Καλύτερο μνημόσυνο η άρθρωση κοινωνικού και πατριωτικού λόγου στο μήκος που εξέπεμπε ο Ανδρέας
Δέκα χρόνια μετά την απουσία του και ενώ ζουν εκείνοι που τον λάτρεψαν, αλλά και κείνοι που τον αρνήθηκαν, οπαδοί και αντίπαλοι συγκλίνουν στις κρίσεις τους αποδεχόμενοι ότι ο Παπανδρέου:
– Απεγκλώβισε κοινωνικά το μείζον τμήμα του ελληνικού λαού, τους «μη προνομιούχους».
– Ριζοσπαστικοποίησε πολιτικά φίλιες και αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα τους νέους.
– Έδωσε καθοριστικούς ρόλους στα συνδικάτα και στους συνεταιρισμούς, άλλο ότι οι προσωπικοί φορείς τους στην πορεία απεδείχθησαν ανεπαρκείς. Ειδικά οι συνεταιρισμοί ενεφάνησαν μαζικά εκφυλιστικά συμπτώματα.
Οξυδερκής, με ισχυρό πολιτικό ένστικτο, συνήγειρε τα πλήθη, αλλά δεν πήγαινε κόντρα σε αυτά. Εντός Κινήματος γινόταν ό,τι και στην Αθήνα του Περικλή «λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή». Σε απόκλιση όμως από τον Περικλή, που εκείνος από το πλήθος «ουκ ήγετο μάλλον υπ’ αυτού ή αυτός ήγε» (=το οδηγούσε παρά συρόταν απ’ αυτό), ο Ανδρέας μόλις αφουγκραζόταν μια σοβαρή αντίδραση στη «βάση», προσχωρούσε σε αυτήν.
Ο Ανδρέας διακατεχόταν από αυτό που ονομάζουμε αγωνία Ελληνισμού και είχε σαφή αίσθηση ότι η τουρκική απειλή εξουδετερώνεται μόνο με αποτρεπτική στρατηγική ισχύος. Γνώριζε ότι το φερόμενο ως δίλημμα «ειρήνη ή πόλεμος» είναι πλαστό. Το αληθινό δίλημμα είναι «αποτροπή ή πόλεμος». Η στάση του ενέπνεε εθνική αυτοπεποίθηση και υψηλό πατριωτικό φρόνημα, πολλαπλασιαστή της δυνάμεώς μας, στον λαό και στον στρατό. Ο Μάρτης του 1987 είναι η δικαίωση της επιλογής του. Πειθανάγκασε τον Οζάλ να τα «μαζέψει». Βέβαια ακολούθησε ένα Νταβός, αλλά και το «mea culpa» που το ακύρωνε. Το σταθερό μήνυμα που εξέπεμπε προς εταίρους, συμμάχους και Τούρκους ήταν ότι «δεν πρόκειται να παραχωρήσουμε ούτε σπιθαμή εδάφους, αέρα ή θάλασσας». Αυτό είναι και η μοναδική γλώσσα που καταλαβαίνουν οι απέναντι και οι κηδεμόνες τους. Αν και κύριος κληρονόμος της παρακαταθήκης του Ανδρέα είναι ο ελληνικός λαός ως σύνολο, το έθνος, οι εγγύτεροί του, διάδοχοι – επίγονοι έχουν εξ αρχής προβεί σε ντε φάκτο αποποίηση αυτής της κληρονομίας.
Άφησαν στα αζήτητα την παρακαταθήκη του στα δύο βασικά κεφάλαια:
α) Στο κοινωνικό προχώρησαν στην καταλυτική μετάλλαξη του Κινήματος. «Απετάξαντο» τις αρχές της συνοχής και της αλληλεγγύης (=σοσιαλισμού) και το έκαναν νεοφιλελεύθερο.
β) Στα εθνικά θέματα υιοθέτησαν τον κατευνασμό. Ανεγνώρισαν «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο (Μαδρίτη, 1997) και «συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή» (Ελσίνκι, 1999). Εμμένουν πεισματικά στο περιβόητο Ελσίνκι και αν κυβερνούσαν τον Δεκέμβρη του 2004, θα πήγαιναν όλες συλλήβδην τις έκνομες μονομερείς διεκδικήσεις της Άγκυρας πρώτα σε διαπραγμάτευση και στη συνέχεια σε εκδίκαση στη Χάγη!
Επειδή οι εξελίξεις ματαίωσαν τότε το «τρόπαιον» της Χάγης, ζητούν τώρα άρον άρον προσφυγή στο ΔΔ. Νηφάλιες φωνές που τους συνιστούν αυτοσυγκράτηση συμπνίγονται.
Πολλοί απ’ αυτούς που οφείλουν να αρθρώνουν έναν υψηλό πατριωτικό και κοινωνικό λόγο στο μήκος κύματος που εξέπεμπε ο Ανδρέας κατήντησαν ουραγοί μιας «παρέας» που τον λοιδορούσε. Και συμπρωταγωνιστούν σε απίστευτες θέσεις τύπου «ναι» στο (κατάπτυστο) Σχέδιο Ανάν, «ναι» στη Χάγη. Και μαζί «ναι» στον «γάμο» των ομοφυλοφίλων και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Και φυσικά αρνούνται ότι άλλαξαν θέσεις. Ισχυρίζονται ότι δεν άλλαξαν αυτοί, αλλά άλλαξαν τα… πράγματα, ωσάν π.χ. οι γκρίζοι λύκοι να γίνονταν ξαφνικά άσπρα αρνάκια!
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν υπήρξε βεβαίως αλάθητος ούτε όλα που έκανε τα έκανε σωστά. Κανείς όμως δεν μπορεί να του αμφισβητήσει την πίστη του στην Ελλάδα και τα πεπρωμένα της, την γενναιότητα στις φιλολαϊκές δράσεις και τη μεγάλη καρδιά.