Οι «δύο» Ελλάδες
Πράγματι, την παραδοσιακή, κλιμακωτή διάταξη των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, διάταξη που καθοριζόταν τόσο από τη θέση στην παραγωγική διαδικασία όσο και από το εισόδημα την έχει διαδεχθεί ένα νέο πολωτικό «όχημα». Σύμφωνα με αυτό ένα σοβαρό τμήμα που προσεγγίζει το 25% οδηγείται οριστικά στο περιθώριο, ένα άλλο 25% διάγει υπό καθεστώς πολυτελούς κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο ζει σ’ ένα πλαίσιο ανασφάλειας, ρηγματώνεται στο εσωτερικό του και τροχιοδρομείται σταδιακά σε ένα κατώτερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.
Αναφερόμαστε στην ουσία σε «δύο» Ελλάδες, που πέραν των κοινωνικοοικονομικών γνωρισμάτων αποκτούν και ευρύτερα ιδεολογικά-εθνικά χαρακτηριστικά.
Οι κοινωνικοοικονομικές «διακρίσεις» αποτυπώνονται σε δύο διαφορετικούς «κόσμους», σε δύο διαφορετικούς τρόπους και «στάσεις» ζωής. Από τη μια πλευρά, ο πολυτελής τρόπος διαβίωσης και κατανάλωσης σε όλες του τις μορφές -ακόμα και στις πολιτιστικές- και από την άλλη η ανέχεια, η περιθωριοποίηση με ένα τμήμα της κοινωνίας να αντιμετωπίζει το μοντέλο της κατανάλωσης σαν άπιαστο όνειρο.
Ασφαλώς στον σύγχρονο κόσμο της παγκοσμιοποιούμενης νεοφιλελεύθερης οικονομίας παρόμοιου χαρακτήρα κοινωνικές πολώσεις και ακραίου τύπου ανισότητες αποτελούν ένα είδους «φυσικού φαινομένου». Όμως, ακόμα και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον του ακραίου ανταγωνισμού, στις δυτικές κοινωνίες λειτουργούν μηχανισμοί και θεσμοί περιστολής των ακραίων κερδοσκοπικών φαινομένων, ενώ παράλληλα υπάρχουν θεσμικοί όροι και πλαίσια ελέγχου και παρέμβασης από την πλευρά των πολιτών-καταναλωτών.
Αντίθετα, στη χώρα μας η κερδοσκοπία, η ασυδοσία, η νοθεία και η εξαπάτηση αποτελούν κυρίαρχες σχέσεις και διαδικασίες που επιτείνουν την ανισοκατανομή του εισοδήματος. Η ασυδοσία και η κερδοσκοπία μάλιστα αναγνωρίζονται ως κύριες προωθητικές δυνάμεις της οικονομικής ανάπτυξης με εκφραστές τις τράπεζες και ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό «δίκτυο». Η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία, οι προμήθειες, οι «μίζες», οι «εργολαβίες» συνιστούν πλέον τους σταθερούς και αυτοαναπαραγόμενους «πυρήνες» της εθνικής οικονομικής «δραστηριότητας».
Σ’ αυτές τις «μυλόπετρες» συντρίβεται και κάθε «υγιής» παραγωγική-επενδυτική δραστηριότητα, αποθαρρύνονται πρωτοβουλίες και καινοτόμες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να προσδώσουν μια νέα δυναμική στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Είναι επόμενο, συνακόλουθα, οι παραγόμενες κοινωνικοοικονομικές αυτές διαιρέσεις και πολώσεις να αποκτούν και πολιτικοϊδεολογικές προεκτάσεις.
Αυτή η κάθετα διαμορφούμενη, διαιρετική τομή στο «εσωτερικό» της ελληνικής κοινωνίας αποκτά, κατά συνέπεια, δομικά χαρακτηριστικά.
Από τη μια πλευρά (αυτο)τοποθετούνται οι νεωτεριστές-εκσυγχρονιστές, οι θιασώτες της «παγκοσμιοποιημένης» κοινωνίας, αυτοί που κατέχουν καίριες θέσεις στις διαδικασίες της άνισης αναδιανομής και της εκμετάλλευσης. Κατ’ αυτούς η εθνική κοινωνία και το κράτος-έθνος συνιστούν εμπόδια για τη διαμόρφωση μιας «οικουμενικής κοινωνίας» που διακρίνεται από την ατομική πρωτοβουλία και την «ελεύθερη» επικοινωνία των μελών της… Πρόκειται για κοινωνικές «ελίτ» και ομάδες συμφερόντων που κατέχουν ηγεμονικές θέσεις στο οικονομικοκοινωνικό σύστημα και θεωρούν ότι το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αρκείται σε έναν περιορισμένο ρόλο που δεν θα θίγει τη δυναμική των μηχανισμών της αγοράς και της εκμετάλλευσης.
Όσο για τους πολιτικούς, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των «ομάδων» αυτών, θα πρέπει να αποδεσμευθούν από πολιτικοϊδεολογικές προκαταλήψεις και να ενσωματωθούν στο σύγχρονο μεταπολιτικό «σχήμα» των πολιτικών τεχνοκρατών.
Όσοι αντιτίθενται στις «κοσμοθεωρήσεις» αυτές -που παραπέμπουν ευθέως στις αντιλήψεις του «κοινωνικού δαρβινισμού»- χαρακτηρίζονται ως εθνικιστές οι οποίοι, στο σύγχρονο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, αρνούνται τον διάλογο και τον συμβιβασμό όπως συμβαίνει στην περίπτωση των διαφορών με την Τουρκία (Αιγαίο, Σχέδιο Ανάν, Θράκη κ.λπ.). Με παρόμοιου τύπου κριτήρια χαρακτηρίζονται ως «οπισθοδρομικοί» εκείνοι που δεν κατανοούν ότι η εποχή του κοινωνικού κράτους παρήλθε ανεπιστρεπτί, και ότι ο καθένας επιβιώνει στον σύγχρονο κόσμο ανάλογα με τις «ικανότητές» του.
Αυτή η κατακόρυφη διαιρετική τομή που επιδιώκεται να διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία από τους αυτοαποκαλούμενους «νεωτεριστές-κοσμοπολίτες» θέλει να αποκρύψει το γεγονός ότι δεν υπάρχει διαίρεση, αλλά αντίθεση μεταξύ των προνομιούχων της «νέας τάξης» πραγμάτων και της ασύδοτης αγοράς και μιας διευρυνόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, ένα τμήμα της οποίας έχει ήδη «εγκατασταθεί» στο περιθώριο.
Αυτή η αντίθεση δημιουργεί δύο διαφορετικούς κοινωνικούς «κόσμους», δύο πρότυπα ζωής και αντιλήψεων, δύο κοινωνικά επίπεδα που με το πέρασμα του χρόνου διευρύνουν την απόστασή τους.
Μια υπεύθυνη, όμως, πολιτική εξουσία που έχει συνείδηση των ιστορικών της ευθυνών δεν μπορεί να παρακολουθεί «ως τρίτος» την εξέλιξη αυτή. Αντιθέτως, θα πρέπει να φροντίσει να γεφυρώσει τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά «χάσματα» και τις αντιθέσεις, μέσα από τη δίκαιη αναδιανομή, την ενδυνάμωση των κοινωνικών θεσμών και την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών. Γιατί τέτοιου είδους «χάσματα» αποτελούν δυνάμει πηγές ανεξέλεγκτων κοινωνικοπολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων.