Η αυτοκαταστροφική πολιτική του Ελσίνκι και οι απολογητές και συνεχιστές της
Το άρθρο αυτό, που έρχεται μετά το αναλόγου περιεχομένου άρθρο του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Κωστή Στεφανόπουλου, έχει ιδιαίτερη σημασία για δύο προφανείς λόγους. Πρώτον, γιατί προέρχεται από τον πρωτεργάτη της πολιτικής του Ελσίνκι και αυθεντικό εκφραστή της. Δεύτερον, γιατί αποτελεί παρέμβαση στη συγκυρία με συγκεκριμένη πρόταση για «νέο Ελσίνκι».
Είναι σημαντικό να δει κανείς συστηματικά τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται και να επισημάνει τις αντιφάσεις και τις αποσιωπήσεις, ώστε να χυθεί άπλετο φως σ’ αυτό που παρουσιάζεται ως δήθεν «νέα εθνική στρατηγική» και αποτελεσματική πολιτική για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και τη διέξοδο από τα σημερινά αδιέξοδα που δημιουργεί η τουρκική αδιαλλαξία.
Η παρουσίαση της πολιτικής του Ελσίνκι ως δήθεν πολιτικής του αυτονόητου
Πρώτ’ απ’ όλα, προκαλεί εντύπωση η παρουσίαση της πολιτικής του Ελσίνκι ως δήθεν πολιτικής του «αυτονόητου». Με ποια λογική τεκμηριώνεται μια τέτοια άποψη, όταν είναι γνωστό ότι η πολιτική του Ελσίνκι οδήγησε σε πλήρη ανατροπή της πάγιας διακομματικής πολιτικής της Ελλάδος που έθετε ως προϋπόθεση για την υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας την επίλυση προηγουμένως του Κυπριακού και των άλλων διμερών ελληνοτουρκικών διαφορών; Με ποια λογική θεωρείται ως αυτονόητη η μονομερής παραίτηση της Ελλάδος από τα διπλωματικά της πλεονεκτήματα και η εξυπηρέτηση του υψίστου γεωπολιτικού και στρατηγικού στόχου της Άγκυρας, όπως είναι η ένταξη στην ΕΕ, έναντι απλών ελπίδων που αποδείχθηκαν από τα πράγματα κενές;
Μετέωρη η ιδέα ότι δήθεν η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ εξυπηρετεί το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδος
Ως κύριο επιχείρημα το οποίο δεν αποτελεί αυτονόητο αλλά παράδοξο προβάλλεται η ιδέα ότι δήθεν η ένταξη της Τουρκίας εξυπηρετεί το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδος! Το ξενόπνευστο αυτό ιδεολόγημα παρουσιάζεται μάλιστα ως δόγμα πολιτικής που καθορίζει τη στρατηγική της κατεύθυνση και υποτάσσει σ’ αυτήν τα επιμέρους προβλήματα της συγκυρίας.
Δεν χρειάζεται κανείς να μακρηγορήσει για να υποστηρίξει ότι ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θ’ αποτελούσε γεωπολιτική και στρατηγική ανατροπή σε βάρος της Ελλάδος.
Πρώτον, γιατί η Τουρκία αντί της Ελλάδος θα γινόταν χώρα-σύνορο της Ευρώπης.
Δεύτερον, γιατί η Τουρκία θα επανερχόταν μαζικά στην Ευρώπη και λόγω πληθυσμού θα μετατρεπόταν στο πλαίσιο της ΕΕ σε ευρωπαϊκή δύναμη, αντίστοιχη της Γερμανίας και των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.
Τρίτον, γιατί ο δημογραφικός της όγκος, ανεξάρτητα από προσωρινά περιοριστικά μέτρα, θα ασκούσε τεράστια πίεση στους ελληνικούς πληθυσμούς και στην ελληνική δημογραφική δομή, ιδιαίτερα σε ευαίσθητες ακριτικές περιοχές (Θράκη, Αιγαίο).
Τέταρτον, γιατί η Τουρκία επιδιώκει σταθερά, ως εθνικό στρατηγικό στόχο, ηγεμονικό περιφερειακό ρόλο, στο πλαίσιο της ευρύτερης αμερικανικής γεωπολιτικής, στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο και γενικότερα στον ευρασιατικό χώρο. Η επάνοδός της στην Ευρώπη μέσα από μια στρατηγική εντάξεως στην ΕΕ, θα ενίσχυε καταλυτικά τον ρόλο και την επιρροή της στην περιοχή.
