Το δέον και το εφικτόν (Α΄ μέρος)

Το κείμενο απετέλεσε το περιεχόμενο γενικής εισηγήσεως σε επιστημονική ημερίδα στις 22/3/2006 στην Κομοτηνή με θέμα την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Το «Π» δημοσιεύει σήμερα το πρώτο μέρος. Την επόμενη Κυριακή θα ακολουθήσει το δεύτερο.

Το κείμενο ακολουθεί την ιστορική ορθογραφία και η ανάγνωση του απαιτεί πολυτονική γραμματοσειρά. Μπορείτε επίσης να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή PDF από την ψηφιακή έκδοση του «Π».

***

Α) ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

  1. Ἀναθεώρησις μόνον συντρεχούσης ἐπαρκοῦς αἰτίας.

Ὅπως καὶ ὁ περιφανὴς γάλλος δικαστής, λόγιος καὶ πολιτικὸς φιλόσοφος Κάρολος Μοντεσκιὲ (1689-1755) ἐπιγραμματικὼς εἰς τὸ κλασσικὸν ἔργον του «Περὶ τοῦ πνεύματος τῶν νόμων» ἐτόνισεν, «Il ne faut point faire de changement dans une loi sans une raison suffisante» («δὲν πρέπει καθόλου νὰ μεταβάλλεται ἕνας νόμος χωρὶς ἐπαρκῆ αἰτίαν») [Βλέπε MONTESQUIEU, De lʼ Esprit des lois, par Gonzague Truc, ἔκδοσις Garnier, Παρίσι, 1961, τόμος Β΄, σελ. 291]. Κατὰ μείζονα λόγον τὸ Σύνταγμα, τὸ ὁποῖον ἐπὶ μακρὸν δεσμεύει τὴν ἐθνικὴν ζωήν, ἀφοῦ κατὰ τὸ ἄρθρον 110 § 1 τοῦ Συντάγματός μας νέα ἀναθεώρησις δὲν ἐπιτρέπεται πρὸ τῆς παρόδου πενταετίας ἀπὸ τῆς προηγουμένης.

Ἑπομένως καὶ ἡ ἤδη προωθουμένη ἢ προτεινομένη μεταρρύθμισις τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματός μας πρέπει νὰ ἐξετασθῇ πρωτίστως ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ἀναγκαιότητός της, ἐὰν δηλαδὴ ὄντως ὑπάρχουν εἰς τὸ Σύνταγμα ρυθμίσεις ἀποτυχοῦσαι ἢ ἔστω ἁπλῶς χρήζουσαι βελτιώσεως, ὥστε νὰ ἐπιβάλλεται ἡ ἀντικατάστασίς των.

  2. Ἀναθεώρησις μόνον ὑπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἄρθρου 110 τοῦ Συντάγματος.

Καὶ βεβαίως οἱαδήποτε ἀναθεώρησις τοῦ Συντάγματος τελεῖ ὑπὸ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἄρθρου 110 § 1 αὐτοῦ. Ἔτσι ἀποκλείεται ἡ ἀναθεώρησις, μεταξὺ ἄλλων, τῶν διατάξεων, ποὺ καθορίζουν τὴν βάσιν καὶ τὴν μορφὴν τοῦ πολιτεύματος ὡς Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας.

Τὸ αὐτονόητον τοῦτο τονίζεται, διότι ἀπὸ ὲτῶν ἐπιχειρεῖται τοῦ σαφεστάτου αὐτοῦ ἀποκλεισμοῦ ἡ παράκαμψις. Συγκεκριμένως μὲ τὴν πρότασιν ἀναδείξεως τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας ὄχι ὑπὸ τῆς Βουλῆς, ὅπως προβλέπεται καὶ γίνεται κατὰ τὸ ίσχῦον Σύνταγμα (ἄρθρα 30 ἑπ.), ἀλλὰ διʼ ἀμέσου ἐκλογῆς διὰ τῆς λαϊκῆς ψήφου. Ἔτσι ὅμως, μὲ ἀλλαγὴν τῆς ἐμμέσου, διὰ τῆς Βουλῆς, λαϊκῆς νομιμοποιήσεως τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας εἰς ἄμεσον, διὰ τῆς λαϊκῆς ψήφου, νομιμοποίησιν, μεταβάλλεται ἡ βάσις καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Πολιτεύματός μας ἀπὸ ἁπλῶς Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικῆς Δημοκρατίας, εἰς τὴν ὁποίαν μόνον ἡ Βουλὴ ἀντλεῖ ἀμέσως ἐκ τοῦ λαοῦ, διὰ τῆς ψήφου του, τὴν νομιμοποίησιν, εἰς Προεδρικὴν Δημοκρατίαν, ἀφοῦ τὴν ἄμεσον διὰ τῆς λαϊκῆς ψήφου νομιμο-ποίησιν θὰ ἔχῃ πλέον καὶ ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας [Βλέπε σχετικῶς καὶ τὸ ἄρθρον Χρήστου Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ, Περὶ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς Προέδρου τῆς Δημοκρατίας καὶ ἁρμοδιοτήτων αὐτοῦ, εἰς δύο συνεχείας εἰς τὴν ἐφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΝ τῆς 4 καὶ 5.10.2000, ὅπου εἰς τὴν § 10 καὶ οἱ κίνδυνοι ἐκ τῆς ἀμέσου ἐκλογῆς τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας. Τὸ κείμενον ὑπάρχει πλῆρες καὶ εἰς τὴν ἱστοσελίδα www.sartzetakis.gr (εἰς Μέρος Γ΄, Θέσεις καὶ ἀπόψεις, ὑπὸ 3. Θέματα, στοιχ.δ΄)].

