Τα θεωρήματα του σημιτικού ενδοτισμού και η σημερινή συγκυρία

Πρώτον, από το γεγονός ότι ο κ. Μουζέλης είναι στενός πολιτικός φίλος του τέως πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη και ένας από τους κύριους θεωρητικούς εγκεφάλους και στυλοβάτες της «νέας» εξωτερικής πολιτικής που εγκαινίασε ο κ. Σημίτης μετά το 1996. Δεύτερον, γιατί το άρθρο αναφέρεται στη σημερινή συγκυρία της αρνήσεως της Τουρκίας να εκπληρώσει συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι της ΕΕ, ως ελάχιστο όρο για την έναρξη των διακυβερνητικών ενταξιακών της διαπραγματεύσεων με τις 25 χώρες-μέλη της ΕΕ. Είναι σημαντικό από την άποψη αυτή και ενώ κλιμακώνεται η τουρκική αδιαλλαξία και προκλητικότητα να διαπιστώσει κανείς τι είναι αυτό ακριβώς που προτείνει ο κ. Μουζέλης και τι σημαίνει για την Ελλάδα και την Κύπρο.

Είναι σημαντικό επίσης να επισημανθούν οι ανακρίβειες, τα ιδεολογήματα και οι εσκεμμένες παραλείψεις που στρώνουν το χαλί για να επιρριφθεί πάλι η ευθύνη στην ελληνική πλευρά. Ο στόχος αυτός είναι εξ αρχής προφανής από τον ίδιο τον τίτλο του άρθρου «Ελληνικές παρωπίδες»! Αυτό όμως που αποτελεί κραυγαλέο και εξώφθαλμο παράδειγμα ανακρίβειας και ανεπίτρεπτης άγνοιας για πανεπιστημιακούς καθηγητές που διεκδικούν ρόλο θεωρητικής καθοδηγήσεως της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, είναι η παρουσίαση του σημερινού Προέδρου της Κύπρου ως δήθεν μέλους της εγκληματικής ΕΟΚΑ Β΄!

Ο κ. Μουζέλης, μετά την επιστολή του Συμβουλίου Επικοινωνίας της κυπριακής πρεσβείας, δεν είχε βεβαίως άλλη επιλογή από το να παραδεχθεί δημοσίως το λάθος του. Ακόμη όμως και τότε επανέλαβε την ουσία αυτού που ήθελε να προβάλει με την ανυπόστατη καταγγελία του. Ότι δηλαδή ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος είναι δήθεν επικίνδυνος εθνικιστής και ότι η πολιτική του στρέφεται κατά των συμφερόντων της Ελλάδος.

Η προσπάθεια ταυτίσεως της πολιτικής του ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν είναι μια άλλη παραχάραξη της ιστορίας και της πολιτικής πραγματικότητας. Οι προαγωγοί της λησμονούν, που επικροτήθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού λαού, πέρα από κόμματα και ιδεολογικές παρατάξεις, με την ΕΟΚΑ Β΄ και το πραξικόπημύν ποιοι ήταν πίσω από την ΕΟΚΑ Β΄, το πραξικόπημα και τη χούντα των συνταγματαρχών. Είναι οι ίδιοι που είναι σήμερα πίσω από τις πολιτικές τύπου Σχεδίου Ανάν, με τις οποίες επιδιώκουν να ολοκληρώσουν στο διπλωματικό επίπεδο τα τετελεσμένα γεγονότα που δρομολογήθηκαν τότε με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Οι θεωρητικοί απολογητές του Σχεδίου Ανάν και των συναφών πολιτικών παρακάμπτουν εσκεμμένα τον ρόλο της πολιτικής Κίσινγκερ και την ουσιαστική πολιτική χειραγώγηση της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Θέτουν σκοπίμως τον τόνο στον ρόλο των πολιτικών υποτελών και ενεργουμένων για να επιτεθούν στον «εθνικισμό» και να δυσφημήσουν στο πρόσωπο της ΕΟΚΑ Β΄ κάθε έννοια πατριωτισμού, κάνοντας αδιακρίτως και επιτηδείως αμάλγαμα μεταξύ της προπαγάνδας της χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ και του πατριωτικού φρονήματος. Η πολιτική αυτή λαθροχειρία γίνεται, βεβαίως, υπό την επίφαση της γνωστής επωδού ότι δεν πρέπει τα δικά μας λάθη να τα αποδίδουμε στους ξένους! Ασφαλώς, αυτό είναι σωστό, αλλά δεν είναι άλλοθι, για να συγκαλύπτουμε και να αποσιωπούμε τον ρόλο ξένων παραγόντων, όταν αυτός είναι κατά τρόπο αναντίρρητο ιστορικά τεκμηριωμένος όπως στην περίπτωση της τραγωδίας της Κύπρου το 1974.