Για τους παραπάνω κύριους λόγους, η Ελλάδα δεν έχει, βεβαίως, κανένα στρατηγικό συμφέρον από την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, είχε πάγια πολιτική να μην αντιταχθεί στην ένταξη της γείτονος, εάν προηγουμένως ρυθμίζονταν τα προβλήματα που είχε ουσιαστικά δημιουργήσει και συντηρεί η Άγκυρα.
Η Ελλάδα μετεβλήθη όμως, με την πολιτική του Ελσίνκι, σε σημαιοφόρο της Άγκυρας στην Ευρώπη, χωρίς να λυθούν προηγουμένως τα διμερή προβλήματα
Με αφετηρία όμως το 1996 και την κυβέρνηση Σημίτη, η επίσημη ελληνική θέση ανετράπη. Επικράτησε σταδιακά η πολιτική που αποκορυφώθηκε και κωδικοποιήθηκε με τη λεγόμενη «συμφωνία του Ελσίνκι» το 1999. Ο αποφασιστικός και κυρίαρχος παράγων στη συμφωνία αυτή ήταν ο στόχος της αμερικανικής πολιτικής να προωθήσει την ενταξιακή πορεία της Άγκυρας. Για τον σκοπό, αυτό έπρεπε να «λυθούν» ή να παραμεριστούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα για να μην αποτελούν εμπόδια στην τουρκική ενταξιακή πορεία.
Για τον ίδιο σκοπό ετέθη ακόμη ως πιο φιλόδοξος στόχος η επιστράτευση του ελληνικού παράγοντα ως καταλύτη της τουρκικής ευρωπαϊκής πορείας, με την ελπίδα ότι αυτή θα βοηθούσε στην επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Με τον τρόπο αυτό διεμορφώθη το ιδεολόγημα ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ «συμφέρει», σε στρατηγικό επίπεδο μάλιστα, την Ελλάδα.
Στην πορεία προς το Ελσίνκι, η Ελλάδα δεν απεμπόλησε μόνο την προηγούμενη θέση της για λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, πριν από την απονομή στην Τουρκία της ιδιότητας της υποψήφιας χώρας και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Έκανε, επιπλέον, κρίσιμες μονομερείς παραχωρήσεις.
Στο Κυπριακό, που ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε άμεσα η Τουρκία ήταν σημαντική επιτυχία η καταγραφή και συμπεράσματα της αναφοράς για ένταξη της Κύπρου, ακόμη και στην περίπτωση που δεν θα καθίστατο δυνατή η επίλυση του Κυπριακού λόγω τουρκικής αδιαλλαξίας.
Παρασκηνιακά όμως είχαν αναληφθεί δεσμεύσεις για δραματικές υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, ώστε να επιτευχθεί «λύση» του Κυπριακού αποδεκτή από την τουρκική πλευρά. Δύο φορές, την πρώτη φορά στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης το 2000 και στη συνέχεια στις διαπραγματεύσεις της Χάγης, η πλήρης αδιαλλαξία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας επέτρεψε στην ελληνική πλευρά να διολισθήσει από τις Συμπληγάδες των πιέσεων και να εξασφαλίσει την ένταξη, χωρίς την ταυτόχρονη αποδοχή του καταστροφικού Σχεδίου Ανάν.
Δυστυχώς, στο πνεύμα της πολιτικής του Ελσίνκι και για τη «διευκόλυνση» της ευρωπαϊκής πορείας της Άγκυρας η ελληνική πλευρά σύρθηκε στην περίφημη επιδιαιτησία. Η τελευταία έδωσε το διπλωματικό πλεονέκτημα στην τουρκική πλευρά και ανέτρεψε το διπλωματικό σκηνικό σε βάρος της ελληνικής πλευράς.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα κατόρθωσε το αδιανόητο. Να ακυρώσει το ελληνικό βέτο στην Ευρώπη. Να παραμερίσει το Κυπριακό ως εμπόδιο και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει διπλωματικό πλεονέκτημα στο Κυπριακό ψηφίζοντας «ναι» για ένα σχέδιο που της τα έδινε όλα, με τη βούλα μάλιστα του ΟΗΕ.
Δικαιολογημένα ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν δεν συγκρατήθηκε και μίλησε για «χρυσές σελίδες της τουρκικής διπλωματίας».