  3. Τὸ δέον καὶ τὸ ἐφικτόν.

Ὁ ἐπὶ τῆς ἀναθεωρήσεως προβληματισμὸς πρέπει νὰ κινηθῇ ὅχι μόνον εἰς τὸ πλαίσιον τοῦ δέοντος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐφικτοῦ.

Ἡ προσέγγισις, ὅτι ἐπιβάλλεται ὁ ἀναθεωρητικὸς νομοθέτης νὰ θεσμοθετήσῃ τὸ δέον, ἀδιαφορῶν διὰ τὴν πάντοτε ἐνέχουσαν λύσιν συμβιβασμοῦ σκοπιμότητα τοῦ οἱουδήποτε ἐφικτοῦ, παρὰ τὴν ἐμφανῆ καθαρότητά της, κοινωνικῶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος.

Πράγματι, ὅπως ὁ ἐκ τῶν διαπρεπεστέρων γάλλων συνταγματολόγων τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, διάσημος διὰ τὰς ἀναπτύξεις του ὑπὸ τὴν ζείδωρον πάντοτε αὔραν τὴς κοινωνιολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας, Léon Duguit, ἤδη τὸ 1920-1921 εἰς παραδόσεις του εἰς τὸ Πανεπιστήμιον Κολούμπια τῆς Νέας Ὑόρκης τῶν Η.Π.Α. μὲ θέμα «Κυριαρχία καὶ Ἐλευθερία», μετὰ πειστικότητος ἐδίδαξε, «αἱ ἰδέαι μιᾶς ἐποχῆς εἶναι ἀφʼ ἑαυτῶν κοινωνικὰ γεγονότα καὶ ἓν σπουδαῖον στοιχεῖον τῆς κοινωνικῆς ἐξελίξεως. Ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς ἀσκοῦν μίαν εὐθεῖαν δράσιν ἐπὶ τῆς πορείας τῶν γεγονότων∙ καὶ θὰ ἔλεγα, ὅτι ἀσκοῦν μίαν ἐπιρροὴν τόσον περισσότερον ἰσχυράν, ὅσον περισσότερον ψευδεῖς εἶναι» [Βλέπε Léon Duguit, Souveraineté et liberté, Παρίσι 1921, ἔκδοσις Félix Alcan, σελ. 69∙ ἐπανέκδοσις τοῦ ἔργου ἀπὸ τὰς Ἐκδόσεις La Mémoire du Droit, Παρίσι 2002]. Κατὰ κοινὴν πεῖραν καὶ ἀντίληψιν πιστεύω ὅλων μας, ἡ διαπίστωσις τοῦ γάλλου σοφοῦ, ὄντως διαχρονικῆς ἐμβελείας, εὑρίσκει πλήρη τὴν ἐπαλήθευσίν της καὶ εἰς τὸν ἑλληνικὸν ὁρίζοντα. Προσοχὴ λοιπὸν εἰς αἰθεροβάμονας προτάσεις ἀναθεωρήσεως, ἱκανοποιούσας μὲν ἴσως τὸ δέον, ἀλλὰ ὑπερβαινούσας κατὰ πολὺ καὶ μάλιστα πολὺ ἐπικινδύνως διὰ τὴν ἐθνικὴν καὶ κοινωνικήν μας γαλήνην καὶ συνοχὴν τὸ ὅριον τοῦ ἐφικτοῦ.

Β) ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤʼ ΙΔΙΑΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

  4. Τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος.

Ἐν ἀρχῇ τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος ὑπάρχει ἡ ἐπίκλησις «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος». Πρόκειται περὶ παραδοσιακῆς ἀναφορᾶς, ἀπαντώσης ἤδη εἰς τὰ τρία πρῶτα Συντάγματα τῆς Ἐπαναστατικῆς περιόδου, δηλαδὴ τῶν Ἐθνικῶν Συνελεύσεων Α΄ τῆς Ἐπιδαύρου (1ης Ἰανουαρίου 1822), Β΄ τοῦ Ἄστρους (13ης Ἀπριλίου 1823) καὶ Γ΄ τῆς Τροιζῆνος (1ης Μαΐου 1827), ὡς καὶ εἰς ὅλα τὰ μεταγενέστερως ἰσχύσαντα μέχρι καὶ τοῦ σημερινοῦ, μὲ τὴν ἐξαίρεσιν τοῦ Ἡγεμονικοῦ, καλουμένου, Συντάγματος τοῦ 1832 (Ε΄ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως) καὶ τοῦ δημοκρατικοῦ τοῦ 1927.

Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἐπίκλησις αὐτὴ ἐπεχειρήθη νὰ ἀφαιρεθῇ ὁλοσχερῶς κατὰ τὴν κατάρτισιν τοῦ «Συντάγματος» τῆς δικτατορίας τοῦ 1968 μὲ πρότασιν αὐτοῦ τοῦ δικτάτορος Γεωργίου Παπαδοπούλου, ὅπως προκύπτῃ ἀπὸ τὰ ἐπισήμως δημοσιευθέντα τὸ 1971 «Πρακτικὰ συζητήσεως ἐπὶ τοῦ Συντάγματος 1968» τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου (σελ. 665), ἀλλὰ φαίνεται, ὅτι ἡ πρότασίς του δὲν εὗρεν ἀποδοχήν (αὐτὸ δὲν προκύπτει ἀπὸ τὰ πρακτικά), πάντως τελικῶς ἡ ἐπίκλησις διετηρήθη εἰς τὰ «συνταγματικὰ» τῆς δικτατορίας κείμενα.

