Το «κουφάρι» της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας
Σαν οικονομικό σύστημα, σαν φιλοσοφία και σαν γενικευμένη οικονομική πρακτική, στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ο νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζει έκδηλα εκφυλιστικά φαινόμενα. Άρχισε να κάμπτεται υπό το βάρος των πολλών του ανομημάτων. Κάμψη παρουσιάζει και η παγκοσμιοποίηση και η διαπλανητική εξουσία των ΗΠΑ, κάτω από το βάρος της αλαζονείας και της αποτυχημένης εξωτερικής πολιτικής των δύο τελευταίων προέδρων, Κλίντον και Μπους, και ειδικά του Μπους του νεότερου.
Η ΕΕ, η Ιαπωνία και ο Καναδάς είναι πλέον τα μοναδικά αφοσιωμένα στηρίγματα του πλανητάρχη. Οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη (Νότια Αμερική, Ασία πλην ελαχίστων χωρών και πολλές χώρες της απρόβλεπτης από πολιτική συμπεριφορά Αφρικής) έχουν χειραφετηθεί και οριστικά εγκατέλειψαν την πολιτική τυφλής υπακοής στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον. Καθώς γιγαντώνεται η Κίνα και ανασυντάσσει τις δυνάμεις της η Ρωσία, η πολιτική και οικονομική δύναμη των ΗΠΑ θα συρρικνώνεται. Αυτά από την πολιτική σκοπιά της παγκοσμιοποίησης, που συγγενεύει στενότατα και με την οικονομική πλευρά του θέματος. Δεν είναι εύκολο ν’ απομονώσει κανείς σήμερα την πολιτική από την οικονομία. Αυτός είναι και ο θρίαμβος της διαπλοκής!
Μια σύντομη ιστορική διαδρομή είναι απαραίτητη. Μετά τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου οι ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες κατανόησαν ότι τα δασμολογικά τείχη και τα διάφορα διοικητικά εμπόδια που προστάτευαν τις εθνικές οικονομίες έπρεπε να εξαφανιστούν, για να μπορούν τα προϊόντα αυτά να διακινούνται ελεύθερα και να κατακτήσουν όλες τις αγορές του πλανήτη. Αυτό βέβαια δεν μπορούσαν να το πετύχουν, καθώς ο προστατευτισμός των εθνικών οικονομιών κυριαρχούσε. Έπρεπε οι δομές της προστασίας του εθνικού συμφέροντος να πριονιστούν και να υπάρξει προπαρασκευή της διεθνούς κοινής γνώμης στην ιδέα της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου, της μείωσης των δασμών και της άρσης των διοικητικών εμποδίων (ποσοστώσεις, απαγορεύσεις εισαγωγών, τελωνειακοί έλεγχοι κ.λπ.) και με ευφυές εφεύρημα ότι η φιλελευθεροποίηση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών και η μείωση ή κατάργηση των δασμών θα απέβαινε υπέρ των καταναλωτών. Το σύνθημα της εξυπηρέτησης τάχα των συμφερόντων των καταναλωτών έπιασε. Έτσι, το 1949 δημιουργήθηκε το «Συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας» για τον περιορισμό των διοικητικών-γραφειοκρατικών εμποδίων στις διεθνείς συναλλαγές. Παράλληλα, άρχισαν και οι διαπραγματεύσεις για τη μείωση των δασμών σε ορισμένα βασικά είδη μεγάλης κατανάλωσης (τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα κ.λπ.). Και ο φιλελευθερισμός έριξε το δόλωμα, και έπιασε άφθονα «ψαριά». Πολλοί πίστεψαν στις αγαθές προθέσεις των πρωταγωνιστών της φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου, που θα έφερνε και τη «συναδέλφωση» των λαών. Με αυτή την προπαρασκευή δημιουργήθηκε η GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου) και ακολούθησε η προσπάθεια συνένωσης κρατών με ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους και με μειώσεις δασμών. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η δημιουργία της ΕΖΕΣ με πρωτοβουλία της Βρετανίας και στη συνέχεια της ΕΟΚ με πρωτοβουλία της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Οι δύο αυτές οικονομικές συνενώσεις κρατών ήταν οι «πολιτικές» δομές της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Η ΕΖΕΣ σαν ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, και η ΕΟΚ σαν ενιαία αγορά, χωρίς δασμούς και διοικητικά εμπόδια στις συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών της. Τελικά, το «Συμβούλιο Τελωνειακής Συνεργασίας» διελύθη, αφού κατάφερε να θεσπίσει ορισμένους κανόνες ομοιόμορφης συμπεριφοράς των κρατών στο εισαγωγικό εμπόριο. Η GATT μεταλλάχτηκε σε χωροφύλακα της φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου και μετονομάστηκε σε ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) και η ΕΖΕΣ απορροφήθηκε από την ΕΟΚ και συγκροτήθηκε η ΕΕ. Έτσι, φθάσαμε στην καθολική επικράτηση της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης αγοραίας οικονομίας. Τουλάχιστον στις χώρες της Δύσης.
