Η ιστορία μιας «κλεμμένης» επιστήμης

Φυσικά ως ιστάμενος «υψηλά» πολιτικά ως φαίνεται, πολυπράγμων και ευπροσήγορος και λίαν προστατευόμενος, είναι πραγματικά δύσκολο να προσβληθεί η επιφανειακή επιστημοσύνη του. Κάποτε συνηθίζαμε να ακούμε «…όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον εισαγγελέα». Ε, και λοιπόν; Και στοιχεία είχαμε και στον εισαγγελέα τα επήγαμε και μήνυση κάναμε.

Το αδίκημα χαρακτηρίστηκε απάτη σε βαθμό κακουργήματος και έχει χρόνο παραγραφής τα δέκα χρόνια. Τώρα είμαστε στα οκτώ χρόνια. Πού θα πάει, θα παραγραφεί και αυτό. Δικονομικά τερτίπια δικηγόρων; Δύσκολη υπόθεση; Ηλεκτρικά βραχυκυκλώματα; Παραπλάνηση της Δικαιοσύνης; «God knows and his nose», όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικανοί.

Στο μεταξύ όμως ο συγκεκριμένος περί του οποίου ο λόγος διαπρέπει περί τας επιστήμας (με τις δουλειές άλλων) και το ωραίο είναι ότι παρ’ όλο που συγκεκριμένος υπουργός ειδοποιήθηκε περί του βίου και της πολιτείας του κυρίου αυτού στα επιστημονικά πράγματα εγκαίρως, τον επέλεξε σε σημαίνουσα θέση ενός εκ των μεγαλυτέρων ερευνητικών κέντρων της χώρας. Συνεργάτης του υπουργού διατύπωσε την παρακάτω άποψη: «Δεν είναι δυνατόν με μια μήνυση να γίνεται ο οποιοσδήποτε δέσμιος μιας κατάστασης, η οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι ήταν άδικη». Συμφωνούμε απόλυτα, διατυπώνοντας την παρακάτω διαφωνία με το εξής παράδειγμα: Υπάλληλος τραπέζης κατηγορείται για υπεξαίρεση σοβαρού ποσού χρημάτων. Φυσικά μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του απλώς μπορεί να είναι τουλάχιστον ύποπτος για την πράξη αυτή. Το γεγονός ότι ο εισαγγελέας έχει απαγγείλει κατηγορία και σε τακτική ανάκριση σημαίνει ότι τουλάχιστον υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης. Είναι όμως σωστό και δίκαιο ο «ύποπτος» αυτός να προάγεται από απλός υπάλληλος σε θέση διευθυντού εν εξελίξει της υπάρχουσας κατηγορίας; Ας αφήσουμε όμως την όποια πολιτική ηγεσία να κάνει τη δουλειά της «όπως νομίζει καλύτερα» και ας έλθουμε να δούμε την αντιμετώπιση της περίπτωσης αυτής από τη Δικαιοσύνη και μάλιστα εν καιρώ της διατυμπανιζόμενης πανταχόθεν «κάθαρσης».

Το αδίκημα ετελέσθη το 1998, με κλοπή ερευνητικής πρότασης σε αντικείμενο το οποίο παρήχθη στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο ΤΕΙ Πειραιά από καθηγητές-ερευνητές του ΤΕΙ Πειραιά σε συνεργασία με μικρομεσαία επιχείρηση, η οποία με χρηματοδότηση ενός προγράμματος βιομηχανικής έρευνας (ΠΑΒΕ) και τη συνεργασία της με το ΤΕΙ Πειραιά κατόρθωσε να αναπτύξει το νέο προϊόν και μάλιστα να το κατοχυρώσει και με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1994. Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικά άρθρα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ΗΠΑ και το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών του κλάδου στις ΗΠΑ υπήρξε εξαιρετικά υψηλό.

Ο ερευνητής-εφευρέτης του προϊόντος, που τύχαινε την εποχή αυτή να είναι και συνεργαζόμενος ερευνητής στο εν λόγω ερευνητικό κέντρο, το 1997 υποβάλλει πρόταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για βελτίωση του τελικού προϊόντος. Στην πρόταση αυτή μετέχουν εκτός του ΤΕΙ Πειραιά (το οποίο ήταν και ο συντονιστής της πρότασης) το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το εν λόγω ελληνικό ερευνητικό κέντρο, η ελληνική εταιρεία παραγωγή του προϊόντος, ελληνική εταιρεία χρήσεως του προϊόντος, το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, το Βασιλικό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Σουηδίας, μια σουηδική εταιρεία παραγωγής παρεμφερούς προϊόντος και μια γερμανική εταιρεία παραγωγής παρεμφερούς προϊόντος. Δυστυχώς απερρίφθη, για λίγα όμως μόρια.