Ἀλλὰ Ἕλληνες πολῖται εἶναι καὶ ἀλλόθρησκοι, μὴ πιστεύοντες εἰς τὸ περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος δόγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι διʼ αὐτοὺς τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος οὐδεμίαν ἐκφράζει δέσμευσιν συνειδήσεως. Καὶ ἐὰν τοιοῦτο Προοίμιον ἦτο ἀναγκαῖον διὰ τὴν ἐπαναστατικὴν περίοδον, κατὰ τὴν ὁποίαν μόνον Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες ἐξηγέρθησαν κατὰ τοῦ ἀλλοθρήσκου Ὀθωμανοῦ δυνάστου καὶ κανεὶς ἄλλος ἐκ τῶν κατοικούντων εἰς τὴν χώραν μας (οὔτε οἱ Καθολικοί, οὔτε οἱ Ἑβραῖοι, οὔτε βεβαίως οἱ Μουσουλμάνοι), ὅπως καὶ διὰ τὴν ἀκολουθήσασαν περίοδον τῶν περαιτέρω ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων τοῦ Ἔθνους, τώρα λόγῳ μεταβολῆς τῶν κοινωνικῶν δεδομένων ἐπιβάλλεται, νὰ ἀκολουθήσωμεν μέσην ὁδόν: τὸν περιορισμὸν τοῦ Προοιμίου εἰς ἐπίκλησιν μόνον τοῦ θείου ἀορίστως, ὅπως γίνεται εἰς τὸ Σύνταγμα τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας τῆς 23.5.1949, ἀκριβῶς διὰ νὰ καλύπτωνται ὅλοι οἱ Ἕλληνες πολῖται ἀνεξαρτήτως θρησκεύματος.

  5. Σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας.

Α) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Ἀπὸ πολλῶν πλευρῶν, ὄχι τῆς Κυβερνήσεως, διατυποῦται καὶ μάλιστα ὡς πρωταρχικὴ ἡ ἀξίωσις «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, διʼ ἀναθεωρήσεως τῶν σχετικῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος. Τὸ θέμα ἀπαιτεῖ ἰδιαιτέραν ἀπὸ πολλῶν πλευρῶν προσοχήν. Αὐτὴν ἐπιβάλλουν ἡ ἀπὸ τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνος τοῦ 1821 καὶ ἐντεῦθεν συνταγματική μας παράδοσις∙ καὶ τὸ κατὰ συντριπτικὴν πλειονοψηφίαν ὁμόθρησκον τῶν Ἑλλήνων.

Προοιμιακῶς πρέπει νὰ τονισθῇ, ὅτι ἡ προκειμένη διαμάχη ἀναφέρεται εἰς τὰς σχέσεις τοῦ Κράτους μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου μόνον Ἐκκλησίας, εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν ὁποίων καὶ μόνον περιορίζεται τὸ ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος.

Β) ΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΘΕΣΕΙΣ

Αἱ ἐπὶ τῶν σχέσεων μεταξὺ Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ἑκατέρωθεν θέσεις ἐσφαλμένως μᾶλλον τίθενται. Οὕτω:

(α) Ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀπὸ πλευρᾶς Ἐκκλησίας συχνάκις ὑποστηρίζεται, ὅτι τὰς ἐν λόγῳ σχέσεις διέπει ἀνέκαθεν ἡ ἀρχὴ τῆς συναλληλίας, ἡ καθιέρωσις τῆς ὁποίας ὑπὸ τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ θιγῇ. Ἡ θέσις αὐτὴ εἶναι καὶ ἀνιστόρητος καὶ στερεῖται ἐρείσματος. Ἀνιστόρητος, διότι σχέσις συναλληλίας Κράτους καὶ Ἐκκλησίας οὐδέποτε ὑπῆρξε, οὔτε κατὰ τὴν ἐνδοξωτέραν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν Βυζαντινὴν περίοδον, γνωστοῦ ὄντος, ὅτι κατʼ αὐτὴν οἱ Πατριάρχαι ἀνήρχοντο εἰς τὸν θρόνον καὶ καθῃροῦντο ἐξ αὐτοῦ, ἢ καὶ ἐφυλακίζοντο, κατὰ τὴν αὐθαίρετον θέλησιν τοῦ Αὐτοκράτορος, οὔτε βεβαίως ἴσχυσε εἰς οἱανδήποτε μεταγενεστέραν τῆς Ἱστορίας μας περίοδον. Στερεῖται δὲ ἡ περὶ συναλληλίας θέσις ἐρείσματος καὶ διὰ τὸν ἐνεστῶτα χρόνον, ἀφοῦ τὸ Σύνταγμά μας, ὅπως ἄλλως τε μὲ παρομοίας διατυπώσεις καὶ τὰ προηγούμενα, καθιεροῖ διὰ τὰς σχέσεις Κράτους καὶ Ἐκκλησίας τὸ σύστημα τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας, δηλαδὴ τῆς ὑπεροχῆς τῆς τελευταίας αὐτῆς [Βλέπε ἐκτενῶς Ἀλεξάνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργίου ΒΛΑΧΟΥ, Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τόμος Α΄, 1954, σελ. 30 ἑπ.,- Χρήστου ΣΓΟΥΡΙΤΣΑ, Συνταγματικὸν Δίκαιον, τόμος Β΄, τεῦχος α΄, 1964, § 60 ἀριθ. 2, σελ. 133,- Κωνσταντίνου ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐπίτομο Συνταγματικὸ Δίκαιο, 12η ἔκδοση, 2001, ἀριθ. 363, στοιχ. Δ΄, σελ. 569]. Ὑπεροχῆς, ἐκφραζομένης καὶ διὰ τῆς ὑπὸ τοῦ Κράτους ἀσκουμένης πολλαπλῶς, διὰ νόμων δὲ ἐπιβαλλομένης, ἐποπτείας ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ «ἐπιτηρήσεως» ἐπὶ τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν (καὶ μάλιστα πάσης γνωστῆς θρησκείας) [Βλέπε ἐπʼαὐτῶν ἐκτενῶς Ἀλεξάνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργίου ΒΛΑΧΟΥ, μνημονευθὲν ἔργον σελ. 53 ἑπ.].