Η αποτυχία της ελληνικής πλευράς είναι ακόμη μεγαλύτερη, εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι:
α) η ένταξη των δέκα νέων χωρών στην ΕΕ, μεταξύ αυτών και η Κύπρος, είχε αποφασισθεί από τους 15 να γίνει και να επικυρωθεί από τα Κοινοβούλια των χωρών μελών ως πακέτου.
Β) Η Ελλάδα είχε κάθε δικαίωμα να εμποδίσει με βέτο διάκριση σε βάρος της Κύπρου.
Γ) Η διεύρυνση των 10 ως πακέτου ανταποκρινόταν σε ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ.
Προσδοκούσαν από αυτήν την αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μέσα στην ΕΕ, με την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν θα διακινδύνευαν επομένως το υπέρτερο αυτό γεωπολιτικό όφελος με τη δημιουργία προβλημάτων στην ένταξη της Κύπρου, έστω και χωρίς τη λύση του πολιτικού της προβλήματος.
Το αναμφισβήτητα θετικό είναι η ένταξη της Κύπρου, η οποία διαφυλάχθηκε ως θετικό με την απόρριψη από τον κυπριακό λαό του περιβόητου Σχεδίου Ανάν.
Η αποδοχή «συνοριακών διαφορών και άλλων συναφών θεμάτων» για το Αιγαίο
Για το Αιγαίο, οι παραχωρήσεις στη συμφωνία του Ελσίνκι καταγράφηκαν με την αποδοχή της γνωστής αναφοράς σε «συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα».
Με την αποδοχή της αναφοράς αυτής ουσιαστικά τορπιλίστηκε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ως διπλωματική διαδικασία ευνοϊκή για την ελληνική πλευρά. Επιπλέον, μετετράπη δυνάμει σε μπούμερανγκ, εφόσον οι «συνοριακές διαφορές και τα άλλα συναφή θέματα» αφήνουν την πόρτα ανοιχτή στην Άγκυρα να εντάξει όλες τις γνωστές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις της. Αφήνει, επιπλέον, ανοιχτή την πόρτα για τη διαμόρφωση ενός σεναρίου επιδιαιτησίας, κατά το πρότυπο του Σχεδίου Ανάν, που θα προβαλλόταν με τον μανδύα του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Κωστής Στεφανόπουλος, στη γραμμή της πολιτικής Ελσίνκι πρότεινε την παραπομπή όλων των διεκδικήσεων της Άγκυρας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με εξαίρεση το θέμα των «γκρίζων ζωνών».
Ο τέως πρωθυπουργός, κ. Κώστας Σημίτης, για να αποφύγει προφανείς αντιδράσεις, προσποιείται ότι οι «συνοριακές διαφορές» αναφέρονται μόνο στην υφαλοκρηπίδα! Η υπουργός Εξωτερικών, κ. Ντόρα Μπακογιάννη, σε συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» προτείνει στην Τουρκία να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για «θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος που αμφισβητεί».
Υπερφαλαγγίζει δηλαδή τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κωστή Στεφανόπουλο, αποδεχόμενη να παραπεμφθούν στη Χάγη και θέματα «γκρίζων ζωνών» και αντιφάσεις με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Κάρολο Παπούλια, που με σαφή και τεκμηριωμένο λόγο απέρριψε κάθε ιδέα για Χάγη, υπό τις συνθήκες αυτές, και ανέδειξε τους στρατηγικούς στόχους του βαθέως τουρκικού κράτους που βρίσκονται στο παρασκήνιο και παράγουν τις επιμέρους διεκδικήσεις.
Το «νέο Ελσίνκι» σωσίβιο για τη συνέχιση και ριζοσπαστικοποίηση της ίδιας πολιτικής με νέες ελληνικές υποχωρήσεις
Στο άρθρο του πρώην πρωθυπουργού υπάρχουν πολλές παραλείψεις, αντιφάσεις και αποσιωπήσεις. Σ’ ένα όμως ιδιαίτερα κρίσιμο θέμα, ο πρώην πρωθυπουργός είναι πολύ σαφής: «Λύσεις δεν θα υπάρξουν, αν από πλευράς της Ελλάδος δεν αντιμετωπισθούν με θάρρος ορισμένα θέματα. Παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα του εύρους των χωρικών υδάτων της χώρας, που συναρτάται άμεσα με την έκταση της υφαλοκρηπίδας».
