Η ΕΚΤ συνυπεύθυνη για την εξαθλίωση των εργαζομένων

Και ένα μέτρο που χτυπάει τις πληθωριστικές πιέσεις και τον πληθωρισμό είναι ο περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης μέσω της αύξησης των επιτοκίων. Όμως η αύξηση των επιτοκίων έχει σημαντικές παρενέργειες, αρνητικές βεβαίως, για την αναπτυξιακή προσπάθεια των κρατών, αλλά και για το χρέος των δανειοληπτών (κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών).

Η αύξηση των επιτοκίων φουσκώνει τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού με συνέπεια την αύξηση της φορολογίας ή του υψηλότερου δανεισμού του κράτους, γονατίζει τις επιχειρήσεις με την αύξηση των χρηματοοικονομικών εξόδων τους και υποβαθμίζει το επίπεδο διαβίωσης σημαντικού αριθμού νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος (δανειοληπτών), που είναι αναγκασμένα να πληρώνουν περισσότερα χρήματα στις τράπεζες για την εξυπηρέτηση των χρεών τους.

Έτσι το μέτρο της αύξησης των επιτοκίων πρέπει να λαμβάνεται με φειδώ και με εκτίμηση ολόκληρου του φάσματος των επιπτώσεων που προκαλεί στην οικονομία. Αναλογίζομαι ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι συγγενές φαινόμενο με τον πληθωρισμό, αφού οι παρενέργειές τους ταυτίζονται σχεδόν και διαφέρουν μόνο ως προς την ένταση. Οι συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων δημιουργούν υψηλό βαθμό έντασης στις αρνητικές συνέπειες που προκαλούν. Επειδή μας ενδιαφέρουν περισσότερο τα συμβαίνοντα στην περιοχή μας (ευρωζώνη), ας δούμε την πορεία του πληθωρισμού στις χώρες του ευρώ και τις πληθωριστικές πιέσεις, για να πειστούμε αν οι αυξήσεις των επιτοκίων είναι οικονομικά δικαιολογημένες. Μήπως η δόση του φαρμάκου είναι υπερβολική σε σύγκριση με την ένταση της νόσου, την οποία θέλει να θεραπεύσει; Μήπως υπάρχει και κάποια άλλη απόκρυφη σκοπιμότητα;

Για να προσεγγίσουμε το πρόβλημα θα δανειστούμε στοιχεία από την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις νομισματικές και πιστωτικές εξελίξεις στην ευρωζώνη κατά το 2005, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα προ διμήνου περίπου. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση αυτή, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε το 2005 στο 2,2%, ελαφρά υψηλότερος από αυτόν των δύο προηγούμενων ετών (2003 και 2004) που είχε αυξηθεί κατά 2,1%. Επομένως μέχρι το τέλος του 2005 δεν υπήρχαν στις χώρες της ζώνης του ευρώ ούτε πληθωριστικές πιέσεις ούτε απειλή εμφάνισης πληθωρισμού. Και την περίοδο 2004-2005 και κυρίως το 2005 είχαμε σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου και όμως δεν είχαμε πληθωρισμό ούτε έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου απορροφήθηκε ομαλά σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον σχετικά ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, από τη μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ και από τη στασιμότητα των αποδοχών των εργαζομένων. Το πραγματικό ΑΕΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε το 2003 κατά 0,7%, το 2004 κατά 1,8% και το 2005 κατά 1,4%. Το 2003 και σχεδόν ολόκληρο το 2004 δεν είχε σημειωθεί αλματώδης αύξηση της τιμής του πετρελαίου ούτε πληθωριστικές πιέσεις. Καθόσον αφορά την εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων κατά το 2005, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, σημειώνει στον πρόλογο της ετήσιας έκθεσης της ΕΚΤ ότι: «Οι εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις παρέμειναν υπό έλεγχο, καθώς η συνεχιζόμενη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων και οι ευνοϊκές τάσεις στις τιμές των εισαγομένων μεταποιητικών αγαθών (σ.σ.: προφανώς ο πρόεδρος της ΕΚΤ εννοεί τις εισαγωγές φτηνών κινεζικών προϊόντων) αντιστάθμισαν σε κάποιο βαθμό την άνοδο των τιμών βασικών εμπορευμάτων και της ενέργειας». Και στη σελίδα 22 της έκθεσης διαβάζουμε ότι «οι μισθολογικές αυξήσεις και κατά το 2005 παρέμειναν συγκρατημένες και έτσι δεν υπήρχαν ενδείξεις για τη συσσώρευση εγχωρίων πληθωριστικών πιέσεων στη ζώνη του ευρώ».