(β) Ἡ περὶ «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας θέσις.

Ὅπως καὶ ἡ ἀπὸ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἀξίωσις ἐπιβολῆς διὰ τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος τοῦ «χωρισμοῦ» Κράτους καὶ Ἐκκλησίας, ὑπερβαίνει τὸ σκοπούμενον, ἀφοῦ αἱ Συνταγματικαὶ μὲν ἐπὶ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ρυθμίσεις, ὅπως θὰ καταδειχθῇ, οὐδὲν πρόβλημα προσβολῆς οἱασδήποτε δημοκρατικῆς ἀρχῆς δημιουργοῦν, ὡς πρὸς τὰς νομοθετικὰς δέ, ἡ Πολιτεία ὡς νόμῳ κρατοῦσα, κατὰ τὸ ἰσχῦον Σύνταγμά μας, ἠμπορεῖ νὰ προέλθῃ εἰς οἱασδήποτε ἐπιθυμητὰς μεταβολὰς ἐπὶ τῶν σχέσεών της μὲ τὴν Ἐκκλησίαν διʼ ἁπλοῦ νόμου χωρὶς συνταγματικὴν μεταρρύθμισιν, τηροῦσα βεβαίως σχετικὰς συνταγματικὰς διατάξεις, ὅπως τοῦ ἄρθρου 18 § 8, ὡς πρὸς τὸ ἀναπαλλοτρίωτον τῆς ἀγροτικῆς ἰδιοκτησίας συγκεκριμένων Μονῶν, καὶ πάσης ἐν γένει περιουσίας εἰς τὴν Ἑλλάδα τῶν Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, ἢ τοῦ ἄρθρου 105, ὡς πρὸς τὸ καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

(γ) Ἡ ὑφισταμένη ρύθμισις.

Τὸ περὶ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος διακηρύσσει τὴν Ὀρθόδοξον ὡς ἐπικρατοῦσαν θρησκείαν εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ αὐτοκέφαλον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καὶ καθορίζει τὴν διοίκησιν καὶ τοὺς ὑπʼ αὐτῆς τηρητέους Ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας.

Περαιτέρω ἄλλαι διατάξεις τοῦ Συντάγματος, καὶ τὴν ἐλευθερίαν κάθε γνωστῆς θρησκείας καὶ τὸ ἀνεμπόδιστον τῆς λατρείας της καὶ τὸ ἀπαραβίαστον τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως (ἄρθρον 13), καὶ τὴν ἀπαγόρευσιν τῶν διακρίσεων λόγῳ θρησκευτικῶν πεποιθήσεων (ἄρθρον 5 § 2) θεσπίζουν∙ ἐνῷ διὰ τοῦ ἄρθρου 14 § 3 ἑνιαίως ἀντιμετωπίζεται ἡ δυνατότης κατασχέσεως ἐφημερίδων καὶ ἄλλων ἐντύπων ἐπὶ προσβολῆς ὄχι μόνον τῆς χριστιανικῆς, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλης γνωστῆς θρησκείας. Τέλος τὸ ἄρθρον 59, περὶ θρησκευτικοῦ ὅρκου τῶν βουλευτῶν, ὁρίζει τὸν τύπον του μόνον διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνῷ διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους ἢ ἑτεροδόξους βουλευτὰς προβλέπει, ὅτι αὐτὸς δίδεται κατὰ τὸν τύπον τῆς ἰδικῆς των θρησκείας ἢ τοῦ ἰδικοῦ των δόγματος. Μὲ τὰς εἰδικωτέρας συνταγματικὰς αὐτὰς ρυθμίσεις καὶ ἡ χώρα μας ἀποστέργει τὴν τυφλὴν Θεοκρατίαν καὶ τὸν θρησκευτικὸν φανατισμόν, συντονίζουσα τὸν ἐθνικόν μας βηματισμὸν πρὸς αὐτὸν ὅλων τῶν ἄλλων πολιτισμένων καὶ δημοκρατικῶν χωρῶν τῆς οἰκουμένης.

