«Μεγάλα καράβια μεγάλες φουρτούνες»
σφάξτε γελάδια, κι αρμέξτε γουρούνες

Τών Βερμούδων τό τρίγωνο
έχει αλλάξει πορεία
έχει πιάσει Ιόνιο
καί Αιγαίο, Κυρία.

Όποιος μπεί εις τό τρίγωνο
τόν ρουφάει τό κύμα
τού αδειάζει τήν τσέπη του
καί τού σκάβει τό μνήμα.

Τά καράβια θυμίζουνε
κιβωτούς μέ ζωάκια
καί πηγαίνουν καί ψάχνουνε
τού Αραράτ τά παγάκια.

Στών Βερμούδων τό τρίγωνο
-στήν Ελλάδα, θνητέ μου-
χάσκουν βάραθρα άπατα
καί θηρία, Χριστέ μου.

Καί ο Νώε στήν θέση του
εισιτήρια κόπτει
καί κρατάει τήν ζήση σου
μ’ αδρανή διακόπτη.

Καί πηγαίνεις στό πλοίο του
καί αμπαλάρεσαι όπως
όπως ζώο πρός σφάξιμο
εμφανώς κι αδιαντρόπως.

Στών Βερμούδων τό τρίγωνο
δυνατών μεγιστάνων
μοιάζεις μόνο μέ πίθηκο
καί κλανιά αθιγγάνων.

Ως νά είν’ αγροφύλακας
καί σύ σκύλος στ’ αμπέλι
ο οπλονόμος σού φέρεται
ως τού κράτους κοπέλι.

Κι οι παλμοί ανεβαίνουνε
κι η καρδιά πάει νά σπάσει
βλέπεις άλλοι νά φεύγουνε
καί σύ μένεις στήν στάση.
Θά έρθει άλλο αργότερα
αφού φύγουν τά άλλα
νά σέ πάρει λιπόθυμο
μέ κουρκούτι κεφάλα.

Στών Βερμούδων τό τρίγωνο
η τετράγωνη σκέψη
έχει κάνει ανακύκλωση
μέ σκουπίδια νά θρέψει

…τόν κακόμοιρο Έλληνα
στό στερνό του ταξίδι.
(Σκλάβοι είμαστε όλοι μας
εις τό κάθε αρχίδι.)

Τι ωραίος Παράδεισος
Ψωροκώσταινα είσαι.
Μιά απέραντη άβυσσος
κι όλα τήδε κακείσε.

Καί αρχίζει τό βάσανο
τό εν πλώ, πού νά κάτσεις
κι Ορφανός τότε αισθάνεσαι
καί ο μούτσος Γκαγκάτσης.
Οι υπερόπτες σέ ρίχνουνε
σέ μιάν άκρη μέ λέρα
κι οι εμετοί πού σέ λούζουνε
σού γαμούν τήν μητέρα.

Τά γαλόνια αστράφτουνε
σέ ανώνυμους ώμους
κι εσύ νιώθεις πώς βρίσκεσαι
στής Σαγκάης τούς δρόμους.

Αριθμείσαι αντικείμενο
απ’ τό Loby τών τράγων
μιά σερβιέτα αιμόφυρτη
στό καλάθι τών μάγων.

Τήν γυνή καί τά τέκνα σου
τούς αφήκαν ξωπίσω,
θά ‘ρθούν μέρες αργότερα
μ’ άλλο πλοίο στήν νήσο.

Καί ο στόλος ο ένστολος
συνεχίζει νά πλέει
στά πελάγη τού χρήματος
τού θεού τά ελέη.
Καλοκαίρι καί βάσανα
πάνε πάντα αντάμα:
είναι ο Φάντης ο ύπουλος
καί η πόρνη η Ντάμα.

Καί τελειώνει η άδεια
καί αδειάζουν οι τσέπες
κι οι ψυχές ετοιμόρροπες
βολοδέρνουν στίς στέπες.

Ευτυχούν όμως έτεροι
όσοι δέν ταξιδέψαν
όσοι ‘μείναν σπιτάκι τους
κι οι Νονοί δέν τούς κλέψαν.
………………………………………….
…………………………………………..
Έγραψα από τήν Οδύσσεια τού
Κακ-Ομήρου τήν πρώτη Κλαψωδία.
Τίς υπόλοιπες είκοσι τρείς θά τίς γράψει ο κακόμοιρος Γραικός στό υπόλοιπο τού βίου του, άν εν τώ μεταξύ
δέν γίνει κανονικό γουρούνι από τήν Διακυβέρνηση Κίρκη. Γαμώ τό Υπουργείο μου!!!


Σχολιάστε εδώ