Θα τον κρίνει ο «πανδαμάτωρ χρόνος»…
«Η γνώμη μου είναι ανεξάρτητη… Δεν φοβούμαι κανέναν… Δεν ακούω παρά το καθήκον μου… Δεν θέλω την υποστήριξη, ούτε τη φιλία κανενός…».
Η περίπτωση του Γιάννου Παπαντωνίου, αν δεν «ταυτοποιείται» με την αντίστοιχη του Ευρυτάνα πολιτικού, όμως, εντάσσεται στην οικονομική και πολιτική σκέψη των ελλήνων οικονομολόγων, οι οποίοι από τις απαρχές της παρουσίας τους στο ελληνικό προσκήνιο (από το 1850 και εντεύθεν), επιμένουν να αντιμετωπίζουν την Οικονομία, είτε ως επιστήμη, είτε ως πολιτική πράξη, ως «Κοινωνική» Οικονομία!
Είναι ενδεικτικό, άλλωστε, το θεωρητικό σύστημα της ελληνικής οικονομικής σκέψης, σχεδόν στο σύνολό της, υπήρξε ανθρωποκεντρικό και επικεντρώνεται στο «στίγμα» ότι η Πολιτική Οικονομία οφείλει να δίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στον Άνθρωπο σε συνδυασμό πάντοτε με την μεγέθυνση του πλούτου της χώρας.
Η δοκιμασία του Κεντρώου Χώρου, κατ’ εξοχήν ευαίσθητου σε θέματα εξωτερική πολιτικής, που άπτονται της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της χώρας, αλλά και των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του Ατόμου, εντοπίζεται σε στιγμές σύγκρουσης της γηγενούς με την ετερόχθονη πολιτική σκέψη και πρακτική, η οποία επιδιώκει τη μεταφύτευση σχημάτων και τακτικών αποσυνδεμένων από το σχήμα «Παράδοση – Εκσυγχρονισμός» στην Ελλάδα του παρόντος.
Οι πάγιες διακηρύξεις της ελληνικής Κεντρώας ηγεσίας, ειδικότερα την μεταπολεμική περίοδο (Θεμιστοκλής Σοφούλης, Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Καρτάλης, Γ. Παπανδρέου ο Πρεσβύτερος): «Η πολιτική Δημοκρατία χωρίς κοινωνικό πρόσωπο είναι κενή περιεχομένου», αποτελούν τον δρομοδείκτη των πολιτικών του χώρου.
Άλλωστε ο Κεντρώος Χώρος, διακινούμενος στο σχήμα «Παράδοση-Εκσυγχρονισμός», δεν παραβλέπει ότι οι πολιτικοί ηγούνται των πολιτών και είναι οι δάσκαλοι αυτών στη συμμετοχή και τη διαχείριση των κοινών κατά την Αριστοτελική επιταγή («Ηθικά Νικομάχεια»), «πεπόνηται ο πολιτικός περί την αρετήν» (=ασκείται ο πολιτικός στο αμόνι της αρετής).
Στη βαριά παρακαταθήκη του Κεντρώου Χώρου, όπου αυτοτοποθετείται ο Γιάννος Παπαντωνίου, για τον πολιτικό η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στο γενικό, το κοινωνικό, του συνόλου, δεν συγχωρεί υπεκφυγές!..
Η πολιτική πορεία του Γιάννου Παπαντωνίου, αν και παρουσιάζει περιόδους «νεοσοσιαλιστή» της Μεταπολιτευτικής περιόδου, κατά την οποία η άδολη πίστη των οπαδών του νεογέννητου ΠΑΣΟΚ στην ολοκλήρωση των κοινωνικών οραμάτων της Εθνικής Αντίστασης, ταυτίζεται με τις διακηρύξεις του «Τρίτου δρόμου για τον Σοσιαλισμό», με βάση την «ύστερη γνώση», δεν παραμένει ανεπηρέαστη από τις διδαχές του Γεωργίου Καρτάλη των δεκαετιών ’40 και ’50.
Ενώ η θητεία του στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας συντελεί ώστε ο χαρακτήρας του Ευρωπαϊστή, που διαμόρφωσε κατά τη μακρά παρουσία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να διακινηθεί προς τις θέσεις του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ», κατά την έννοια που δίδει στον όρο «Πατριώτης» (= «Δεν είμαι Εθνικιστής, είμαι Πατριώτης») ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Στην ευθεία του σχήματος «Παράδοση- Εκσυγχρονισμός», όπου διακινείται η ελληνική οικονομική σκέψη, ο οικονομολόγος Γιάννος Παπαντωνίου ήταν σχεδόν βέβαιο, δεδομένης της στιγμής, ότι θα απεκδύετο το «σύνδρομο Δηληγιάννη» (=Η Αντιπολίτευση να αρνείται και καταδικάζει κάθε πρόταση της κυβέρνησης και τούμπαλιν), -την κατάρα της ελληνική πολιτικής ζωής- και θα επέλεγε να υποστηρίξει το «Πρέπον»…
Ο «πανδαμάτωρ χρόνος» θα κρίνει, αν και σε ποιο βαθμό, η πολιτική πρακτική του εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΠΑΣΟΚ τεθέντος, με συνοπτικές διαδικασίες, στελέχους του Κεντρώου Χώρου ευθυγραμμίζεται με τις «ιδεολογικές συντεταγμένες» των Γεναρχών του Κέντρου:
• «Υπάρχουν δύο είδη πολιτικών ανδρών: Οι Κομματάρχες και οι Κυβερνήτες. Οι πρώτοι εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες των Λαών, γίνονται ουραγοί των προλήψεών τους και τελικώς αποσυνθέτουν, αντί να υπηρετούν την Πατρίδα. Οι Κυβερνήτες είναι οδηγοί, γίνονται συνήθως δυσάρεστοι, αλλά τελικώς σώζουν τα έθνη και τους λαούς…»