Γ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ἤδη ἐπὶ τροχάδην διεξερχόμενοι τοὺς περὶ τῶν σχέσεων Κράτους καὶ Ἐκκλησίας ὁρισμούς, ὡς ἀνωτέρω, τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος παρατηροῦμεν τὰ ἀκόλουθα:

(1ον) Ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς θρησκειας τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὡς ἐπικρατούσης θρησκείας εἰς τὴν χώραν μας ἐκφράζει μίαν πασίδηλον κοινωνικὴν πραγματικότητα. Δὲν ἔχει τὴν ἔννοιαν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θρησκεία ὑπερέχει τῶν ἄλλων ἢ ἀσκεῖ ἐξουσίαν τινὰ ἐπὶ τῶν ἄλλων εἰς τὴν Ἑλλάδα θρησκευμάτων. Ἁπλῶς σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος θρησκεία εἶναι ἡ ἐπίσημος θρησκεία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἡ κρατική μας θρησκεία. Καὶ δὲν πρόκειται περὶ καινοφανοῦς ρυθμίσεως. Καὶ εἰς τὴν Μεγάλην Βρεταννίαν ἡ Ἐκκλησία εἶναι κρατική∙ καὶ εἰς τὴν Δανίαν κατὰ τὸ Σύνταγμά της τῆς 5.6.1953 ἡ Εὐαγγελικὴ Λουθηρανὴ Ἐκκλησία ρητῶς ἀναγορεύεται εἰς «Ἐθνικὴν Δανικὴν Ἐκκλησίαν» (ἄρθρον 4), καὶ ὁ Βασιλεὺς ρητῶς ἐπιτάσσεται ὅτι ὀφείλει νὰ ἀνήκῃ εἰς αὐτήν (ἄρθρον 6). Καὶ φυσικὰ οὐδεὶς σοβαρὸς ἐπιστήμων ὑπεστήριξε ποτέ, ὅτι τοιοῦτοι ὁρισμοὶ ἀντίκεινται εἰς οἱανδήποτε δημοκρατικὴν ἀρχήν.

Αἱ συνέπειαι τῆς καθιερώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ὡς ἐπικρατούσης θρησκείας, ἐκ τοῦ Συντάγματος μὲν εἶναι, ὅτι ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας πρέπει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ἀφοῦ, κατὰ τὸ ἄρθρον 33 § 2, ὁ τύπος τοῦ ὅρκου του ὁρίζεται κατὰ τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα, ρύθμισις ἄψογος, μὴ προσβάλλουσα καμμίαν δημοκρατικὴν ἀρχήν, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ θρήσκευμα τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τῶν Ἑλλήνων, ἀκολουθουμένη δὲ καὶ εἰς ἄλλας χώρας, ὅπως π.χ. τὴν Δανίαν, ὅπου κατὰ τὸ Σύνταγμά της, ὡς ἐλέχθη, ὁ Βασιλεὺς ὀφείλει νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Λουθηρανὴν Ἐκκλησίαν (ἄρθρον 6), τὴν ἀναγορευομένην εἰς «Ἐθνικὴν Δανικὴν Ἐκκλησίαν» (ἄρθρον 4). Τὰ ἐκ τῆς κοινῆς δὲ νομοθεσίας διάφορα «προνόμια» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν δημιουργοῦν συνταγματικὸν πρόβλημα, ἐκ τῆς φύσεώς των δυνάμενα διʼἁπλοῦ νόμου ἑκάστοτε νὰ ρυθμίζωνται.

Ἑπομένως, ἡ συνταγματικὴ καθιέρωσις τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας ἐπιβάλλεται νὰ διατηρηθῇ, ἡ διατύπωσις ὅμως νὰ ἀντικατασταθῇ διὰ τῆς ὀρθοτέρας, περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς θρησκείας τοῦ Κράτους εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅπως προετάθη εἰς τὴν Δ΄ Συντακτικὴν Συνέλευσιν ὑπὸ διαπρεπῶν πολιτικῶν, τῶν ἀειμνήστων Ἀλεξάνδρου Παπαναστασίου καὶ Γεωργίου Καφαντάρη [Βλέπε ἐπʼ αὐτῶν Χρήστου ΣΓΟΥΡΙΤΣΑ, Συνταγματικὸν Δίκαιον, τόμος Β΄, τεῦχος α΄, 1964, § 59 ἀριθ. 1, σελ. 123].

(2ον) Ἐκ τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ, ἀκολουθουμένη ὑπὸ τῆς συντριπτικῆς πλειονοψηφίας τοῦ λαοῦ, ἐπίσημος τοῦ Κράτους μας θρησκεία, δὲν νοεῖται ἡ ὀνομασία καὶ τὰ σύμβολά της νὰ γίνωνται ἀντικείμενον ἰδιωφελοῦς σφετερισμοῦ καὶ ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ κανένα, καὶ μάλιστα ἀπὸ πολιτικὰ κόμματα.

Ἑπομένως, ἐπιβάλλεται καὶ παρʼ ἡμῖν ἡ θέσπισις συνταγματικῆς ἀπαγορεύσεως, παρομοίας πρὸς αὐτὴν τοῦ ἄρθρου 51 § 3 τοῦ Συντάγματος τῆς Πορτογαλίας τῆς 2.4.1976, κατὰ τὸ ὁποῖον τὰ πολιτικὰ κόμματα δὲν ἠμποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν ὀνομασίαν περιέχουσαν ἐκφράσεις ἀνακαλούσας εὐθέως θρησκείας ἢ ἐκκλησίας ἢ ἐμβλήματα δυνάμενα νὰ προσομοιωθοῦν πρὸς σύμβολα ἐθνικὰ ἢ θρησκευτικά.

