«Ο ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ», ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΚΙ ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΤΑ ΕΡΕΒΗ

Ο καύσας τής Αρτέμιδος
τό Ιερόν μνημείον
ήτο Εφέσιος τρελός
μέ τό μυαλό στό μείον.

Ήτο τής δόξης εραστής
καί πόθησε νά μείνει
στήν μνήμη τών ερχόμενων
ομού μέ άλλα κτήνη.

Τό σπέρμα του τό δυνατό
έζησε στούς αιώνες
καί πολλαπλασιάζεται
όπως οι Λαιστρυγόνες.

Άγριοι, φιλοβάρβαροι
μέ τήν πυρά ανά χείρας
ορμούσι επί τών δασών
ως κάθε ολετήρας.
Φωτιά εδώ, φωτιά εκεί
φωτιά καί παραπέρα
όλη η Χώρα καίγεται,
(τί θλιβερά παντιέρα).

Τά φωτισμένα, δέ, μυαλά
-αυτά τών κυβερνώντων-
έχουνε πάει διακοπές,
(ώ Κράτος τών απόντων).

Τό έθνος τό Ελληνικό
τής βλαχο-μπαροκίας
μισεί ό,τι τό εύμορφο
πλήν τής δωροδοκίας.

Δωροδοκούνται τό λοιπόν
οι γιοί τού Ηροστράτου
κι αναφυτρώνουσι εκεί
π’ άφησε τά σκατά του.

Καί ως θρεφόμενοι καλά
μέ λύματα ευώδη
ο είς αφήνει έτερον
είς τό δεξί του πόδι.

Καί σόι τό βασίλειο
περιπατεί στόν χρόνον
φτάνει ν’ ανάψει η ΦΩΤΙΑ
πού συντηρεί τόν κλώνον.

Τόν κλώνον, τό γονίδιο
τά αναθεματισμένα
πού μία είναι ζωντανά
καί τέσσαρες καμένα.

Ουδείς δικάσθηκε ποτέ
εκ τών Νονών τής κλίκας
μόνο κάτι τσοπάνηδες
είς ηλικία αντίκας.

Κι οι Κυβερνήσεις κλάνουσι
κι ευωδιάζει η πλάση
γιατί ο κώλος τών πλατύς
διάγει άλλην φάση.
Μάς λένε, μάς εμπαίζουσι
διά τόν Κρανίου Τόπον
ενώ οι πυρομάνητες
εργάζονται μέ τρόπον.

Αθλίων αθλιότεροι
οι παίδες Ηροστράτου
έχουσι πάσαν κάλυψη
εκ πάνου κι από κάτου.

Μήν τούς πιστεύετε Γραικοί
πώς θά ξαναφυτεύσουν
αυτοί γυρνούν στά δάση μας
μόνο γιά ν’ αφοδεύσουν.

Αυτοί πιστεύουσι θεόν
μόνον τάς καταθέσεις
γιά τούτο καί ιππεύουσι
τάς υψηλάς τάς θέσεις.

Βρίσκονται στ’ απυρόβλητον
τό πύρ δέν τούς πειράζει
πίπτουσι στάς πισίνας τών
κι η δρόσος τούς φωνάζει:

«Α! κερατούκλη φλογερέ
πώς έφτασες στά άκρα…
πηδάει τήν συμβία σου
αυτός με τήν φαλάκρα.»

Κι ο κερατούκλης χαίρεται
διότι μόλις τού είπαν:
«Κάπο, επί Χαλκιδικής
βουλώσαμεν τήν τρύπαν».
……………………………………………..
Είμαι βέβαιος ότι, ένεκα τής λογιότητος των Υπουργών,
η παρούσα Κυβέρνηση πιστεύει καί λέει
άν τής λείψουν οι πυρομπήχτες: «Καί τώρα τί θά κάνουμε
χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις».
Έτσι δέν είναι, λογιότατε, κ. κ. κ. Ολιγόδωρα;


Σχολιάστε εδώ