Τα προβαλλόμενα παραδείγματα και επιχειρήματα – Το Μακεδονικό

Ο κ. Μουζέλης για να τεκμηριώσει τις απόψεις του περί «ελληνικών παρωπίδων» και περί μαξιμαλιστικής ελληνικής στρατηγικής που φέρνει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ανατρέχει σε παραδείγματα. Κατά πρώτο λόγο, στο Μακεδονικό, που το θεωρεί ως το πιο «χτυπητό παράδειγμα» μιας τέτοιας αντιπαραγωγικής πολιτικής. Το Μακεδονικό έχει γίνει το αγαπημένο θέμα αναφοράς για τους πάσης φύσεως υποστηρικτές και απολογητές της αναθεωρητικής πολιτικής που δρομολογήθηκε μετά το 1996. Παρουσιάζεται ως η απόδειξη της αποτυχίας της προηγούμενης πολιτικής και ως η επιβεβαίωση του προβαλλομένου θεωρήματος ότι η ελληνική «μαξιμαλιστική πολιτική» φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα. «Όλες σχεδόν οι χώρες σήμερα αναφέρονται στη γείτονα χώρα με την ονομασία Μακεδονία», σημειώνει ο κ. Μουζέλης.Δεν κάνει, βεβαίως, καμιά αναφορά στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995 και κυρίως μετά το 1996. Πώς αντιμετωπίστηκε διεθνώς η προπαγάνδα των Σκοπίων και η πολιτική της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, υπό την επίφαση ανούσιων, προσχηματικών συνομιλιών για το όνομα στον ΟΗΕ; Πώς οριοθέτησε η ελληνική πλευρά την πολιτική της και ποια μηνύματα σταθερότητας και αποφασιστικότητας έστειλε; Εξυπηρετεί μήπως τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς η προβολή απόψεων και ιδεών εκ μέρους των θεωρητικών εκπροσώπων της «εκσυγχρονιστικής» εξωτερικής πολιτικής ότι περίπου το όνομα δεν είναι σημαντικό για την Ελλάδα και ότι δεν πρέπει να αποδίδει σ’ αυτό μεγάλη σημασία; Όταν οι άλλες χώρες παίρνουν τέτοια μηνύματα, γιατί να μην προχωρήσουν στην αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονίας;