(3ον) Ὁρίζουσα ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 3 § 1 τοῦ Συντάγματος, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τοὺς ἱεροὺς ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνες καὶ τὶς ἱερὲς παραδόσεις», ἐγέννησε προβλήματα περὶ ποίας φύσεως κανόνων πρόκειται. Τελικῶς ἐκράτησεν ἡ λύσις ὅτι ἐννοοῦνται οἱ δογματικοὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι οἱ διοικητικοί, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐκ τῆς φύσεώς των ὑπόκεινται εἰς μεταβολάς [Βλέπε οὕτω Ἀλεξάνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργίου ΒΛΑΧΟΥ, Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τόμος Α΄, 1954, σελ. 61 ἑπ.,- Χρήστου ΣΓΟΥΡΙΤΣΑ, Συνταγματικὸν Δίκαιον, τόμος Β΄, τεῦχος α΄, 1964, § 60 ἀριθ. 1, σελ. 131 ἑπ. Ἀντιθέτως Νικολάου Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ, Σύστημα τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου τῆς Ἑλλάδος, τόμος Γ΄, ἔκδοσις 4η, 1923, σελ. 310 ἑπ.].

Ἡ λύσις εἶναι ὀρθή, ὀρθότερον ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἡ διάταξις ρητῶς περιωρίζετο εἰς τοὺς «περὶ τὸ δόγμα καὶ τὴν λατρείαν» ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας.

Πάντως ἐπιβάλλεται τώρα ἡ κατάργησις τῆς διατάξεως αὐτῆς. Διότι δὲν ἐπιτρέπεται τὸ Σύνταγμα νὰ διαλαμβάνῃ ὁρισμοὺς περὶ τῶν τηρητέων Ἐκκλησιαστικῶν κανόνων ὑπὸ τῆς, ἔστω καὶ ἐπικρατούσης εἰς τὸ Κράτος, Ἐκκλησίας. Κἂτι τέτοιο εἶναι ἀσύμβατον πρὸς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν καὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ Συντάγματος καὶ μάλιστα χώρας δημοκρατικῆς. Αὐτὸ θὰ ἐδικαιολογεῖτο ἴσως κατὰ τὸ παρελθόν, ἐκ τῆς ἀνάγκης πατάξεως ἀναφαινομένων ἐκκλησιαστικῶν αἱρέσεων, ἱκανῶν μὲ τὸν καλλιεργούμενον θρησκευτικὸν φανατισμὸν νὰ διαταράξουν τὴν κοινωνικὴν γαλήνην καὶ ἀκόμη νὰ πλήξουν καὶ τὴν ἐθνικὴν ἑνότητα. Ἀλλὰ τοιοῦτο ἐνδεχόμενον εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ μακροτάτου ἤδη χρόνου δὲν ὑπάρχει.

(4ον) Τὸ ὑπὸ τοῦ ἄρθρου 3 § 1 τοῦ Συντάγματος διακηρυσσόμενον αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σημαίνει ἐκκλησιαστικὴν διοικητικὴν ἀνεξαρτησίαν, δηλαδή, ὅπως αὐθεντικῶς διδάσκεται, τήν, παρὰ τὴν δογματικὴν ἑνότητα, αὐτοτέλειαν τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ἐνεργείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ἐν σχέσει πρὸς πᾶσαν ἄλλην Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Εἶναι κανονικὴ συνέπεια τῆς ἐθνικῆς ἀνεξαρτησίας τῆς χώρας, διότι ἀπὸ τῶν πρώτων ἤδη χρόνων τῆς Ἐπαναστάσεως ὁ κλῆρος τῆς Ἑλλάδος διέκοψε πάντα δεσμὸν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, διότι, ὅπως ἔγραφεν ὁ Μεγάλος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἀδαμάντιος Κοραῆς, «ἐλευθέρων καὶ αὐτονόμων Γραικῶν κλῆρος εἶναι ἀπρεπέστατον νὰ ὑπακούῃ εἰς προσταγὰς Πατριάρχου ἐκλεγομένου ἀπὸ τύραννον καὶ ἀναγκασμένου νὰ προσκυνῇ τύραννον» [Βλέπε τὰ Προλεγόμενα εἰς τὸ βιβλίον του Ἀριστοτέλους Πολιτικῶν τὰ Σωζόμενα, εἰς ἔκδοσιν τοῦ Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν τίτλον Ἀδαμαντίου ΚΟΡΑΗ, Προλεγόμενα στοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες Συγγραφεῖς, τόμος Β΄, 1988, σελ. 724].

Δὲν εἶναι λοιπὸν τὸ αὐτοκέφαλον, ὅπως ἀνοήτως ὑποστηρίζεται, ἀπόρροια τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς 29ης Ἰουνίου 1850 καὶ τῆς ὑπʼ αὐτοῦ, μὴ νομικῶς ἄλλως τε ἀπαραιτήτου, ἀναγνωρίσεώς του, ἀφοῦ μάλιστα τὸ αὐτοκέφαλον εἶχε ἔτη πολλὰ προηγουμένως ἐπισήμως διακηρυχθῆ διὰ πράξεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, καὶ συγκεκριμένως διὰ τοῦ Βασιλικοῦ Διατάγματος τῆς 23ης Ἰουλίου 1833, ἐκδοθέντος σημειωτέον μὲ τὴν σύμφωνον ὁμόφωνον γνώμην ὅλων τῶν Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων καὶ Ἐπισκόπων τῆς ἐλευθερωθείσης Ἑλλάδος, καὶ ἀκολούθως διὰ τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844 [Βλέπε ἐπὶ πάντων αὐτῶν Νικολάου Ν. ΣΑΡΙΠΟΛΟΥ, Σύστημα τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαίου τῆς Ἑλλάδος, τόμος Γ΄, ἔκδοσις 4η, 1923, σελ. 313 ἑπ.,- Ἀλεξάνδρου ΣΒΩΛΟΥ – Γεωργίου ΒΛΑΧΟΥ, Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, τόμος Α΄, 1954, σελ. 48 ἑπ.].

