Παραμένουν στο δείγμα για 3 1/2 χρόνια!
Οι ίδιοι οι επιστήμονες στα «συμπεράσματα του ελέγχου τους» σημειώνουν πως «παρατηρείται σταθερή αύξηση της μέσης ηλικίας του δείγματος, η οποία από 29 μήνες τον Ιανουάριο του 2004 αυξήθηκε σε 41 μήνες τον Αύγουστο του 2005».
Ένα ακόμη σημείο που αναδεικνύουν είναι πως στη σύνθεση του δείγματος «οι οικογένειες με παραμονή μεγαλύτερη των 5 ετών παρουσιάζουν αύξηση», δηλαδή τα νοικοκυριά εκείνα που έχουν πλέον προβλεπόμενη τηλεοπτική συμπεριφορά. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι οι επιστήμονες επικαλούνται και δύο από τις παλαιότερες έρευνές τους για στην ηλικιακή σύνθεση του δείγματος, προτείνοντας στα συμπεράσματά τους «εκτενέστερη μελέτη στο θέμα της ενδεχόμενης σχέσης της διάρκειας παραμονής στο δείγμα με την καταγραμμένη τηλεοπτική συμπεριφορά, σε πλέον πρόσφατο δείγμα και με μεγαλύτερη εμβάθυνση στις μεθόδους, με βάση και την περιορισμένη μεν αλλά υπαρκτή, διεθνή δημοσιευμένη εμπειρία στο θέμα». Οι ίδιοι πάντως δέχονται πως «δεν παρατηρείται επίδραση της ηλικίας του δείγματος στη δημιουργία τηλεοπτικών συμπεριφορών». Το «Π», εν αντιθέσει με την εκκωφαντική σιωπή των υπολοίπων Μέσων, και αυτήν την Κυριακή αποκαλύπτει σημεία του πορίσματος της ΕΕΕΤ για την AGB, που αφορούν στο πόσα χρόνια παραμένουν στη μέτρηση τα νοικοκυριά.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την έρευνα των επιστημόνων, «από τον πίνακα σύνθεσης του δείγματος ανά διάρκεια παραμονής (βλ. Πίνακας 10) παρατηρείται ότι ο αριθμός των οικογενειών με παραμονή μικρότερη του ενός έτους παρουσιάζει τάση μείωσης, οι οικογένειες με παραμονή 1-2 έτη παρουσιάζουν τάση μείωσης, οι οικογένειες με παραμονή 2-3 έτη παρουσιάζουν αυξομειώσεις, οι οικογένειες με παραμονή 3-4 και 4-5 έτη παρουσιάζουν αυξομειώσεις με τάση μείωσης και οι οικογένειες με παραμονή μεγαλύτερη των 5 ετών παρουσιάζουν αύξηση». Κοινώς το κομμάτι του δείγματος που έχει εμπειρία αλλά και καταγεγραμμένη τηλεοπτική συμπεριφορά διαρκώς αυξάνεται. Ταυτόχρονα «από τον πίνακα εξέλιξης της μέσης ηλικίας ανά αστικότητα (βλ. Πίνακας 11) παρατηρείται ότι αυτή αυξάνεται σταθερά σε όλους τους βαθμούς αστικότητας. Στο σύνολο του δείγματος η μέση ηλικία κατά τον Ιανουάριο του 2004 ήταν 29 μήνες (2 έτη και 5 μήνες) και τον Αύγουστο του 2005 ήταν 41 μήνες (3 έτη και 7 μήνες)».
Οι ελεγκτές παραπέμπουν στις αναφορές που έκαναν στις δύο προηγούμενες εκθέσεις τους. Για το θέμα της αυξητικής τάσης της μέσης ηλικίας του δείγματος υπήρξαν αναφορές στις δύο προηγούμενες εκθέσεις των ελεγκτών:
«Στην έκθεση για το έτος 2001 αναφέρεται ότι ”κατά τη γνώμη των ελεγκτών δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος κόπωσης του δείγματος ή στρέβλωσης εξαιτίας της γήρανσης του δείγματος, με μόλις 71 νοικοκυριά (6,1%) να έχουν παραμείνει τουλάχιστον 5 έτη στο δείγμα έως τα μέσα του Ιανουαρίου 2002. Αλλά η μέση ηλικία θα τείνει να αυξάνει μελλοντικά και πιθανόν μια αναγκαία πρόνοια θα ήταν να τεθεί ένα μέγιστο όριο ανώτερης παραμονής στο δείγμα κατά την επόμενη διετία” (βλ. «Έλεγχος της AGB για το έτος 2001» – Κύρια συμπεράσματα και προτάσεις, σελ. 14).