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι αυξήσεις των ευρωεπιτοκίων που έγιναν από την ΕΚΤ το 2005 δεν οφείλονταν στην εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων ούτε στην άνοδο του πληθωρισμού. Η συγκράτηση των αποδοχών των εργαζομένων (πάλι θυσίες οι εργαζόμενοι, παρά την αύξηση των επιχειρηματικών κερδών, την οποία δέχεται η έκθεση της ΕΚΤ), η μείωση της ισοτιμίας του δολαρίου και οι ρυθμοί ανάπτυξης απορρόφησαν την άνοδο του πληθωρισμού και τον κίνδυνο εμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων.

Τι άλλαξε το 2006 και, κατά την άποψη της διοίκησης της ΕΚΤ, οι πληθωριστικές πιέσεις στη ζώνη του ευρώ έγιναν εντονότερες και για να αντιμετωπιστούν καθίσταται αναγκαία η αύξηση των επιτοκίων; Η συγκράτηση των αποδοχών των εργαζομένων συνεχίζεται για πολλά χρόνια τώρα, χωρίς ορατή ημερομηνία λήξης. Πάντα κάποια τάχα σοβαρή αναγκαιότητα θα προβάλλεται για να μετακυλίονται όλα τα βάρη στους ώμους των εργαζομένων. Η μειωμένη ισοτιμία του δολαρίου δεν εννοεί να βελτιωθεί αισθητά. Το δίδυμο έλλειμμα των ΗΠΑ που συνεχώς διευρύνεται κρατάει χαμηλά το δολάριο, παρά τις συνεχείς αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της FED. Οι εισαγωγές φθηνών κινεζικών προϊόντων συνεχίζονται με ένταση και στις χώρες της ευρωζώνης, χάρη στη συγκράτηση της ισοτιμίας του κινεζικού νομίσματος (γουάν) σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα. Τον ανήφορο πήραν μόνο οι τιμές του πετρελαίου. Αυτό βέβαια είναι ένα σοβαρό πρόβλημα, χωρίς αμφιβολία. Θα ήταν όμως περιορισμένης εμβέλειας πρόβλημα και απορροφήσιμο με τη συμβολή των άλλων αντίρροπων παραγόντων, αν η ΕΚΤ είχε τη φρόνηση να λάβει νωρίτερα αντιπληθωριστικά μέτρα. Αντί για τέτοια μέτρα η διοίκηση της ΕΚΤ δημιούργησε με τις επιλογές της νομισματική και πιστωτική κατάσταση που ευνοεί την εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωζώνη, έστω και αν οι τιμές του πετρελαίου δεν σημείωναν αύξηση τέτοιας έκτασης. Προσωπικά έχουμε τη γνώμη ότι η αύξηση των ευρωεπιτοκίων στοχεύει να καλύψει τα λάθη της ΕΚΤ. Φρονούμε ότι το βασικό λάθος της είναι η δημιουργία «άφθονης ρευστότητας», την οποία αναγνωρίζει και η ετήσια έκθεση. Από την καθιέρωση του ευρώ η ΕΚΤ δημιούργησε περισσότερη ρευστότητα από όση χρειάζεται για τη χρηματοδότηση μη πληθωριστικής ανάπτυξης. Σε αυτό οφείλεται και η συνεχής εξασθένηση της αγοραστικής δύναμης του ευρώ στην εσωτερική αγορά της ευρωζώνης. Το λάθος της ΕΚΤ είναι ότι στη ρευστότητα και κυρίως στην ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος δεν έλαβε καθόλου υπόψη της τις επιπτώσεις στον πληθωρισμό. Δημιούργησε ρευστότητα πληθωριστικής ανάπτυξης.

