Γιατί οι ξένες τράπεζες δείχνουν ενδιαφέρον για τις ελληνικές;
Το ΧΑ ουσιαστικά το κρατάνε σε ανεκτό επίπεδο οι συναλλαγές των μετοχών των τραπεζών. Ευλογία για τους μεγαλοϊδιοκτήτες τραπεζών. Το πρόβλημα είναι αν μπορούμε τελικά να διατηρήσουμε την ελληνικότητα του τραπεζικού μας συστήματος ή θα το παραδώσουμε στους ξένους. Και θα είναι κακό σε δύο ή τρία χρόνια οι ξένες τράπεζες να ελέγχουν το 70% ή και παραπάνω της ελληνικής τραπεζικής αγοράς, εάν συνυπολογίσουμε και το μερίδιο που κατέχουν τώρα οι ξένες τράπεζες (CitiBank, Τράπεζα Κύπρου, American Express κ.λπ.), που βρίσκονται ήδη εδώ.
Όλα δείχνουν ότι το ενδιαφέρον των ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων για την κατάκτηση των ελληνικών τραπεζών θα συνεχιστεί! Για τους ξένους η ελληνική τραπεζική αγορά παρουσιάζει σπουδαία πλεονεκτήματα. Και όλοι δούλεψαν για να δημιουργηθούν αυτά τα σπουδαία πλεονεκτήματα. Και πρώτα οι κυβερνήσεις της τελευταίας δεκαετίας, που ήθελαν οι τιμές των τραπεζικών μετοχών να βρίσκονται ψηλά, για να πουλάνε μετοχές και να βουλώνουν τις τρύπες του προϋπολογισμού. Το σπάταλο κράτος δεν αυξάνει μόνον τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, αλλά και εκποιεί τη δημόσια περιουσία. Και αυτό το ονομάζει «πορεία προς τη δημοσιονομική εξυγίανση». Ντροπή και όνειδος για τους υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της ΝΔ που συνέχισε την ίδια δημοσιονομική πολιτική. Η «ψωροκώσταινα» έφτιαξε δημόσια περιουσία και αναλογικά σημαντικό κοινωνικό κεφάλαιο και η σημερινή τάχα ισχυρή ελληνική οικονομία πουλάει την περιουσία αυτή για να φανεί πλούσια. Πολιτική ασώτου υιού, με τα σκουλαρίκια στ’ αφτιά του!
Στη σφαιρική θεώρηση του προβλήματος της εκποίησης των ελληνικών τραπεζών σε ξένα πιστωτικά ιδρύματα τρία θέματα ανακύπτουν:
α) Γιατί οι ξένες τράπεζες δείχνουν ενδιαφέρον για την εξαγορά ελληνικών τραπεζών;
β) Ποιοι «έστρωσαν τον δρόμο» για τη διείσδυση των ξένων τραπεζών; και
γ) γιατί είναι επιζήμιο να πάρουν οι ξένοι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε έστω και επιγραμματικά τα τρία αυτά θέματα για προβληματισμό και για να εκτιμήσουμε την βασιμότητα των κυβερνητικών πανηγυρισμών για τη «λαμπερή» πορεία της πώλησης των δημοσίων και ιδιωτικών τραπεζών στους ξένους.
α) Οι ξένες τράπεζες και οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές δείχνουν ενδιαφέρον για την εξαγορά ελληνικών τραπεζών για πολλούς και σημαντικούς λόγους. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θεωρείται από τους ξένους ασφαλές, δηλαδή με πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) βαθμό επικινδυνότητας. Η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, έχει συνεπώς σταθερό νόμισμα, του οποίου η σταθερότητα δεν εξαρτάται από την όποια νομισματική και πιστωτική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και της ελληνικής κεντρικής τράπεζας, έχει ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και συναλλάγματος, έχει διάτρητη φορολογική νομοθεσία που διευκολύνει τη νόμιμη φοροδιαφυγή των τραπεζών και συνεχώς παραχωρεί φορολογικές διευκολύνσεις. Δηλαδή ιδεώδεις συνθήκες για τραπεζική δραστηριότητα. Πέραν αυτών, η ελληνική τραπεζική αγορά εκτιμάται από τις ξένες τράπεζες ότι έχει χαμηλό βαθμό ωρίμανσης, δηλαδή παρουσιάζει περιθώρια πιστωτικής επέκτασης και έτσι θεωρείται ότι στον τομέα αυτόν πλεονεκτεί έναντι των άλλων τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Με άλλα λόγια οι ξένες τράπεζες εκτιμούν ότι στην ελληνική τραπεζική αγορά υπάρχουν ικανά περιθώρια για χορηγήσεις δανείων προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και κρίνουν ότι στον τομέα της λιανικής τραπεζικής (στεγαστική και καταναλωτική πίστη) κατά τα επόμενα χρόνια το πεδίο ανάπτυξης των τραπεζικών δραστηριοτήτων θα είναι εξαιρετικό και επικερδές. Έτσι οι εξαγορές ελληνικών τραπεζών καλύπτουν πλήρως μια ανάγκη που εμφανίζεται σε όλο το φάσμα των κινήσεων του κεφαλαίου, δηλαδή να επεκτείνεται και να ενισχύει (επαυξάνει) την κερδοφορία του. Και επιπλέον το ελληνικό κράτος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για την προστασία του έλληνα δανειολήπτη, πράγμα που δημιουργεί τις προϋποθέσεις υψηλής κερδοφορίας των τραπεζών.