Υπονοεί σαφώς ελληνικές υποχωρήσεις. Για να τις δικαιολογήσει όμως, δεν διστάζει να αποδώσει στην ελληνική πλευρά υπονοώντας την «αδιάλλακτη» ελληνική πλευρά ότι θέλει δήθεν να «κλείσει» το Αιγαίο, με την επέκταση των χωρικών υδάτων. Αυτό ισχυρίζεται και η τουρκική προπαγάνδα. Ο πρώην πρωθυπουργός όφειλε όμως να γνωρίζει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι μόνιμο μέλημα όλων των κυβερνήσεων, πραγματικά αυτονόητο, ήταν η δημιουργία διαύλων στο Αιγαίο, ώστε να μην παρακωλύεται η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Δεύτερον, η Άγκυρα εξέθεσε τα επιχειρήματά της στη Διεθνή Διάσκεψη Θαλασσίου Δικαίου, προσπαθώντας να προωθήσει την ιδέα «ειδικών περιστάσεων» στο Αιγαίο. Οι ενστάσεις και προτάσεις της απερρίφθησαν. Η επίκληση του επιχειρήματος αυτού ή του επιχειρήματος της διαφοράς μεταξύ εναερίου και θαλασσίου χώρου, ως προσχήματος για την απεμπόληση των δικαιωμάτων της Ελλάδος στα 12 μίλια στο Αιγαίο, είναι ατυχής και λυπηρή, όταν προέρχεται από έναν πρώην πρωθυπουργό της χώρας.
Οι απόψεις αυτές συγκαλύπτονται κάτω από θετικές προτάσεις για επέκταση των χωρικών υδάτων πριν από μια ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη. Δεν πρέπει όμως στο θέμα αυτό να υπάρχουν εσκεμμένες ασάφειες ούτε να προβάλλεται η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα Ιόνια, στην Κρήτη ή στην Αττική, ως δήθεν αντιστάθμισμα για τη μη επέκτασή τους στο Αιγαίο.
Η αποσιώπηση των τουρκικών στρατηγικών σχεδίων στο Αιγαίο, ως βασικού παράγοντα που διαμορφώνει τις τουρκικές διεκδικήσεις και την κλιμάκωσή τους, είναι ένα άλλο σημείο που καταπλήσσει στο άρθρο του πρώην πρωθυπουργού. Προκύπτει σχεδόν η εντύπωση ότι η «λύση» των ελληνοτουρκικών προβλημάτων είναι στο χέρι της ελληνικής πλευράς, φτάνει να το θελήσει και να επιδείξει «τόλμη».
Επισημαίνει γι’ αυτό ότι χρειάζεται να ενημερώσουμε τους πολίτες της χώρας, να ενισχύσουμε τη θέληση για ειρήνη και να περιορίσουμε τις νοοτροπίες που μας οδηγούν στην αντιπαλότητα και την περιθωριοποίηση. Οι συνεχείς εξοπλισμοί ήταν και είναι η κύρια αιτία της οικονομικής και κοινωνικής καθυστέρησής μας. Η ΝΔ επιμένει σ’ αυτούς και αδιαφορεί για τις επιπτώσεις τους.
Η Άγκυρα κλιμακώνει την αδιαλλαξία και τις προκλήσεις της. Δεν κρύβει τα σχέδιά της για ανατροπή του σημερινού καθεστώτος του Αιγαίου. Αρνείται να εφαρμόσει συμβατικές υποχρεώσεις της απέναντι στην ΕΕ. Ο αρχηγός του τουρκικού γεν. επιτελείου ανακοινώνει δόγμα υπεροχής στο Αιγαίο. Και όμως ο πρώην πρωθυπουργός προτείνει ως στρατηγική διέξοδο ένα «νέο Ελσίνκι». Τη συνέχιση δηλαδή και την παραπέρα ριζοσπαστικοποίηση μιας πολιτικής ελληνικών παραχωρήσεων για τη «λύση» των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, που υποτίθεται ότι θα λύνονταν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και της υποστηρίξεώς της από την Ελλάδα.
Οι θέσεις αυτές, που από μια άποψη υπερφαλαγγίζουν τις κυβερνητικές θέσεις σε πολλά σημεία, είναι πρωτοφανές γεγονός για την αντιπολίτευση, που διεκδικεί την εκπροσώπηση της δημοκρατικής παρατάξεως και εορτάζει τη συνέχιση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η κατάσταση αυτή δίνει και το μέτρο του πολιτικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα, και της αναντιστοιχίας που υπάρχει μεταξύ κομμάτων και πολιτικών ηγεσιών και του ελληνικού λαού.