Πανεπιστήμια του 10!
Δυστυχώς, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δέχεται μια ισχυρή πίεση τόσο από την πλευρά του οικονομικού συστήματος όσο και από εκείνη του πολιτικού-πελατειακού συστήματος.
Η ίδρυση περιφερειακών πανεπιστημιακών μονάδων δεν εντάχθηκε σε κανέναν σχεδιασμό. Παρά τις διακηρύξεις για τη σύνδεση της παρεχόμενης επιστημονικής γνώσης με τις «τοπικές» παραγωγικές δραστηριότητες, τα περιφερειακά ιδρύματα ελάχιστα μπόρεσαν να προσφέρουν στην ανάπτυξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων και, στην πλειοψηφία τους, μαραζώνουν.
Η μόνη τους «προσφορά» αφορά κατά βάση το «οικονομικό τίμημα» που καταβάλλουν φοιτητές και φοιτήτριες στα ενοίκια, εστιατόρια, καφετέριες και ασφαλώς στη «ζωντάνια» και στη δυναμική που εκπέμπει η παρουσία τους στις τοπικές κοινωνίες.
Χρειάζεται συνεπώς σοβαρός ανασχεδιασμός των δραστηριοτήτων και των επιστημονικών αντικειμένων των περιφερειακών ΑΕΙ και ΤΕΙ με βάση ευρύτερα επιστημονικά και λειτουργικά κριτήρια. Το σύνθημα «κάθε πόλη και Πανεπιστήμιο κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ» έχει οδηγήσει στο σημερινό αδιέξοδο, και το χειρότερο, λειτουργεί σε βάρος των φοιτητών και ολόκληρης της κοινωνίας.
Ένα βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικογένειας, της ελληνικής κοινωνίας είναι η απόκτηση «πτυχίου». Η κοινωνία μας θεωρεί βασική αξία τη μόρφωση, την παιδεία, την οποία αναγορεύει σε θεμελιώδη «πυρήνα» της ατομικής και συλλογικής προόδου.
Αυτή όμως η βασική αξία συνδέεται άμεσα με την επαγγελματική αποκατάσταση και την απόκτηση «θεσμοποιημένου κοινωνικού κεφαλαίου» (Π. Μπουρντιέ). Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε μια υπερπαραγωγή επιστημονικού δυναμικού, κυρίως σε σχολές «πρώτης ζήτησης», με αποτέλεσμα να διαθέτουμε σήμερα διπλάσιο ή και τριπλάσιο αριθμό γιατρών και δικηγόρων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των άνεργων επιστημόνων.
Για ένα τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού ο χρόνος των σπουδών είναι χρόνος παράτασης της ανεργίας, λειτουργεί ως μηχανισμός απόσβεσης της ανεπάρκειας του παραγωγικού συστήματος και του καταμερισμού της εργασίας, που αδυνατούν να απορροφήσουν το επιστημονικό-παραγωγικό δυναμικό. Το πανεπιστημιακό πτυχίο έχει σήμερα δευτερεύουσα αξία. Γι’ αυτό και διαμορφώνεται, με ραγδαίους ρυθμούς, μια τέταρτη βαθμίδα εκπαίδευσης, αυτή των μεταπτυχιακών σπουδών. Χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και σ’ αυτό το επίπεδο τα προβλήματα, αφού ορισμένα μεταπτυχιακά έχουν δίδακτρα, τα παρεχόμενα διδακτορικά και μάστερ δεν είναι, σε ένα σοβαρό τμήμα τους, υψηλού επιπέδου, ενώ οι πελατειακές σχέσεις, οι κομματικοί και φιλικοί «δεσμοί» διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στις επιλογές των μεταπτυχιακών φοιτητών. Στην πραγματικότητα στα Πανεπιστήμια αναδεικνύονται και μεγεθύνονται όλα τα αρνητικά δομικά στοιχεία των δύο πρώτων βαθμίδων της Εκπαίδευσης. Η απουσία κριτικής σκέψης, η τεχνικοποίηση και μηχανοποίηση της γνώσης -όπως διαμορφώνεται στα Λύκεια και στα φροντιστήρια- η γλωσσική πενία και η έλλειψη ενός ευρύτερου προβληματισμού αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά που ενσταλάσσονται στους μαθητές σε όλη τη διάρκεια της σχολικής τους κοινωνικοποίησης. Πως μπορούν να αναδομηθούν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών σπουδών, όταν η δομή και το περιεχόμενο της επιστημονικής διδασκαλίας δεν αποκλίνουν σημαντικά από το πρότυπο αυτό;
Όλο αυτό το δυναμικό, που θεωρεί το πανεπιστήμιο «μοναδική λύση», θα μπορούσε να κατανεμηθεί ορθολογικά στη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ένα τμήμα του να κατευθυνθεί σε τεχνικές – παραγωγικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται το «κλειδί», η απάντηση του προβλήματος. Γιατί ο ιδιωτικός τομέας βρίσκεται εδώ και πολλά χρόνια καθηλωμένος, χωρίς σοβαρές επενδυτικές πρωτοβουλίες, χωρίς σύγχρονες δομές, επιδιώκοντας να επιβιώνει με δάνεια και με κρατικές επιχορηγήσεις. Έτσι, το «πτυχίο» και ο διορισμός στο Δημόσιο αποτελούν στην πράξη τις μοναδικές, σχεδόν, διεξόδους «διαφυγής» από την ανασφάλεια και την περιθωριοποίηση.
Γι’ αυτό και τα κόμματα ασκούν έμμεση αλλά σημαντική επιρροή στα Πανεπιστήμια, μετατρέποντάς τα πολλές φορές σε φορείς διαμεσολάβησης για την άσκηση των πελατειακών τους σχέσεων. Οι εκλογές οργάνων στα Πανεπιστήμια αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγήν, αφού διενεργούνται μέσα σε ένα πλαίσιο συναλλαγής και «αλληλοεκβιασμού» με τις κομματικές νεολαίες και τα κόμματα.
Τα Πανεπιστήμια δεν πρέπει να «απολογούνται» ούτε στην αγορά ούτε στους κομματικούς μηχανισμούς. Υπόκεινται όμως, αναμφισβήτητα, στον κοινωνικό έλεγχο, λειτουργούν σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας και αξιοκρατίας, προωθούν την έρευνα, τη μέθοδο, τη νέα γνώση, με πλήρη σεβασμό των επιστημονικών αρχών και κριτηρίων. Κι αυτά θα πρέπει να είναι τα πλαίσια που καθορίζουν την αυτονομία τους. Εάν οι κοινωνίες της εποχής μας χρειάζονται Πανεπιστήμια που διαμορφώνουν ολοκληρωμένους επιστήμονες και πολίτες ή απλώς τεχνικούς εφαρμοστές εντολών, είναι ένα στρατηγικό ερώτημα που αφορά το μέλλον των παιδιών μας. Και το ερώτημα αυτό θα πρέπει να απαντηθεί ξεκάθαρα.