β) Ποιοι έστρωσαν τον δρόμο για τη διείσδυση των ξένων τραπεζών στην ελληνική τραπεζική αγορά; Πρώτα η ΕΕ και η ΟΝΕ των τραπεζιτών, που ευνοούν τις διασυνοριακές εξαγορές και συγχωνεύσεις των μεγάλων επιχειρήσεων γενικά και η άφθονη ρευστότητα που δημιούργησε η ΕΚΤ στις διάφορες τράπεζες της ευρωζώνης, που επιτρέπει τις εξαγορές «υψηλής κλίμακας», δηλαδή υψηλού κόστους. Αλλά και το ελληνικό κράτος συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία αυτού του ευνοϊκού περιβάλλοντος. Ανέχτηκε την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και την τοκογλυφική συμπεριφορά των ελληνικών τραπεζών. Ανέχτηκε την εκμετάλλευση όλων των ελλήνων πολιτών (καταθετών και δανειοληπτών) από το τραπεζικό σύστημα. Ανέχτηκε μια αφύσικη και οικονομικά αδικαιολόγητη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Ανέχτηκε και ανέχεται τη «νόμιμη» φοροδιαφυγή των τραπεζών, όταν κυνηγάει άγρια τη φοροδιαφυγή των καφενείων! Το κράτος άνοιξε πρώτον το χορό της πώλησης των τραπεζών και τον σέρνει ακόμη. Υπεύθυνη για τη διείσδυση των ξένων τραπεζών είναι και η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, που κατάργησε τα όρια χρηματοδότησης των νοικοκυριών (για τη χορήγηση προσωπικών και καταναλωτικών δανείων) σε χρόνο που δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση και προκάλεσε έτσι την υποχρέωση και υποδούλωση των Ελλήνων στο τραπεζικό σύστημα. Και τώρα ο διοικητής της ΤτΕ χύνει κροκοδείλια δάκρυα και συνιστά στις τράπεζες αυτοσυγκράτηση στη χορήγηση δανείων! Οι έλληνες μεγαλοϊδιοκτήτες τραπεζών δεν μπορούν να κατηγορηθούν, γιατί πουλάνε τις τράπεζές τους στους ξένους. Επιχειρηματίες είναι, το συμφέρον τους κοιτάζουν. Το κράτος μετέτρεψε τις τράπεζες από ιδρύματα κοινωνικού ενδιαφέροντος σε επιχειρήσεις με έντονο και αποκλειστικό κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
γ) Και ερχόμαστε στο τρίτο ερώτημα. Ορισμένοι πανηγυρίζουν για την εξαγορά ελληνικών τραπεζών από ξένα πιστωτικά ιδρύματα και ξένους θεσμικούς ή μεμονωμένους επενδυτές. Και πρώτος που πανηγυρίζει είναι ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών (ο σημερινός και οι προκάτοχοί του). Αφού αυτό είναι στόχος της παγκοσμιοποίησης και της διαπλοκής, είναι και δικός τους διακαής πόθος. Είναι γεγονός ότι σε βραχυπρόθεσμη βάση οι καταναλωτές τραπεζικών προϊόντων (της λιανικής τραπεζικής) θα έχουν κάποιο όφελος. Οι αγοράστριες ξένες τράπεζες θα φέρουν εδώ μοντέρνες μεθόδους προσέλκυσης πελατών και ίσως νέα τραπεζικά προϊόντα και εκ πρώτης όψεως δελεαστικές προσφορές. Και όλα αυτά με σκοπό να κατακτήσουν σημαντικό μερίδιο στην ελληνική τραπεζική αγορά. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο σήμερα οι μεγάλες επιχειρήσεις στην πρώτη φάση της εγκατάστασής τους σε μια αλλοδαπή αγορά να εφαρμόζουν μια πολιτική dumping (δηλαδή χαμηλές τιμές, προσφορές και άλλα κόλπα) μέχρις ότου εδραιωθούν, εξοντώσουν ή εξαγοράσουν τους ανταγωνιστές τους και αποκτήσουν ικανό μερίδιο αγοράς ή και δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Όταν φθάσουν στους όποιους στόχους έχουν προγραμματίσει, τότε αυτή η «φιλική» προς τους καταναλωτές πολιτική