Τώρα το εθνικό συμφέρον, που κατάφερε η παγκοσμιοποίηση στην αρχή να το υπνώσει και στη συνέχεια να το συντρίψει με την πρόθυμη σύμπλευση της διαπλεκόμενης πολιτικής ηγεσίας, πραγματοποιεί «δυναμική και εκδικητική επιστροφή», όπως έγραφε στο φύλλο της 2/3/06, η «International Herald Tribune». Το πρώτο ρήγμα στο σκάφος της παγκοσμιοποιημένης αγοραίας οικονομίας το προκάλεσε η «ρουκέτα» που έριξε ο γάλλος πρωθυπουργός, Ντομινίκ Ντε Βιλπέν, που δήλωσε χωρίς περιστροφές ότι η κυβέρνησή, του σκοπεύει να προτάξει την ευημερία της Γαλλίας έναντι εκείνης της ΕΕ. Αφορμή για τη δήλωση αυτή έδωσε η προσφορά της ιταλικής «Eyel» για την εξαγορά της γαλλικής εταιρείας «Αέριο της Γαλλίας». Για να εξουδετερώσει την επιθετική προσφορά της «Eyel», η γαλλική κυβέρνηση με κεραυνοβόλο ενέργεια προέβη στη συγχώνευση της «Αέριο της Γαλλίας» με την κρατική εταιρεία ενέργειας και ύδρευσης, την «Σουέζ», και δημιουργήθηκε έτσι μια κολοσσιαία καινούργια εταιρεία. Αναγγέλλοντας τη συγχώνευση ο Βιλπέν δήλωσε ότι η «Γαλλία θα διαθέτει πλέον έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους στον κόσμο. Το κράτος θα έχει σοβαρό έλεγχο των στρατηγικών αποφάσεων του νέου ομίλου».
Στη συνέχεια τη σκυτάλη την παρέλαβε ο τέως πρόεδρος της Κομισιόν και νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ρομάνο Πρόντι, ο οποίος στις προγραμματικές του δηλώσεις ξεκαθάρισε ότι η κυβέρνησή του θα μπλοκάρει μελλοντικές προσπάθειες εξαγοράς μεγάλων ιταλικών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές. Εξάλλου, και η ισπανική κυβέρνηση αναζητά τρόπους για να μπλοκάρει την πρόταση εξαγοράς της ισπανικής «ΕΝΤΕΣΑ» από τον γερμανικό ενεργειακό κολοσσό «CON» και μέχρι τώρα το έχει καταφέρει. Η αμερικανική κυβέρνηση επενέβη και ματαίωσε την εξαγορά της βρετανικής «Peninsular and Oricutal Sterm Navigation» από την «DP World’s». Ο λόγος είναι ότι η βρετανική εταιρεία (συμφερόντων Ντουμπάι) έχει τη διαχείριση ορισμένων αμερικανικών λιμανιών. Η βρετανική κυβέρνηση ανησυχεί και καραδοκεί να ματαιώσει την εξαγορά της βρετανικής εταιρείας φυσικού αερίου «Centrica» από τη ρώσικη «Gazprom». Όλα αυτά δείχνουν ότι πληθαίνουν τα συμπτώματα που οδηγούν στην κατάρρευση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας σε καίριους τομείς, όπως οι εξαγορές μεγάλων επιχειρήσεων που μέχρι πρότινος αποτελούσαν το «κλέος και καύχημα» της παγκοσμιοποίησης. Και οδηγούσαν στην εξόντωση των μεσαίων επιχειρήσεων και στην μονοπωλιακή ή ολιγομονοπωλιακή δόμηση της παγκόσμιας αγοράς. Και φυσικά και στην αύξηση της ανεργίας. Αυτό όμως δεν ενδιέφερε τους παγκοσμιοποιημένους.
