέκα μηνών – επίδομα επί εκατό εβδομάδες – συντελεστής 2,3). Είναι τα σκανδιναβικά μοντέλα κοινωνικής προστασίας που προβλέπουν υψηλά επιδόματα ανεργίας και παράλληλα καταβολή επιδόματος σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Καθόσον αφορά το ύψος του επιδόματος ανεργίας, στη Δανία φτάνει στο 77% του μέσου μισθού, στη Σουηδία στο 88% και στη γειτονική τους Φινλανδία στο 79%. Όπως από πολλούς διαπιστώνεται, η τελευταία αυτή χώρα επηρεάζεται στην κοινωνική της πολιτική σχεδόν σε όλους τους τομείς από τις γειτονικές της σκανδιναβικές χώρες. Το αποκορύφωμα όμως της προστασίας των ανέργων το βρίσκουμε στην εκτός ΕΕ και ΟΝΕ Νορβηγία. Εκεί ο συντελεστής κάλυψης φτάνει στο δυσθεώρητο ύψος 15,6 (εργασία δέκα εβδομάδες – επίδομα τρία χρόνια!). Το ύψος του επιδόματος είναι στο 83% του μέσου μισθού. Βέβαια εκεί δεν υπάρχουν οι δεσμεύσεις ΕΕ και ΟΝΕ και η κυβέρνησή τους ασκεί την όποια κοινωνική πολιτική θεωρεί απαραίτητη για την ανακούφιση των μη προνομιούχων.
Στον αντίποδα του σκανδιναβικού μοντέλου έχουμε το ιρλανδικό μοντέλο που παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι έχει υψηλό συντελεστή κάλυψης (εργασία δεκατρείς εβδομάδες – επίδομα επί εξήντα πέντε εβδομάδες – συντελεστής 5), παράλληλα όμως χορηγεί χαμηλά επιδόματα, δηλαδή ποσοστό 65% του μέσου μισθού για το αρχικό στάδιο της ανεργίας και για τη μακροχρόνια ανεργία. Σε καμία άλλη χώρα δεν παρατηρείται αυτό. Πάντως, η μακροχρόνια επιδοματική κάλυψη του ανέργου κατ’ άλλους δημιουργεί αίσθημα εξασφάλισης και κατ’ άλλους αίσθημα εφησυχασμού. Όπως και να ‘χει, η τελική γεύση είναι το αίσθημα ανακούφισης στον άνεργο. Και το ιρλανδικό μοντέλο για να διώξει το αίσθημα εφησυχασμού (ή να το περιορίσει) θεσπίζει χαμηλά επιδόματα ανεργίας για να προσπαθεί ο άνεργος στην αναζήτηση εργασίας.
β) Το γερμανικό μοντέλο:
Η Γερμανία αντιμετώπιζε (και αντιμετωπίζει ακόμα) σχετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας, ως αποτέλεσμα της ενοποίησής της και της απορρόφησης τής τέως Ανατολικής Γερμανίας που μεταπήδησε βίαια από την κρατική οικονομία στην οικονομία της αγοράς. Σε όλα τα τέως κομμουνιστικά κράτη αυτή η βίαιη εναλλαγή της δόμησης της οικονομίας τους δημιούργησε και υψηλή ανεργία. Με τα δεδομένα αυτά δημιουργήθηκε το γερμανικό μοντέλο που παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από όλα τα άλλα. Η φιλοσοφία που διέπει το γερμανικό μοντέλο είναι χαμηλός συντελεστής χρονικής κάλυψης και υψηλά επιδόματα, ώστε να μη δημιουργείται στον άνεργο το αίσθημα του εφησυχασμού. Έτσι για τη θεμελίωση του δικαιώματος είσπραξης επιδόματος ανεργίας απαιτείται ασφαλισμένη εργασία δώδεκα μηνών και η διάρκεια είσπραξης του επιδόματος είναι έξι μήνες, δηλαδή συντελεστής κάλυψης 0,5 (από τους χαμηλότερους). Παράλληλα