Στη συνέχεια το ΤΕΙ Πειραιά ετοιμάζεται να επανυποβάλει την ίδια ακριβώς πρόταση προς χρηματοδότηση στο ΝΑΤΟ τον Ιανουάριο του 1998, σε συνεννόηση με τον τότε προϊστάμενο του ινστιτούτου του προαναφερθέντος ερευνητικού κέντρου στην Ελλάδα, ο οποίος και κατείχε την πρόταση αυτή από την προηγούμενη υποβολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός λοιπόν ο προϊστάμενος, εφόσον ξεγέλασε όλους τους μετέχοντες και κατέχοντες την ιδέα του προϊόντος, υπέβαλε, ερήμην των κατόχων της ιδέας και της πρότασης αυτής, την πρόταση στο ΝΑΤΟ, για την οποία χρηματοδοτήθηκε από το ίδιο το ΝΑΤΟ.

Όταν αυτό έγινε γνωστό, υπήρξαν έντονες διαμαρτυρίες στο ίδιο το ΝΑΤΟ, στον τότε γενικό γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας, αλλά ουδείς αντέδρασε. Ούτε μια ΕΔΕ ούτε ένας έλεγχος. Από την άλλη πλευρά, από τον τότε εθνικό εκπρόσωπό μας στο ΝΑΤΟ κατηγορηθήκαμε «…ότι εκθέσαμε τη χώρα στο ΝΑΤΟ»! Δηλαδή, με άλλα λόγια, όπως η κυβέρνηση «εξέθεσε» τη χώρα με το να κάνει απογραφή στα οικονομικά! Έκτοτε τον λόγο έλαβε η Δικαιοσύνη. Ο ερευνητής και κάτοχος της ιδέας και του διπλώματος ευρεσιτεχνίας υποβάλλει αγωγή αποζημίωσης κατά του ερευνητού-προϊσταμένου του ινστιτούτου του ερευνητικού κέντρου το 1999, η οποία απορρίπτεται με το δικαιολογητικό ότι ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να σταματά την έρευνα.

Το 2002 το Εφετείο καταργεί την πρωτόδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι η συγκεκριμένη πρόταση δεν αφορά απλώς έρευνα αλλά ανάπτυξη συγκεκριμένου εμπορικού προϊόντος και αναπέμπει να δικασθεί πάλι πρωτόδικα για να μη χαθεί ο δεύτερος βαθμός εκδίκασης για τους αντίδικους.

Τον Μάρτιο του 2002 ο ερευνητής υποκλοπέας υποβάλλει (πολύ όψιμα) μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση εναντίον του καθηγητή του ΤΕΙ, καθώς και ο καθηγητής του ΤΕΙ υποβάλλει μήνυση απαντητική (Απρίλιος 2002) με την κατηγορία της απάτης.

Από τότε συνέβησαν τα παρακάτω συγκεκριμένα:

Τον Νοέμβριο του 2004 παραπέμπεται ο καθηγητής του ΤΕΙ στο ακροατήριο, ενώ μόλις τον Οκτώβριο του 2004 (!) αρχίζει η τακτική ανάκριση κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας με την κατηγορία του ερευνητή για απάτη σε βαθμό κακουργήματος (ορισμός ταχύτητας κινούμενου σημείου: διανυόμενη απόσταση διά του χρόνου που απαιτήθηκε να διανυθεί η απόσταση).

Τον Δεκέμβριο του 2004 περατούται η ανάκριση ενώ, παρά το έγγραφο αίτημά μας προς τον ανακριτή για πραγματογνωμοσύνη σύγκρισης των δύο επιστημονικών προτάσεων, αυτό δεν πραγματοποιείται.

Τον Απρίλιο του 2005 ενημερώνεται εγγράφως σύμβουλος υπουργού για την κατάσταση και παρ’ όλα αυτά ο κ. υπουργός προβαίνει σε πολιτική τοποθέτηση του υπόπτου υποκλοπέα της πρότασης σε σημαίνουσα επιστημονική θέση. (Φυσικά αν υπήρχε παραπομπή στο ακροατήριο, αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει.)

Τον Ιούνιο του 2005 ακόμη η δικογραφία κατά του ερευνητή είναι στα χέρια εισαγγελέως και, παρά τη διαμαρτυρία μας, μόλις τον Νοέμβριο του 2005 παραπέμπεται ο ερευνητής του ερευνητικού κέντρου στο ακροατήριο. Η πρόταση της εισαγγελέως γίνεται, αντί στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, στο Συμβούλιο Εφετών. Εκεί ο κ. πρόεδρος εκφράζει τις αντιρρήσεις του για την παραπομπή και ζητά να γίνει τώρα η τεχνική πραγματογνωμοσύνη και επιστρέφει τη δικογραφία στον ανακριτή.