Ὑπῆρξε δὲ ἡ διακήρυξις αὐτὴ ἀπόρροια καὶ τῆς πικρᾶς ἐμπειρίας τῶν Ἑλλήνων ἐκ τῆς πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ κατʼ αὐτὴν παγίως ἀνθελληνικῆς πολιτείας τοῦ Πατριαρχείου μὲ τοὺς ἐπανειλημμένους ἀφορισμούς του κατὰ τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τὸν κατακλυσμὸν ἐγκυκλίων του, ὅπως οἱ πιστοὶ ὑπόδουλοι ἐξακολουθήσουν νὰ ὑπομένουν τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγόν, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ ἐπανέλθουν οἱ ἐλευθερωθέντες εἰς αὐτόν, διότι ἄλλως θὰ τοὺς τιμωρήσῃ ὁ Θεός! [Βλέπε σχετικῶς τὴν ἐξαιρετικῶς τεκμηριωμένην καὶ ἐνδιαφέρουσαν μελέτην τοῦ Καθηγητοῦ Δημητρίου Σοφιανοῦ «Ἐγκύκλιοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Εὐγενίου Β΄ «Περὶ δουλικῆς ὑποταγῆς τῶν Ἑλλήνων στὸν Ὀθωμανὸ κατακτητή» εἰς τὸν Β΄ τόμον τοῦ Δελτίου τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τῆς Ἱστορίας τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, 2000, σελ. 19 ἑπ., ὅπου καὶ τὰ κείμενα τῶν Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων καὶ τῆς ἀπαντήσεως τοῦ Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννου Καποδιστρίου εἰς προσωπικὸν πρὸς αὐτὸν διάβημα ἀντιπροσωπείας τοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἡ ἐλευθερωθεῖσα Ἑλλὰς ἐπανέλθῃ ὑπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγόν! Ἀνθελληνικὴ κατάπτωσις τοῦ Πατριαρχείου φρικώδης]

Ἄλλως τε ἡ διακήρυξις τοῦ αὐτοκεφάλου ἦτο καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀπολύτως σύννομος, σύμφωνος πρὸς τοὺς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας: ἰδίως πρὸς τὸν ιζ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατὰ τὸν ὁποῖον «εἴ τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθεῖται»∙ ὅπως καὶ πρὸς ἐκεῖνον τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου, εἰς τὴν κατὰ τὸ ἔτος 861, ἐπʼεὐκαιρίᾳ τῆς εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως ἀναρρήσεώς του, ἀπάντησίν του πρὸς τὸν Πάπαν τῆς Ρώμης Νικόλαον Α΄, κατὰ τὴν ὁποίαν «τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν», ὅτι δηλαδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ συμμεταβάλλονται μὲ τὰς ἐδαφικὰς μεταβολὰς τῶν κρατῶν.Πρᾶγμα, ἄλλωστε, τὸ ὁποῖον καὶ ἀπετέλει τὴν ἐπὶ αἰῶνας κρατοῦσαν ἐκκλησιαστικὴν πρακτικήν. Μὲ τὴν ὁποίαν καὶ ὑπήχθη χάρις εἰς τὴν Εἰκονομαχίαν τὸ «Ἰλλυρικόν», δηλαδὴ ἡ Βαλκανικὴ χερσόνησος, εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῷ προηγουμένως ἀνῆκεν εἰς τὴν Παπικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καὶ ἀνέκυψαν καὶ αἱ κατὰ κράτη αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι καὶ ἔχομεν αὐτοδιοικούμενα τὰ Πατριαρχεῖα Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ἰβηρίας (Γεωργίας), Βουλγαρίας καὶ τὰς Ἀρχιεπισκοπὰς Κύπρου (αὐτοκέφαλον ἤδη διὰ τοῦ Η΄ κανόνος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ 431, ἤτοι κατὰ 1500 καὶ πλέον χρόνια πρὸ τῆς ἱδρύσεως τοῦ Κυπριακοῦ κράτους!), Ἑλλάδος, Πολωνίας καὶ Ἀλβανίας.