αλλάζει. Καινούριος στόχος η αύξηση της κερδοφορίας με οποιοδήποτε μέσον. Και οι ξένες τράπεζες την ίδια επιχειρηματική συμπεριφορά θα ακολουθήσουν κατά την εγκατάστασή τους εδώ. Συνεπώς το κέρδος των καταθετών και δανειοληπτών θα είναι για σύντομο χρονικό διάστημα. Μια άλλη διάσταση του θέματος είναι ότι οι ξένες τράπεζες θα έχουν ισχυρή δύναμη πυρός απέναντι στην πολιτική εξουσία. Και οι πρώτοι που θα την πληρώσουν θα είναι οι εργαζόμενοι στις τέως ελληνικές τράπεζες. Οι εργασιακές σχέσεις στον τραπεζικό τομέα θα δεινοπαθήσουν. Όπως παρ’ ολίγο να συμβεί πέρυσι με την αποτυχούσα προσπάθεια κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και αντικατάστασής τους με ατομικές συμβάσεις. Και όλα αυτά κάτω από τον μανδύα του τάχα εξευρωπαϊσμού της αγοράς εργασίας.
Για το κράτος είναι επιζήμιο να μην έχει στην ιδιοκτησία του (με πλειοψηφικό πακέτο μετοχών) τουλάχιστον μια σοβαρή τράπεζα. Και τούτο για να μπορεί να συμμετέχει ενεργά στις διάφορες διεργασίες που συντελούνται στο τραπεζικό σύστημα (ύψος επιτοκίων, όροι δανειοδότησης, εργασιακές σχέσεις, συμπεριφορά προς τους ασυνεπείς ή αφερέγγυους πελάτες κ.λπ.) και να φρενάρει αντιλαϊκές συμπεριφορές. Εξάλλου οι τράπεζες είναι και σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο και βοηθούν σημαντικά την αναπτυξιακή πορεία μιας χώρας. Όταν ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται έξω από την επιρροή του κράτους, δεν είναι δυνατόν να βοηθήσει την αναπτυξιακή προσπάθεια. Το κράτος, έχοντας μια σοβαρή τράπεζα δική του μπορεί να συμπαρασύρει το τραπεζικό σύστημα και προς φιλολαϊκή συμπεριφορά και προς την κατεύθυνση υποβοήθησης της αναπτυξιακής προσπάθειας. Αυτή τουλάχιστον είναι η προσωπική μας άποψη, μακριά από ιδεολογικές προκαταλήψεις. Κρίνουμε με κοινωνικά και οικονομικά (αναπτυξιακά) κριτήρια.
Συμμερίζομαι απόλυτα το άγχος του κ. Αλογοσκούφη για την εξοικονόμηση χρημάτων, για τη μείωση του ελλείμματος, όμως πιστεύω ότι σταθμίζοντας κανείς τα παραπάνω δεδομένα εύκολα μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πώληση της Εμπορικής Τράπεζας και η παντελής αποξένωση του κράτους από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι μεγάλο λάθος. Και αυτό γρήγορα θα το κατανοήσουμε όλοι. Αλλά θα είναι πλέον αργά. Έχοντας την Εμπορική στην ιδιοκτησία του (κατά πλειοψηφία φυσικά), θα μπορούσε το κράτος να στηρίξει επάνω της την καθοδήγηση των ιδιωτικών τραπεζών προς συμπεριφορές με κάποια δόση σεβασμού προς το κοινωνικό σύνολο και στην αναπτυξιακή προσπάθεια που καταβάλλει σήμερα η χώρα μας. Και το κράτος δεν πρέπει να ξεχνάει ότι οι τράπεζες είναι μεγάλες επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας για την οικονομία μιας χώρας.
Όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της πώλησης της Εμπορικής, θα καταλάβουμε και τις διαθέσεις της αγοράστριας γαλλικής τράπεζας. Θα ρίξει τα επιτόκια χορηγήσεων για να αυξήσει το μερίδιό της στην ελληνική τραπεζική αγορά ή θα ακολουθήσει την κερδοσκοπική πολιτική των άλλων ελληνικών τραπεζών; Είναι ένα πρόβλημα που θα προκαλέσει διεργασίες, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, ανάλογα.