Το δεύτερο ρήγμα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία το επέφερε η ραγδαία οικονομική άνοδος της Κίνας. Για να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγής τους, οι ΗΠΑ και η ΕΕ αναγκάστηκαν ν’ αυξήσουν τους δασμούς και να θεσπίσουν διοικητικά εμπόδια για ν’ αντιμετωπίσουν τον κινέζικο ανταγωνισμό. Ξεχάστηκαν όλες οι εξαγγελίες του φιλελευθερισμού περί μείωσης (ή κατάργησης) των δασμών χάριν τάχα των καταναλωτών, περί σεβασμού στις αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και περί ελεύθερης διακίνησης των εμπορευμάτων χωρίς τα μέτρα παρεμπόδισης των εισαγωγών. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός, σημαία του νεοφιλελευθερισμού, εγκαταλείφθηκε με την πρώτη δυσκολία που δημιουργήθηκε από τους Κινέζους στην ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των επιχειρήσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ. Όσο δεν υπήρχε αντίπαλος, ο ανταγωνισμός ήταν ωραίος και επωφελής. Τώρα αποτελεί απειλή. Αλλά η φιλοσοφία ενός ολοκληρωμένου οικονομικού συστήματος δεν είναι δυνατόν να εφαρμόζεται επιλεκτικά. Ήδη, το σκάφος της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης αγοραίας οικονομίας φέρει δύο σοβαρά ρήγματα. Στον τομέα της ελεύθερης επιχειρηματικής δράσης (παρεμπόδιση εξαγορών για τη διατήρηση του εθνικού χαρακτήρα των μεγάλων επιχειρήσεων) και στον τομέα της ανεμπόδιστης εφαρμογής των κανόνων του υγιούς ανταγωνισμού. Αυτά τα ρήγματα γρήγορα θα μετατρέψουν την παγκοσμιοποίηση σε κουφάρι. Τώρα ισχύει μόνον για τον αφελή και πρόθυμο μικρόκοσμο των ηγετών των μικρών χωρών που πιέζονται ή εκβιάζονται ποικιλοτρόπως για να εφαρμόζουν τον ανόθευτο νεοφιλελευθερισμό στις χώρες τους. Προς χάριν της ευημερίας (υψηλής κερδοφορίας) των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Είναι γεγονός ότι οι ΗΠΑ από την αρχή δεν πίστεψαν και δεν εφάρμοσαν ποτέ τον νεοφιλελευθερισμό στη χώρα τους. Απλώς τον επέβαλαν στις άλλες χώρες για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των δικών τους μεγάλων επιχειρήσεων. Επέβαλαν την εφαρμογή των αρχών της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων-υπηρεσιών, συναλλάγματος-κεφαλαίου και εργαζομένων, για να μπορέσουν οι μεγάλες επιχειρήσεις να αλώσουν χωρίς εμπόδια τις αγορές των μικρών χωρών. Οι ΗΠΑ και τις εισαγωγικές επιβαρύνσεις διατήρησαν και τα διοικητικά εμπόδια στις εισαγωγές από τις άλλες χώρες. Και παράλληλα στις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της GATT και του ΠΟΕ υποστήριζαν (και υποστηρίζουν) με φανατισμό τα συμφέροντα της εθνικής τους οικονομίας. Ενώ η ιδέα της προστασίας του κράτους-έθνους και της εθνικής οικονομίας υπήρχε πάντα στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και ειδικά στις χώρες της ΕΕ ξέφτισε εντελώς. Τώρα άρχισε να ξυπνάει και η Ευρώπη και να απορρίπτει το «ναρκωτικό» της πλήρους φιλελευθεροποίησης της οικονομίας της. Ας είναι. Καλύτερα αργά παρά ποτέ.
Η επανεμφάνιση των εθνικιστικών τάσεων στην Ευρώπη και στην Ασία αλλά και στις περισσότερες χώρες της Νότιας Αμερικής είναι το αντίβαρο αλλά και το αποτέλεσμα της φιλοσοφίας του νεοφιλελευθερισμού που εφαρμόστηκε με προθέσεις μετάλλαξής του σε σύστημα οικονομικής ολιγαρχίας. Η επανεμφάνιση του κράτους-έθνους σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο θα εδραιώνεται όλο και περισσότερο και με τη συμπαράσταση της συντηρητικής πλειοψηφίας των λαών. Η ακόρεστη δίψα του κέρδους των μεγάλων επιχειρήσεων θα αφυπνίζει όλο και περισσότερες μάζες που θα πειθαναγκάσουν τους ηγέτες όλων των χωρών να φράξουν τον δρόμο για την πλήρη επικράτηση ενός συστήματος οικονομικής ολιγαρχίας.