Ἐν τούτοις μόνον ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία ἐπέδειξεν ἔκτοτε σχεδὸν ἀδιαφορίαν εἰς τὴν συνεπῆ τήρησιν τοῦ αὐτοκεφάλου. Ὥστε αἱ περαιτέρω ἀπελευθερωθεῖσαι Ἑλληνικαὶ χῶραι παρέμειναν ὑπὸ τὸ πρότερον ἐκκλησιαστικὸν καθεστώς. Καὶ ἔχομεν ἔτσι τώρα τετραμερῆ τῆς κρατικῆς μας Ἐκκλησίας χωρισμόν, μὲ (1) τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, καλύπτουσαν διοικητικῶς τὰς Μητροπόλεις τῆς κυρίως Ἑλλάδος πλήρως, (2) ἀλλὰ αὐτὰς τῶν «Νέων χωρῶν», δηλαδὴ τῶν ἀπελευθερωθεισῶν μὲ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους περιοχῶν τῆς Βορείου Ἑλλάδος, μόνον «ἐπιτροπικῶς» κατὰ παραχώρησιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, (3) εἰς τὸ ὁποῖον ἀνήκουν ἐπίσης αἱ Μητροπόλεις νήσων τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, καὶ (4) τὴν ἡμιαυτόνομον Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης. Καὶ βεβαίως τὸ ἀρχαῖον προνομιακὸν καθεστὼς τοῦ αὐτοδιοικήτου Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν ἐξαιρέσωμεν τὸ τελευταῖον αὐτὸ ἀρχαιόθεν ὑφιστάμενον, ἡ ἐν λόγῳ τετραμερὴς διοικητικὴ διαίρεσις τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου διὰ τὴν κρατικήν μας θρησκείαν ἀποτελεῖ γεγονὸς πρωτοφανὲς καὶ μοναδικὸν εἰς τὸν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθόδοξον χῶρον!

Ἑπομένως ἐθνικὴ ἀναγκαιότης, αὐτὴ τῆς κατὰ πάντα ἑνότητος καὶ διοικητικῶς τῆς Ἐκκλησίας μας ἐντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἐπὶ πάντων συμπνοίας τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ,κατὰ τοὺς σημερινοὺς μάλιστα σκοτεινοὺς καιροὺς πολλαπλῶν εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐδαφικῆς μας άκεραιότητος ἐπιβουλῶν, ἐπιβάλλει νὰ διατηρηθῇ συνταγματικῶς τὸ αὐτοκέφαλον τῆς κρατικῆς μας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ διοικητικῶς πλήρως ἐπὶ ὅλων τῶν Μητροπόλεων ὁλοκλήρου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, καταργουμένων συγχρόνως τῶν, εἰς τὸ αὐτὸ ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος διὰ τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀναφορῶν ἀφʼ ἑνὸς εἰς τὰ νομικῶς μὴ ἀπαραίτητα κείμενα τοῦ «Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ΄(29) Ἰουνίου 1850 καὶ τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928», καὶ ἀφʼ ἑτέρου τῆς § 2 αὐτοῦ.

Ἡ ἀνεπίτρεπτος καὶ μόνον ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα μας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἰσχύοντα εἰς ὅλα τὰ ἄλλα Κράτη καὶ μάλιστα τοῦ Ὀρθοδόξου χώρου, καταγέλαστος διοικητικὴ διαίρεσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἰς τέσσαρα μέρη, ἀντίθετος μάλιστα πρὸς τοὺς μνημονευθέντας Ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου, ὡς καὶ πρὸς τὴν ἐπὶ αἰῶνας συνεχῆ ἐκκλησιαστικὴν πρακτικήν, ἡ ὁποία μόνον εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς Ἑλλάδος μας δὲν τηρεῖται, πρέπει ἐπὶ τέλους νὰ ἐκλείψῃ. Δὲν πρέπει ἁπλῶς καὶ μόνον πρὸς ἱκανοποίησιν εὐτελῶν ἐπιδιώξεων διοικητικῆς πρωταρχίας μωροφιλοδόξων καὶ ἀλαζόνων Ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν νὰ ἐκτρέφωνται περαιτέρω αὐταὶ μὲ τὴν διατήρησιν τῆς παραλόγου διοικητικῆς διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, διαιρέσεως, ἡ ὁποία μόνον προβλήματα εἰς βάρος τῆς θρησκευτικῆς καὶ κοινωνικῆς γαλήνης τοῦ λαοῦ μας ἐδημιούργησε καὶ ἔδωσε μάλιστα ἀκόμη εὐκαιρίαν καὶ ἀπαραδέκτου πολιτικῆς ἐκμεταλλεύσεως [Βλέπε σχετικῶς καὶ τὸ ἄρθρον Χρήστου Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ, Ἐκκλησιαστικὴ διαμάχη καὶ Εθνικοὶ προβληματισμοί, εἰς ἐφημερίδας ΕΣΤΙΑΝ (σ. 6) τῆς 18.10.2003, ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΥΠΟΝ (ἔνθετον «Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός», σ. 4-5) τῆς 19.10.2003, καὶ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΝ (σ. 30, 51-52) τῆς αὐτῆς 19.10.2003, ὡς καὶ εἰς τὸ ἑβδομαδιαῖον περιοδικὸν ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τῆς 17.10.2003 (τεῦχος 1386, σ.28-30 καὶ 43), καθὼς καὶ εἰς τὴν ἱστοσελίδα www.sartzetakis.gr (Mέρος Γ΄, Θέσεις καὶ ἀπόψεις, ὑπὸ 3, Θέματα, στοιχ. ε).- Ἐπίσης τὸ πολὺ πρόσφατον ἀξιολογώτατον βιβλίον Παναγιώτη Γ. ΦΟΥΓΙΑ, Φανάρι – Ἀθήνα, Παραλειπόμενα, Θεσσαλονίκη, 2006 (ἔκδοσις Μάλλιαρης Παιδεία), ἰδιαιτέρως ἀποκαλυπτικόν, μὲ πλήρη τεκμηρίωσιν, τῆς θλιβερᾶς διοικητικῆς ἐν γένει πολιτείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου].


Σχολιάστε εδώ