Προφανώς, το θέμα αφορά μόνο την Ελλάδα, γιατί καμιά άλλη χώρα δεν θίγεται. Το μόνο επομένως που λαμβάνουν υπ’ όψιν οι άλλες χώρες είναι η θέση της Ελλάδος και οι ενδεχόμενες αντιδράσεις της. Σε ό,τι τις αφορά δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το όνομα Μακεδονία ή οποιοδήποτε άλλο. Με την πολιτική ανοχής και απάθειας, αφήνεται επομένως το πεδίο ελεύθερο για την επιβολή τετελεσμένου γεγονότος το οποίο παρουσιάζεται μετά ως δήθεν αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας «μαξιμαλιστικής» πολιτικής. Είναι γνωστές σχετικά οι μαρτυρίες υψηλόβαθμων διπλωματών που χειρίστηκαν το θέμα των Σκοπίων επί σειρά ετών μετά το 1996. Προκύπτει σαφώς απ’ αυτές: Πρώτον, ότι ποτέ τα Σκόπια δεν συζήτησαν σοβαρά οποιοδήποτε συμβιβαστικό όνομα. Χρησιμοποίησαν τις διαπραγματεύσεις ως προπέτασμα καπνού, ενθαρρυνόμενα από την πολιτική απάθειας που εγκαινιάστηκε μετά το 1996. Η πολιτική αυτή έφτασε στο σημείο να αντιμετωπίζει με αμήχανη σιωπή δημόσιες αναφορές στα Σκόπια ως Μακεδονία, από ξένους ηγέτες. Δεύτερον, ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά το 1996, όπως αναφέρθηκε ήδη προηγουμένως, υποβάθμισε το θέμα μέχρι σχεδόν εγκαταλείψεως, με άλλοθι τα ιδεολογήματα περί εθνικιστικών υπερβολών στο παρελθόν. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση που δεν είναι καθόλου άσχετη με τις κατευθύνσεις της «εκσυγχρονιστικής» εξωτερικής πολιτικής στο Μακεδονικό. Οι ίδιοι που λοιδορούν και χλευάζουν την αντίδραση του ελληνικού λαού στην επιχειρούμενη ιστορική λαθροχειρία είναι οι ίδιοι που προτρέπουν και διακηρύσσουν ως δήθεν «προοδευτικό κατόρθωμα», τη μετάλλαξη της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμικό, μεταεθνικό κράτος», στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Τι σημασία έχει, επομένως, πάνω στη βάση αυτή, το όνομα Μακεδονία, όταν τίθεται θέμα μεταλλάξεως ολόκληρης της Ελλάδος σε «πολυπολιτισμικό» μεταεθνικό κράτος;

Θεωρήματα και επιχειρήματα για τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης

Με την ίδια μονόπλευρη γενναιοδωρία αντιμετωπίζει ο κ. Μουζέλης το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δ. Θράκη. Γιατί, υποστηρίζει, η ελληνική πλευρά να παραμένει αγκιστρωμένη σε μια «νομικίστικη» προσέγγιση και να μην παραδέχεται ότι η μειονότητα στη Δ. Θράκη είναι μουσουλμανική κατά το θρήσκευμα, τουρκική κατά την εθνικότητα και ελληνική κατά την υπηκοότητα;

Ο κ. Μουζέλης διαπράττει και στο θέμα αυτό ένα πολύ σοβαρό λάθος, υποστηρίζοντας ότι δήθεν όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είναι Τούρκοι κατά την εθνική καταγωγή. Όφειλε να γνωρίζει και να υπογραμμίσει ότι η πλειοψηφική ομάδα της μειονότητας έχει, ασφαλώς, τουρκοοθωμανική καταγωγή. Η μειονότητα όμως περιλαμβάνει και δύο άλλες μουσουλμανικές ομάδες, τους Πομάκους και τους τσιγγάνους, που εθνολογικά δεν έχουν καμιά σχέση με τους Τούρκους.

Το γεγονός ότι για λόγους αντικομμουνιστικής πολιτικής και ανυπαρξίας σοβαρής ελληνικής πολιτικής για τη μειονότητα επετράπη στο παρελθόν από ελληνικές κυβερνήσεις ή παρουσίαση όλων των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης ως δήθεν Τούρκων και η υπαγωγή τους σε πολιτικές του τουρκικού προξενείου, δεν είναι λόγος για προβολή σήμερα ως Τούρκων όλων αδιακρίτως των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης.

Το θέμα όμως δεν είναι μόνο εκεί. Ο κ. Μουζέλης παραλείπει να αναφέρει σημαντικότατα στοιχεία που αφορούν τη μουσουλμανική μειονότητα και τις σχετικές τουρκικές πολιτικές:

1. Κατά πρώτο λόγο, ο προσδιορισμός ως μουσουλμανικής της μειονότητας στη Συνθήκη της Λωζάννης έγινε με τουρκική επιμονή. Η τουρκική πλευρά δεν ήθελε με κανένα τρόπο να γίνει αναφορά σε εθνικές μειονότητες, γιατί ήθελε να παρακάμψει το θέμα των Κούρδων. Με την προβολή του κοινού μουσουλμανικού προσδιορισμού Τούρκων και Κούρδων απέφυγε την αναγνώριση των Κούρδων ως εθνικής μειονότητας. Στο πνεύμα αυτό, η τουρκική πλευρά δεν αναγνωρίζει τους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως και της Ίμβρου και της Τενέδου ως Έλληνες αλλά ως Ρωμιούς (Ρουμ). Η Άγκυρα φτάνει μάλιστα στο σημείο ν’ αποκαλεί Ρουμ και τους Έλληνες της Κύπρου, διακρίνοντάς τους από τους Γιουνάν (Έλληνες/Ίωνες).

