Ροζέ Μιλλιέξ
Ο Ροζέ Μιλλιέξ, στη δράση τέκνο της Γαλλικής Επανάστασης και στο βίωμα ζωής «καλός καγαθός», κατά τις επιταγές του κλασικού πνεύματος (σωματικά ωραίος και ψυχικά καλλιεργημένος και άρτιος), σε δραματικές και συνάμα τραγικές στιγμές αυτού του τόπου (Γερμανική Κατοχή, Εμφύλιος, Δικτατορία), δεν απομακρύνθηκε ουδέ στιγμή της αρχής «παν μέτρον άνθρωπος». Παρέμεινε Άνθρωπος με ενότητα και ελευθερία, δημιουργικός και με συντροφικό πνεύμα.
Δρα στον απόηχο του πνεύματος της Γαλλικής Επανάστασης και στις διδαχές των Μεγάλων Ουμανιστών της γενέτειράς του. Στην πολιτική πράξη του κατευθύνεται από το κλασικό («Πασών των Πολιτειών ολιγοχρονιώτερη εστίν Ολιγαρχία και Τυραννίς»), όπως αυτό συμπληρώθηκε από τον κοινωνικό ουμανισμό του Ζαν Ζωρές («Η Δημοκρατία είναι ένα έργο εμπιστοσύνης και μια πράξη τόλμης»).
Στη «Χρυσή Βίβλο του Ροζέ Μιλλιέξ» -δανείζομαι το χαρακτηρισμό από τον ποιητή Αντώνη Δωριάδη («Ελευθεροτυπία» 18/7/2006)- καταγράφεται ότι «μεσούσης της Γερμανικής Κατοχής ως διευθυντής Σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου βοήθησε με αυταπάρνηση την Αντίσταση και στάθηκε πλάι στους χειμαζόμενους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας μας.
Ως σύνδεσμος μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας από το 1941-1944 , με παράνομη δράση, εκδόσεις, εκθέσεις, διαλέξεις πρωτοστάτησε με θυσίες ενάντια στον κατακτητή. Ήταν αυτός που ξεσήκωσε μια τεράστια σταυροφορία ζητώντας από τους κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής να σταθούν δίπλα στον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό.
Αντρέ Ζιντ, Σαρτρ, Καμί, Ελιάρ, Λε Κορμπυζιέ, Αραγκόν, Έλσα Τριολέ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, ενώ Πικάσο, Ματίς, Μπρακ, Ντενουαγιέ Ρουό, Μπουρντέλ, Φουζερόν και πολλοί άλλοι δώρισαν έργα τους με εγκάρδιες αφιερώσεις «προς τον ελληνικό λαό»…».
Ο Οικουμενικός Ελληνας Ροζέ Μιλλιέξ στο Αττικό Φως προτίμησε ν’ ακούσει όσα είχε να του πει η «Γη» η «μέλαινα». Ακούμπησε το αυτί του στους ανθρώπους γέννημα και θρέμμα της γης και άκουσε τα βήματα των «πλανώμενων», εκείνων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την «θεόκτιστο» πατρίδα, να ξενιτευθούν για να αποφύγουν την κακία και το μίσος του Εμφύλιου σπαραγμού.
Η «Νεοελληνική Εμπειρία» πολλοί πιστεύουν και δυστυχώς δικαιώνονται είναι ένα περίεργο παιχνίδι της Λήθης με τη Μνήμη. Δεν είναι πάντοτε δίκαιη ούτε και πάντοτε αντικειμενική. Αλλοτε θυμάται ότι θα ‘ξιζε να λησμονηθεί και άλλοτε ξεχνάει ό,τι θα ‘ξιζε να μνημονευθεί.
Και στην περίπτωσή του Ροζέ Μιλλιέξ η «Νεοελληνική Εμπειρία» παρουσιάζει έλλειμμα Μνήμης… Δυστυχώς αυτό παρατηρείται όχι μόνο για τους διακεκριμένους αλλά και για τις δεκάδες χιλιάδες, κατ’ έτος, «δυνάμει Φιλέλληνες», τους σπουδαστές των Ελληνικών Σπουδών, των τριακόσιων και πλέον πανεπιστημίων ανά την υφήλιο, στα οποία λειτουργούν έδρες ελληνικού πολιτισμού. Ουδέ ένας φίλιος λόγος τούς απευθύνεται, ουδέ μία ακτίνα ελληνικού φωτός τούς διαχέεται από το κέντρο της λατρείας τους, την Ελλάδα.
Τι κι αν «λειτουργεί» το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού… Η «Νεοελληνική Εμπειρία» το πνίγει κάθε στιγμή στην πελατειακή αντίληψη που καθορίζει τη δράση της…
Αλλά δεν είναι μόνο η «Νεοελληνική Εμπειρία» που παραλείπει και στην περίπτωση του Σύγχρονου Φιλελληνισμού ν’ ακούσει ή να πει ό,τι θα ‘πρεπε να ειπωθεί και ν’ ακουστεί. Υπάρχει και κάτι άλλο, που πολλές φορές αγγίζει το άπειρο, που συμβαίνει στις σχέσεις της Ελλάδας με τον σύγχρονο Φιλελληνισμό. Τους ίδιους Φιλέλληνες -με τις ίδιες αρετές και αδυναμίες- πού έχουν δει τα μάτια της «Νεοελληνικής Εμπειρίας» να ξεχωρίζουν σε ορισμένη εποχή, μπορεί να μην τους έχει προσέξει και να τους διασκελίζει με την αντίληψη ότι ανήκουν στην αμέτρητη στρατιά των «άγνωστων» Φιλελλήνων!
Η «Νεοελληνική Εμπειρία» δίδει την εντύπωση ότι έχει διαμορφώνει συχνά μια πολύ θολή εικόνα πραγμάτων και καταστάσεων στο πεδίο του Φιλελληνισμού, που θ’ άξιζε να μπουν σε πιο πολύ φως και φωτίζει ενίοτε πρόσωπα και καταστάσεις που θα μπορούσαν να μείνουν ακόμη και στη σκιά!