όμως χορηγεί υψηλά επιδόματα που καλύπτουν το 91% του μέσου μισθού και επί μακροχρόνιας ανεργίας το 58%. Έτσι η Γερμανία εμφανίζεται να χορηγεί το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις χώρες. Αν όμως το ποσοστό αυτό το συνδέσει κανείς με τον χαμηλό συντελεστή χρονικής κάλυψης (0,5), τότε διαπιστώνεται ότι στην ουσία η Γερμανία χορηγεί τα πλέον χαμηλά επιδόματα ανεργίας. Εκεί το επίδομα μοιάζει να είναι ανταποδοτικό των εισφορών που έχει καταβάλει ο άνεργος για την ασφάλισή του. Στον αντίποδα βρίσκεται το Βέλγιο, που με ασφαλισμένη εργασία εβδομήντα οχτώ εβδομάδων χορηγεί επίδομα ανεργίας επ’ αόριστον, όσο δηλαδή χρονικό διάστημα διαρκεί η ανεργία του εργαζόμενου. Ο Βέλγος αν εργαστεί επί ενάμιση χρόνο περίπου εξασφαλίζει ισόβιο επίδομα ανεργίας! Κοινωνική υπερευαισθησία και απόλυτη κρατική συμπαράσταση; Ίσως. Το τρωτό του βελγικού συστήματος είναι ότι απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα ασφαλισμένης εργασίας (78 εβδομάδες ή 468 ημερομίσθια), κάτι που σημαίνει ότι αποκλείει από τη χορήγηση του επιδόματος πολλούς ανέργους νεαράς ηλικίας. Ενώ, αντιθέτως, στόχος του συστήματος είναι η στήριξη των ανέργων μέσης ηλικίας (που έχουν οικογένεια και υποχρεώσεις) και αυτών της μεγάλης ηλικίας που δύσκολα βρίσκουν δουλειά.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ασφάλιση της ανεργίας και η χορήγηση επιδόματος υψηλότερου από την ανταποδοτικότητα των εισφορών που έχουν καταβληθεί από τον ασφαλισμένο άνεργο προδίδουν κάποιον βαθμό κοινωνικής ευαισθησίας. Ο βαθμός κοινωνικής ευαισθησίας συναρτάται από τη διάρκεια της απαιτούμενης ασφαλισμένης εργασίας (προϋπόθεση) με τον συντελεστή κάλυψης και το ύψος του επιδόματος. Όταν θέλουμε να αποκλείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους από τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας, τότε θεσπίζουμε μεγαλύτερη διάρκεια απαιτούμενης ασφαλισμένης εργασίας. Κρίσιμο στοιχείο αποτελεί ο συντελεστής κάλυψης που πρέπει να υπερβαίνει το 2 και με ποσοστό επί του βασικού μισθού πάνω από το 75% για το αρχικό στάδιο της ανεργίας. Από την άποψη αυτή το σκανδιναβικό μοντέλο υπερέχει. Τα συστήματα των άλλων χωρών προσπαθούν να είναι απλώς ανταποδοτικά. Και το ελληνικό επίσης. Προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι με τη χορήγηση επιδόματος δεν αντιμετωπίζεται η ανεργία. Το επίδομα είναι απλώς μια ανακούφιση. Και όταν η ανεργία είναι κυκλική, είναι βραχυχρόνια (όσο διαρκεί η ύφεση), ενώ όταν είναι δομική όπως τώρα, τότε είναι μακροχρόνια και δεν αντιμετωπίζεται με επιδόματα. Έχουμε τονίσει στο παρελθόν την ανάγκη αλλαγής της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Είναι κρίμα αυτή η σοβαρή κοινωνική πληγή να αντιμετωπίζεται με εσφαλμένη στρατηγική.