2. Κατά δεύτερο λόγο, με τουρκική πάλι επιμονή ετέθη ως όρος στη Συνθήκη η αριθμητική ισορροπία μεταξύ των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης και των «Ρουμ» της Κωνσταντινουπόλεως. Ο καθένας μπορεί, βεβαίως, να δει πού κατέληξε η πραγματική κατάσταση.

3. Κατά τρίτο λόγο, υποστηρίζεται από τον κ. Μουζέλη ότι η άρνηση του δικαιώματος εθνικού προσδιορισμού στους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης ρίχνει τη μειονότητα στις αγκάλες της Άγκυρας και εμποδίζει την ένταξή της στην ελληνική κοινωνία.

Καλλιεργείται και στην περίπτωση αυτή ένα αίσθημα ενοχοποιήσεως της ελληνικής πλευράς, παρά την κραυγαλέα δυσαναλογία στην τύχη της μειονότητας στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Κανείς, βεβαίως, δεν είναι αντίθετος με λογικά μέτρα για την καλύτερη ένταξη στην ελληνική κοινωνία της μουσουλμανικής μειονότητας και για τον σεβασμό των ατομικών τους ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το συλλογικό καθεστώς όμως της μειονότητας καθορίζεται από συγκεκριμένη Συνθήκη, τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία είναι εν ισχύ και ως ειδική Συνθήκη δεν ακυρώνεται από ευρύτερες διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία σε κάθε περίπτωση στην Ελλάδα είναι σεβαστά. Είναι επίσης τραγικό να υποτιμούνται οι βλέψεις της Άγκυρας στη Δυτική Θράκη και οι πολιτικές της που επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τη μουσουλμανική μειονότητα ως διπλωματικό όπλο και ως πολιτικό προγεφύρωμα στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στα Βαλκάνια. Οι βλέψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία μέσα στο ρευστό σήμερα γεωπολιτικό περιβάλλον των Βαλκανίων και στην προοπτική της εντάξεως της Βουλγαρίας στην ΕΕ. Ως γνωστόν, υπάρχει στη Βουλγαρία, από την άλλη πλευρά των συνόρων, σημαντική μουσουλμανική μειονότητα, η οποία καθοδηγείται ουσιαστικά από την Άγκυρα.

Προτάσεις για τη σημερινή συγκυρία της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας – Η ελληνική πλευρά να μην επιμείνει σε κανέναν όρο

Όσα αναφέρονται ως παραδείγματα στο πρώτο μέρος του άρθρου εισάγουν ουσιαστικά στο δεύτερο μέρος που αφορά τη σημερινή συγκυρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ειδικότερα τη στάση που πρέπει να τηρήσει η ελληνική πλευρά απέναντι στην άρνηση της Τουρκίας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων. Η θέση του κ. Μουζέλη είναι σαφής. Εκκινώντας από το γνωστό ιδεολόγημα ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ «συμφέρει» στρατηγικά την Ελλάδα, γιατί θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα στον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, αντιμετωπίζει περίπου ως ασήμαντες λεπτομέρειες την εμμονή σε όρους και προϋποθέσεις.

Διαπιστώνει, ορθώς, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας. Αυτό όμως το αντιμετωπίζει απλώς ως κίνδυνο να υπάρξει εμπλοκή στην τουρκική ενταξιακή πορεία και χώρες που αντιτίθενται στην τουρκική ένταξη να χρησιμοποιήσουν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα ως άλλοθι. Είναι η επανάληψη του γνωστού ισχυρισμού ότι οι άλλες χώρες κρύβονται πίσω από την Ελλάδα και την Κύπρο. Παραλείπεται όμως το προφανές και το αυτονόητο. Ότι καμιά άλλη χώρα δεν έχει διμερή προβλήματα με την Τουρκία. Δεν συνδέει την ενταξιακή της πορεία με την επίλυσή τους. Παραλείπεται επίσης να τονιστεί ότι αυτά συνδέονται με αρχές και κανόνες πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε η ΕΕ. Στην ίδια λογική δεν γίνεται καμιά εκτίμηση για τις επιπτώσεις που θα είχε για τα ελληνικά συμφέροντα μια νέα υποχώρηση της ελληνικής πλευράς. Μια υποχώρηση που θα ακύρωνε στην πράξη οποιαδήποτε ιδέα συνδέσεως της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας με όρους και προϋποθέσεις.