Τον Απρίλιο του 2006 ορίζεται πραγματογνώμονας, ο οποίος είναι αποδεδειγμένα στενός επιστημονικός συνεργάτης (35 κοινές επιστημονικές δημοσιεύσεις σε διάρκεια οκτώ ετών) του κατηγορούμενου ερευνητού και δεδηλωμένος μάρτυρας υπεράσπισής του. Βάσει αυτού λοιπόν του γεγονότος, η αντικειμενικότητα που πρέπει να έχει εκ προοιμίου ένας πραγματογνώμονας και προς τις δύο πλευρές πάει περίπατο…

Αίτηση δε εξαίρεσης του παραπάνω πραγματογνώμονα απερρίφθη!

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορεί κανείς να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Ποια είναι όμως πραγματικά τα λυπηρά συμπεράσματα σε σχέση με αυτή την υπόθεση κατά την προσωπική μου άποψη και γνώμη; Είναι πολλά και ποικίλα και άπτονται από την πολιτική της κυβέρνησης μέχρι την οικονομία της χώρας, από την επιστημονική απαξίωση μέχρι τα σημερινά προβλήματα της παιδείας και αυτά διότι:

1) Χάθηκαν τόσοι καλοί επιστήμονες στη χώρα μας, οι οποίοι πρόσκεινται πολιτικά στην κυβέρνηση, να αξιοποιηθούν στη θέση που κατέλαβε ο εν λόγω ερευνητής; Ο συγκεκριμένος ερευνητής με αυτές τις μεθόδους θα προαγάγει και θα διδάξει τους νέους ερευνητές της χώρας; Δεν θα μπορούσε ο κ. υπουργός να αναμένει τουλάχιστον τα αποτελέσματα αυτής της σοβαρότατης αντιδικίας; Αμφιβάλλω όμως αν πραγματικά ενημερώθηκε επί του θέματος ο κ. υπουργός (που τον εκτιμώ ιδιαιτέρως) από τους συμβούλους του.

2) Είναι δυνατόν ένα ελληνικό προϊόν στρατηγικής σημασίας, το οποίο χρηματοδοτήθηκε με χρήματα του κράτους, δηλαδή των πολιτών αυτής της χώρας, για να κατασκευασθεί με έρευνα από μια ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση, η οποία επένδυσε επίσης σε αυτό, να περνά στα χέρια μιας εταιρείας του εξωτερικού διαμέσου ενός επιστήμονα που είναι ταγμένος να βοηθά την ελληνική βιομηχανία;

3) Τα ελληνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας προστατεύονται τελικά από τους ελληνικούς νόμους ή όχι;

4) Επιτρέπεται στο ΤΕΙ Πειραιά, ένα ίδρυμα το οποίο όχι μόνο πασχίζει για την τεχνολογική εκπαίδευση, αλλά πραγματοποιεί και ουσιαστική επιστημονική έρευνα, να του «κλέβουν» τις χρηματοδοτήσεις τις οποίες έχει άμεσα ανάγκη για την ανάπτυξη ερευνητικής υποδομής και εργαστηρίων και κανενός υπευθύνου να μην ιδρώνει το αφτί;

5) Η ελληνική επιστημονική κοινότητα βεβαίως γνωρίζει, αλλά δυστυχώς υπάρχει είτε ατολμία είτε αδιαφορία (σημεία των καιρών;). Είναι πράγματι λυπηρό να συμβαίνουν τέτοια πράγματα ανάμεσα σε επιστήμονες και για το καλό της επιστημονικής κοινότητας δεν δημοσιοποιήθηκαν τα παραπάνω μέχρι σήμερα. Δυστυχώς όμως έχουμε φθάσει στα όριά μας.

Μήπως όμως η νομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στο ίδιο ακόμη το ΝΑΤΟ, τώρα που ανευρέθηκαν ακόμη πιο πολλά ατράνταχτα στοιχεία της υπόθεσης αυτής, γίνει αιτία να κατηγορηθούμε και πάλι ότι… εκθέτουμε τη χώρα;

Υστερόγραφο: Το παραπάνω κείμενο δεν έχει ως σκοπό κατ’ ουδένα τρόπο να θίξει τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Αντιθέτως ο γράφων πιστεύει στην Ελληνική Δικαιοσύνη, γι’ αυτό άλλωστε και προσέφυγε σε αυτήν. Τότε προς τι η αρθρογραφία; Ο γράφων πιστεύει ότι τα λάθη είναι ανθρώπινα και συμβαίνουν σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Ίσως στην προκειμένη περίπτωση κάτι διέφυγε (κατά λάθος και όχι σκόπιμα), κατά την άποψή μου και προσωπική μου γνώμη, από το δικαστικό μας σύστημα στην υπόθεση αυτή και ίσως ανευρεθεί και ο αναλογών υπεύθυνος να το διορθώσει.

Με εκτίμηση
Ο παθών
Δρ. Γιώργος Νικολαΐδης
Φυσικός
PhD -Kansas State University
MSc-University of Illinois
Καθηγητής ΤΕΙ Πειραιά
Τμήμα Φυσικής Χημείας και Τεχνολογίας Υλικών


Σχολιάστε εδώ