Σε Βαλκανικούς ρυθμούς χορεύει… η Ισπανία
Το δημοψήφισμα αφορούσε την εφαρμογή μιας σειράς μέτρων που συντείνουν στην περαιτέρω αυτονόμηση της πλούσιας βορειοανατολικής ισπανικής περιφέρειας. Συγκεκριμένα στην αύξηση του μεριδίου των φόρων που εισπράττει η πρωτεύουσα της Καταλονίας, η Βαρκελώνη, από τη Μαδρίτη και θα διαχειρίζεται στο εξής μόνη της, στη δυνατότητα που έχει να διορίζει και να επιλέγει δικαστές και εισαγγελείς, στην αυξημένη αρμοδιότητα επί των δημοσίων υποδομών της και, μεταξύ άλλων, την αναγόρευση της Καταλανικής ως ισότιμης γλώσσας με την επίσημη ισπανική.
Το δημοψήφισμα που διεξήχθη την προηγούμενη Κυριακή και επί της ουσίας η ίδια η διαδικασία περαιτέρω αυτονόμησης της Καταλονίας, όπως ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 2005, δίχασε βαθιά ολόκληρη την Ισπανία. Οι φανατικότεροι πολέμιοι προήλθαν από το στρατόπεδο του δεξιού Λαϊκού Κόμματος. Ο ηγέτης του και διάδοχος του Χοσέ Μαρία Αθνάρ, Μαριάνο Ραχόι, αναφερόμενος στο Σύνταγμα που ψηφίσθηκε μετά την πτώση του δικτάτορα Φράνκο προβλέποντας ένα αυξημένο, παρότι διαφορετικό καθεστώς αυτονομίας, για καθεμία από τις 17 περιφέρειες της Ισπανίας, είπε ότι είναι «η αρχή του τέλους για το κράτος που ίδρυσαν οι Ισπανοί το 1978». Διχασμένο εμφανίστηκε και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE), παρότι η εκχώρηση αυξημένης αυτονομίας στην Καταλονία ήταν από τα κεντρικά του προεκλογικά συνθήματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο δεξιός Τύπος να γράφει ότι ο πρωθυπουργός της χώρας, Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεζ Θαπατέρο, τώρα ξεχρεώνει προεκλογικά γραμμάτια. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε την πρόσφατη παραίτηση του υπουργού Άμυνας, Χοσέ Μπόνο, αφού πρώτα αποδοκίμασε δημόσια το δρομολογούμενο σχέδιο. Πολύ πιο ερειστικές όμως χαρακτηρίστηκαν οι δημόσιες τοποθετήσεις που έκαναν αρχηγοί των επιτελείων, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προβεί σε επίδειξη πυγμής, αποστρατεύοντας δύο από αυτούς, και διατάσσοντας έρευνα για άλλους!
Στο εσωτερικό της Καταλονίας οι ανατροπές που σηματοδότησε το δημοψήφισμα ήταν εξίσου σημαντικές και όχι τόσο εύκολα προβλέψιμες. Υπέρ της διευρυμένης αυτονομίας τάχθηκε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας (PSC) όπως και το δεξιό κόμμα Σύγκλισης και Ενότητας (CiU). Εναντίον του δημοψηφίσματος τάχθηκε το κόμμα Δημοκρατική Αριστερά της Καταλονίας (ERC), επειδή θεώρησε τις παραχωρήσεις της Μαδρίτης υποδεέστερες των όσων δικαιούται η Βαρκελώνη. Αντέτειναν για παράδειγμα ότι η παρακράτηση του 50% των φόρων υπολείπεται σημαντικά του ποσοστού 90% που έχουν κατακτήσει οι Βάσκοι.
Η διαφωνία τους με τους σοσιαλιστές ήταν τόσο έντονη, ώστε αποχώρησαν από τη συμμαχική κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν με αποτέλεσμα το δημοψήφισμα να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν μέχρι το τέλος του 2006.
Διώξεις από Δεξιά και Φράνκο
Για να γίνει κατανοητή η δυναμική με την οποία εμφανίζεται το αίτημα της αυτονόμησης της Καταλονίας σήμερα, είναι απαραίτητη μια σύντομη ιστορική αναδρομή.
Η Καταλονία διατήρησε την ανεξαρτησία ή την σημαντική της αυτονομία σε όλο το πέρασμα του χρόνου που μεσολάβησε από την ενοποίηση της Ισπανίας, το 1469, μέχρι τον εικοστό αιώνα. Αιματηρό διάλειμμα αποτελούν τα χρόνια της δικτατορίας του Πρίμο δε Ριβέρα και στη συνέχεια του Φράνκο. Ενδιάμεσα, το 1931, ο εκλογικός θρίαμβος της Αριστεράς οδηγεί στην ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας, η οποία καταργείται επίσημα το 1938 με νόμο του δικτάτορα Φράνκο.