Τι θα σήμαινε, π.χ. για την Κύπρο αποδοχή των τουρκικών αιτιάσεων και της τουρκικής αρνήσεως να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο Τελωνειακής Συνδέσεως; Αυτό αντιπροσωπεύει έναν ελάχιστο όρο ντε φάκτο αναγνωρίσεως της Κύπρου, με την οποία η Τουρκία συνδιαπραγματεύεται την ένταξή της στην ΕΕ. Δεν θα υπέσκαπτε μια τέτοια πολιτική τη θέση της Κύπρου στην ΕΕ και δεν θα οδηγούσε σταδιακά στην ακύρωση του πλεονεκτήματος της εντάξεως, που συνιστά σήμερα το μεγαλύτερο όπλο στον αγώνα της για μια στοιχειωδώς δίκαιη λύση;

Είναι πολύ πιθανόν, βεβαίως, αυτοί που πρωταγωνίστησαν στις προσπάθειες επιβολής του Σχεδίου Ανάν και επιτίθενται στον κύπριο Πρόεδρο για την απόρριψή του, να μη βλέπουν σ’ αυτό κανένα μειονέκτημα. Να θεωρούν ως αναγκαία την πορεία προς μια ντε φάκτο «λύση», με βάση το Σχέδιο Ανάν, με τη δημιουργία προϋποθέσεων ντε φάκτο αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους ως χωριστής πολιτικής οντότητας.

Αδυνατώ να πιστέψω πως Έλληνες μπορούν να συνεργήσουν προς μια τέτοια κατεύθυνση, με την αυταπάτη ότι το πλαίσιο δήθεν της ΕΕ είναι ικανό αντιστάθμισμα και εγγύηση για τις αρνητικές πρόνοιες μιας κακής «λύσεως». Η ένταξη στην ΕΕ, που έγινε με τη μορφή της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι της «Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας» του Σχεδίου Ανάν, χάρις στο ΟΧΙ του κυπριακού λαού, είναι σήμερα στρατηγικό όπλο και ασπίδα της Κύπρου. Η περιφρούρησή της αποτελεί τρισμέγιστο καθήκον γιατί αποτελεί τη μόνη στέρεη και ελπιδοφόρα βάση για μια αποδεκτή λύση, με βάση τις ευρωπαϊκές αρχές.

Η προτεινόμενη πολιτική της μη εμμονής στην εκπλήρωση από την Άγκυρα των συμβατικών της υποχρεώσεων δεν θα είχε, βεβαίως, αρνητικότατες επιπτώσεις μόνο για την Κύπρο. Εκεί θα ήταν απλώς αμεσότερες και τραγικότερες. Με ποια αξιοπιστία θα έκανε η Ελλάδα λόγο για όρους και προϋποθέσεις στις οποίες η επίσημη πολιτική συνεχώς επανέρχεται;

Η Ελλάδα έχει πληρώσει μέχρι τώρα πολύ ακριβά το ιδεολόγημα περί εθνικού της δήθεν συμφέροντος να υποστηρίξει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, χωρίς προηγούμενη επίλυση των υπαρχόντων προβλημάτων.

Η επανάληψή του για πλήρη αποσύνδεση τώρα της Άγκυρας από όρους και προϋποθέσεις και η εξάρτηση της Ελλάδος από τον «δημοκρατικό εκσυγχρονισμό» της Τουρκίας στο άδηλο μέλλον δεν συνιστά πρόταση πρακτικής πολιτικής, αλλά επικίνδυνο ιδεολόγημα και ευσεβή πόθο.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλοςεπί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