Για το ίδιο θέμα, στην έκθεση των ελεγκτών για το έτος 2003 αναφέρεται ότι: ”Τον Δεκέμβριο του 2003 υπήρχαν στο δείγμα 200 νοικοκυριά (15%) με χρόνο παραμονής στο δείγμα μεγαλύτερο των 5 ετών». Η πρόταση που διατυπώθηκε από τους ελεγκτές ήταν ότι «θα πρέπει η AGB NMR να μελετήσει και να παρουσιάσει στην ΕΕΕΤ τα δεδομένα τάσεων των διαφόρων δημογραφικών ομάδων του σημερινού δείγματος ανά διάρκεια παραμονής στο δείγμα για να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσο εντοπίζονται φαινόμενα κόπωσης ή στρέβλωσης. Με βάση τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης, να συζητηθεl η αντιμετώπιση του θέματος στο μέλλον».
Οι επιστήμονες καταλήγουν σε 3 συμπεράσματα
– «Από τον δειγματοληπτικό έλεγχο που διενεργήθηκε επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες για την ηλικία του δείγματος που αναφέρονται στα αντίστοιχα μηνιαία qualίty report.
– Παρατηρείται σταθερή αύξηση της μέσης ηλικίας του δείγματος, η οποία από 29 μήνες τον Ιανουάριο του 2004 αυξήθηκε σε 41 μήνες τον Αύγουστο του 2005.
– Από τα συμπεράσματα της μελέτης με τίτλο ”Διάρκεια παραμονής στο πάνελ και όγκου τηλεθέασης” που διενήργησε η ΑGΒ NMR και παρέδωσε στους ελεγκτές τον Ιούνιο του 2005, δεν παρατηρείται επίδραση της ηλικίας του δείγματος στη δημιουργία τηλεοπτικών συμπεριφορών».
Ερωτήματα
– Οι ελεγκτές σε γενικές γραμμές κρίνουν πως η μέτρηση της AGB, της μοναδικής εταιρείας μετρήσεων τηλεθέασης, δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Πλην όμως πρόκειται για μια έρευνα επιστημόνων που διορίζονται από την αγορά, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση κατά τον έλεγχο των στοιχείων ή τη σύνταξη του πορίσματος. Πώς η κυβέρνηση, μετά και την εισαγγελική δίωξη, εξακολουθεί να αποδέχεται με αυτά τα δεδομένα να μοιράζεται η διαφημιστική πίτα και να «κόβεται» το πολιτικό και πολιτιστικό νόμισμα της χώρας; Γιατί οι διαφημιστές και οι διαφημιζόμενοι δεν δέχονται τον έλεγχο ενός ανεξάρτητου φορέα, όταν τα κανάλια που εκπέμπουν χρησιμοποιούν συχνότητες που αποτελούν δημόσια περιουσία;
– Ποιο είναι σήμερα το νομικό καθεστώς της AGB, μετά και τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους; Νόμιμα δεν έχει εγγραφεί στα μητρώα του υπουργείου Επικρατείας η εταιρεία ή όχι; Ποια η θέση του υπουργείου;
– Πώς η αγορά αποδέχεται τη μέτρηση μιας εταιρείας που ανήκει σε έναν τεράστιο διαφημιστικό όμιλο υπηρεσιών, τον WPP, που έχει διαφημιστικές εταιρείες και media shops και εταιρείες μετρήσεων; Παρά τη σχετική απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, δεν αισθάνονται ότι διαμορφώνονται δυσμενείς όροι πρόσβασης; Ειδικά για τους τηλεοπτικούς σταθμούς, με βάση αυτήν τη μέτρηση, οι δύο πρώτοι σταθμοί, Mega και ANT1, εξακολουθούν να ελέγχουν το 60% της διαφημιστικής δαπάνης, έχοντας μόλις το 40% της θεαματικότητας. Πως αποδέχονται αυτή την κατανομή;
– Από τον πίνακα 10 προκύπτει πως το 31% του δείγματος (δηλαδή… περίπου το 1/3 των νοικοκυριών) από τον Ιούνιο ως τις 16 Αυγούστου 2005 βρίσκεται στη μέτρηση για περισσότερο από 5 χρόνια. Υπάρχει δε διαρκής αύξησης της παραμονής για 5 και πλέον χρόνια από τον Ιανουάριο του 2004. Τι σημαίνει αυτό για την τελική κατανομή των ποσοστών; Πόσο βέβαιοι είμαστε πως η μακρόχρονη συνεργασία δεν επηρεάζει τη μέτρηση;
– Στον πίνακα 11 καταγράφεται επίσης αύξησης της μέσης ηλικίας παραμονής στη μέτρηση, με αποκορύφωμα τον Αύγουστο του 2005. Ο μέσος όρος είναι 41,2 μήνες, δηλαδή παραμένουν στη μέτρηση για 3 χρόνια και πέντε μήνες. Σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2003 αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι λογική αυτή η αύξηση;