Η κυβέρνησή της αυτοεξορίζεται μετά την ήττα των Δημοκρατικών και έχει την έδρα της για λίγα χρόνια στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Μεξικό. Η βαθιά σύνδεση της Αριστεράς με το αίτημα της αυτονόμησης στην Ισπανία και η έχθρα της Δεξιάς απέναντι σε αυτό το αίτημα αποκαλύπτεται επίσης μέσα από τα δεινά της γειτονικής προς την Καταλονία, χώρας των Βάσκων, που από κοινού εκτείνονται στα βόρεια σύνορα της χώρας.
Στην πρωτεύουσά της, το Μπιλμπάο, είχε την έδρα της η εκλεγμένη κυβέρνηση των Δημοκρατικών μέχρι το 1937, όταν ο βομβαρδισμός από τη φασιστική αεροπορία της γειτονικής Γκουέρνικα, που αναπαραστήθηκε με μοναδικό τρόπο από τον Πικάσο, κοσμώντας χιλιάδες φοιτητικά δωμάτια σε όλο τον κόσμο μέχρι σήμερα, τερματίζει τον εμφύλιο πόλεμο, γράφοντας στην ιστορία της ανθρωπότητας μία από τις πιο μαύρες σελίδες της.
Η έχθρα της Δεξιάς απέναντι στα αυτονομιστικά αιτήματα φθάνει στο αποκορύφωμά της τον Αύγουστο του 2002, όταν ο Αθνάρ αξιοποιεί την αντιτρομοκρατική υστερία και απαγορεύει τη δράση του βασκικού κόμματος Έρι Μπατασούνα, ενώ καθοριστικά επέδρασε στην εκλογική του ήττα τον Μάρτιο του 2004 η σπουδή που έδειξε να αποδώσει στη βασκική ΕΤΑ την τρομοκρατική επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης που οδήγησε στο θάνατο 204 άτομα, προσπαθώντας έτσι να αποσυνδέσει την φονική επίθεση από την συμμετοχή του ισπανικού στρατού στην εισβολή και κατοχή του Ιράκ. Παρόλα αυτά, προς αποφυγή σχηματοποιήσεων, η σχέση των Σοσιαλιστών ουδέποτε ήταν και τόσο… αρμονική με τα αιτήματα αυτοδιάθεσης των Καταλανών ή των Βάσκων. Ενδεικτικά να αναφέρουμε την κρατική τρομοκρατία που ασκούσαν μεθοδικά τη δεκαετία του ’80 ενάντια στους Βάσκους, και όχι μόνο την ΕΤΑ, παρακρατικές ομάδες θανάτου που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλεθ.
Το ιστορικό αίτημα της αυτονόμησης της Καταλονίας δεν στηρίζεται μόνο στις διαφορετικές γλώσσες, πολιτικές διαδρομές, παραδόσεις και στερεότυπα – στο πλαίσιο των οποίων στο νωθρό και γλεντζέ Ισπανό του Νότου αντιπαραβάλλεται ο εργασιομανής και μεθοδικός Καταλανός, ακόμη και σε αθλητικά σύμβολα όπως είναι η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα, «τον άοπλο συμβολικό στρατό του καταλανικού εθνικισμού», κατά τον συγγραφέα Μονταλμπάν. Η τάση της αυτονόμησης δέχθηκε μια αναπάντεχη ώθηση κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες από τις δυνάμεις της αγοράς που περιόρισαν την κρατική παρέμβαση η οποία ιστορικά άμβλυνε τις περιφερειακές αντιθέσεις, οξύνοντας στη συνέχεια τον ανταγωνισμό μεταξύ των περιφερειών και τις ανισότητες. Το αίτημα της Βαρκελόνης να χειρίζεται μεγαλύτερο μερίδιο από τους πόρους της δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από τον περιορισμό των κρατικών παροχών και την τάση του κράτους να αποκεντρώνει θεμελιώδεις πολιτικές του λειτουργίες μόνο και μόνο για να αποποιείται το κόστος που αναλογεί σε αυτές τις ευθύνες, και όχι χάριν της (ορθής) αρχής της αποκέντρωσης των κέντρων αποφάσεων. Το αίτημα της Καταλονίας φαντάζει έτσι φυσιολογικό, αν αναλογιστούμε ότι, διαθέτοντας 7 από τα 44 εκατ. των κατοίκων της Ισπανίας, παράγει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ της. Γεννάει όμως ανησυχίες, όταν αναρωτηθούμε για την τύχη που επιφυλάσσεται στις φτωχές περιοχές του ισπανικού Νότου, την Ανδαλουσία και την Καστίλη, όταν λείψουν από τα δημόσια ταμεία οι πόροι που προέρχονταν από τον σχετικά πιο εύπορο βορρά.
Αναμφισβήτητα λοιπόν η τάση αναλογικότερης (και όχι δικαιότερης!) κατανομής των πόρων θα οξύνει τις περιφερειακές αντιθέσεις, μια και αφαιρεί τα αναγκαία μέσα για την αναδιανομή, και θα μειώσει την τάση σύγκλισης και συνοχής στον βαθμό που θα κάνει τις ήδη πλούσιες περιοχές του βορρά πλουσιότερες και τις φτωχές περιοχές του νότου φτωχότερες.