Με την άφθονη ρευστότητα η ΕΚΤ διευκόλυνε την πιστωτική επέκταση των τραπεζών προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (άφθονα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια). Επίσης, διευκόλυνε και τις εξαγορές μεγάλων επιχειρήσεων υψηλού κόστους, τις αποκρατικοποιήσεις, τις αγορές μετοχών εισηγμένων στα χρηματιστήρια, καθώς και τον άνετο δανεισμό των κρατών. Το άφθονο φθηνό χρήμα κυριάρχησε στην αγορά και στα νοικοκυριά και προκάλεσε αύξηση της ενεργού ζητήσεως αγαθών, υπηρεσιών και μετοχών, μέσα από υψηλό τραπεζικό δανεισμό που προκάλεσε τα προκλητικά υπερκέρδη των τραπεζών. Και τώρα που οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά μετατράπηκαν σε μεγάλους χρεοφειλέτες των τραπεζών, η ΕΚΤ αυξάνει τα επιτόκια για να θησαυρίσουν οι τράπεζες και να σταματήσει η ανάπτυξη. Και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ας θυσιαστούν στον βωμό της υψηλής κερδοφορίας των τραπεζών!

Στις σελίδες 222-223 της ετήσιας έκθεσης της ΕΚΤ δημοσιεύεται και ο ενοποιημένος ισολογισμός του ευρωσυστήματος της 31/12/2005, δηλαδή ο ισολογισμός της ΕΚΤ και των 12 κεντρικών τραπεζών των χωρών-μελών της ΟΝΕ. Από τον ενοποιημένο αυτόν ισολογισμό προκύπτουν τα παρακάτω στοιχεία:

α) Τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία (ευρώ) στις 31/12/2004 έφταναν στο ύψος των 501.256 εκατ. ευρώ και στις 31/12/2005 είχαν φτάσει στα 565.216 εκατ. ευρώ, που σημαίνει ότι μέσα στο 2005 είχαμε αύξηση του κυκλοφορούντος χρήματος κατά 64 δισ. ευρώ σε ονομαστικό μέγεθος ή κατά ποσοστό αύξηση 12,9% περίπου. Όταν ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη το 2005 αυξήθηκε μόνο κατά 2,2%, δεν είναι δυνατόν η αύξηση του κυκλοφορούντος χρήματος κατά 13% να μη δημιουργήσει «άφθονη ρευστότητα», αύξηση της ενεργού ζήτησης και τάσεις ανόδου των τιμών, δηλαδή πληθωριστικές πιέσεις, έστω και αν δεν υπήρχε η αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

β) Η αύξηση αυτή του κυκλοφορούντος χρήματος διοχετεύτηκε, υπό μορφή δανείων, σχεδόν εξ ολοκλήρου στα πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες) της ζώνης του ευρώ, προφανώς για τη διευκόλυνση της πιστωτικής επέκτασης. Έτσι στον ισολογισμό της 31/12/2005 και στον λογαριασμό «Δάνεια σε ευρώ προς πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης ευρώ, σχετιζόμενα με πράξεις νομισματικής πολιτικής» βλέπουμε ότι το ύψος των δανείων αυτών στις 31/12/2005 έφτασε αισίως τα 405.966 εκατ. ευρώ, από 345.112 εκατ. ευρώ που ήταν στις 31/12/2004. Δηλαδή οι χορηγήσεις προς τις τράπεζες της ευρωζώνης αυξήθηκαν μέσα στο 2005 κατά 61 δισ. ευρώ περίπου. Συνεπώς η ΕΚΤ έκοβε χρήμα και δημιουργούσε την άφθονη ρευστότητα.

Αυτή η νομισματική και πιστωτική πολιτική της ΕΚΤ είναι που υπονομεύει την αγοραστική δύναμη του ευρώ και δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις. Και ας μην προβάλλουν οι κύριοι τραπεζίτες ως επιτυχία τους την ενίσχυση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου. Δεν βελτιώθηκε η αξία του ευρώ, απλώς κατολίσθησε το δολάριο στο πλαίσιο της ανάγκης των ΗΠΑ για αύξηση των εξαγωγών τους, μήπως και τακτοποιηθούν οι ανισορροπίες του ισοζυγίου πληρωμών. Τώρα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την υπερχρέωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών και γίνεται γραφικός με τις συστάσεις του για πάγωμα μισθών και ημερομισθίων, ως αναγκαίο φάρμακο για τη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων!

Το συμπέρασμα είναι ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων δεν προέρχονται από τον κίνδυνο πληθωρισμού, αλλά από την προσπάθεια της ΕΚΤ να σταματήσει την απαξίωση της αγοραστικής δύναμης του ευρώ, την οποία δημιούργησε η δική της «απλόχερη» νομισματική πολιτική. Και με την ευκαιρία αυτή σπρώχνει στην εξαθλίωση τους ευρωπαίους δανειολήπτες, ως «γνήσιο τέκνο» της παγκοσμιοποιημένης αγοραίας οικονομίας.


Σχολιάστε εδώ