Επικίνδυνες αποκλίσεις από τα εθνικά συμφέροντα
Όλα όσα συμβαίνουν εδώ και αρκετό καιρό με την Κύπρο δεν είναι τίποτα άλλο από τις αναταράξεις που φέρνει η εγκατάλειψη του δόγματος της ενιαίας εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας με την αδελφή χώρα. Το δόγμα αυτό, που κράτησε για δεκάδες χρόνια και υπηρετήθηκε με συνέπεια από τις κυβερνήσεις Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, τέθηκε υπό αμφισβήτηση αρχικά κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Κ. Μητσοτάκη (Απρίλιος 1990-Οκτώβριος 1993) και στη συνέχεια κατά τη διακυβέρνηση του Κ. Σημίτη, από τον Φεβρουάριο του 1996 έως τον Φεβρουάριο του 2004.
Ο κ. Μητσοτάκης πίστευε ότι υπάρχουν περιθώρια προσέγγισης με την Τουρκία μέσω διαλόγου, και η Κύπρος ήταν ένα «αγκάθι» σε αυτή την πορεία. Ο κ. Σημίτης πίστευε ότι μέσω της Ευρώπης λύνονται τα πάντα και οι τοπικοί εθνικισμοί (συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Τουρκίας αναφορικά με το βόρειο τμήμα της Κύπρου) θα σκεπάζονταν από τη μεγάλη ευρωπαϊκή σημαία. Τα χρόνια πέρασαν, η κυβέρνηση Σημίτη μπορεί να υπερηφανεύεται ότι «έβαλε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά οι τουρκικοί εθνικισμοί δεν πήγαν στην άκρη ούτε καλύφθηκαν με το μεγάλο σεντόνι της ΕΕ.
Η Ευρώπη άρχισε να αντιλαμβάνεται πού πάει να μπλέξει, βάζοντας την Τουρκία στους κόλπους της, είδε τη συνολική αντίληψη της Τουρκίας, η οποία λίγο πολύ λέει «χάρη σάς κάνουμε αν μπούμε στην Ένωση», και άρχισε να το ξανασκέφτεται το πράγμα. Όμως στην Ελλάδα ο σπόρος της αμφισβήτησης για το είδος των σχέσεων με την Κύπρο είχε πιάσει, και αρκετοί θεώρησαν ότι ξεμπέρδεψαν με την Κύπρο, που είναι πια μέλος της ΕΕ, άρα δεν έχει καμιά ανάγκη από τη συνεργασία με τη χώρα μας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ταυτίζονται με τα σκεπτικά των κυρίων Μητσοτάκη και Σημίτη με αποτέλεσμα να βλέπουν στο πρόσωπο του κύπριου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου ένα εμπόδιο για την ομαλή εξέλιξη των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας.
Ο σημερινός πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής ασφαλώς ήξερε πολύ καλά τις απόψεις της κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη, όταν αποφάσιζε να της εμπιστευθεί το υπουργείο Εξωτερικών, απόψεις ανάλογες με αυτές του πατέρα της, ασχέτως αν η Ντόρα δεν τις εκφράζει με τον ανάλογο του πατρός της κυνισμό. Οπαδός του διαλόγου εφ’ όλης της ύλης και η ίδια, δεν πολυαντέχει τις «εθνικιστικές κορώνες» και τις «ακρότητες», άρα θα κατευθύνει την πολιτική της στο Κυπριακό σε ήρεμα νερά, νερά που δεν διαταράσσονται από πεισματάρικες αρνήσεις και ιδέες όπως η πλήρης αντίθεση στο Σχέδιο Ανάν π.χ. ή σε άλλο που θα διαδεχθεί το προηγούμενο ως πρόταση.
Στη Νέα Δημοκρατία όπως και -περισσότερο- στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει ακροατήριο για τις απόψεις αυτές, κάτι που τις καθιστά ισχυρές, αν και όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς, παρά το γεγονός ότι οι φορείς των συγκεκριμένων απόψεων διαθέτουν καλές προσβάσεις στα μέσα ενημέρωσης και κυρίως στα τηλεοπτικά κανάλια. Όσες φορές δοκίμασαν να δώσουν τη μάχη των απόψεων στα τηλεοπτικά παράθυρα δεν τα πήγαν καλά, ενώ και η στάση των τηλεθεατών δεν ταυτιζόταν με τις θέσεις τους.
Αυτό δεν τους καθιστά ανενεργούς. Κάθε άλλο. Πολύ περισσότερο που μετά την οκταετή διακυβέρνηση Σημίτη οι απόψεις αυτές θεωρούνται «ιν» και εκσυγχρονιστικές, ενώ όλες οι άλλες ταυτίζονται με στείρο εθνικισμό που οδηγεί την Ελλάδα στην οπισθοδρόμηση. Παράλληλα, το γεγονός ότι φορείς αυτών των απόψεων υπάρχουν σε αρκετά μεγάλη έκταση σε όλα τα κόμματα διευκολύνει τόσο την επικοινωνία των φορέων όσο και τη ζύμωση αυτών των απόψεων μέσα στα «πολιτικά εργοστάσια». Έτσι που, όταν βγαίνουν έξω στην κοινωνία, αν και όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς, να είναι αρκετά καλά επεξεργασμένες.
Η σχέση με την Κύπρο φαίνεται να πέφτει προς το παρόν θύμα αυτής της διαδικασίας, αφού κανείς απ’ όσους μπορούν να το σταματήσουν και να παρέμβουν αποτελεσματικά δεν μπορεί ή δεν μοιάζει πρόθυμος να το κάνει. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δηλαδή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κυρίως ο πρωθυπουργός, μια και στην Ελλάδα το σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό.
Ο Πρόεδρος Κ. Παπούλιας είναι προφανώς σκεπτικός, επειδή ξέρει ότι αν μιλήσει μπορεί να κατηγορηθεί για υπέρβαση ορίων και ρόλου, περιοριζόμενος να λέει όσα και όπως μπορεί (όχι και λίγα πάντως), ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γ. Παπανδρέου δεν το πράττει επειδή κινείται αρκετά κοντά στις απόψεις του «εκσυγχρονισμού» και ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής επειδή θέλει να κερδίσει χρόνο.
Το αποτέλεσμα είναι να δοκιμάζεται η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, δίνοντας έτσι την εντύπωση στη διεθνή κοινότητα ότι κάτι έχει αλλάξει τον τελευταίο καιρό, άρα μπορεί να ανασχεδιαστεί ο παρεμβατισμός τόσο σε αυτή τη σχέση όσο και στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, το έσχατο δηλαδή σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι λίγο περισσότερο από ανησυχητικά όλα αυτά