Ανοιχτή πλέον διάσταση του Προέδρου της Δημοκρατίας με την υπουργό Εξωτερικών
Παράλληλα, η παρέμβαση αυτή κατέγραψε και μια κρίσιμη διάσταση απόψεων μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας -και όχι μόνο- με την υπουργό Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, για το θέμα της Χάγης, με βάση και όσα είπε στη συνέντευξή της στη γαλλική εφημερίδα «Φιγκαρό», που στη συνέχεια έσπευσε να τη «μαζέψει», μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, λέγοντας μάλιστα πως έγινε μια περιληπτική απόδοση όσων είχε πει και συνεπώς διαστρεβλώθηκαν οι θέσεις της. Βέβαια το κείμενο της συνέντευξης στη «Φιγκαρό» και στην επίσημη ιστοσελίδα του υπουργείου Εξωτερικών αναρτήθηκε και στο επίσημο πρακτορείο (ΑΠΕ) βγήκε.
Η κ. Μπακογιάννη υποστήριξε στη «Φιγκαρό» πως αν η Τουρκία αναγνωρίσει το δικαστήριο της Χάγης, θα μπορέσουν να επιλυθούν τα θέματα με αυτήν. Ωστόσο, από τη Σύμη ο Κάρολος Παπούλιας (που υπήρξε εκ των στενών συνεργατών του Ανδρέα Παπανδρέου και διετέλεσε και υπουργός Εξωτερικών) ξεκαθάρισε με τον καλύτερο τρόπο τα της Χάγης, καθώς αναφερόμενος στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο τόνισε χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι οι διαφορές που επικαλείται η Τουρκία, αλλά ο λόγος για τον οποίο τις επικαλείται. Ακόμη και αν βρισκόταν συμβιβασμός σε κάποιες από αυτές τις διαφορές, μέσω των διαδικασιών που προβλέπονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα προέκυπταν νέες διαφορές, επειδή δεν αναθεωρείται η στρατηγική επιδίωξη που τις κατασκευάζει».
Πάντως, όπως επισημαίνουν πολιτικοί κύκλοι, η Ντόρα Μπακογιάννη δεν κινείται αυτόνομα σε ό,τι αφορά τις θέσεις και τις επιλογές της. Σε σοβαρούς και έγκυρους πολιτικούς κύκλους τίθεται με ιδιαίτερη ένταση το ερώτημα με ποια κριτήρια σκέφτηκε ο Κώστας Καραμανλής να αναθέσει το κρίσιμο αυτό πόστο στην Ντόρα Μπακογιάννη. Τόνιζαν μάλιστα πως η υπουργός Εξωτερικών δείχνει να αποδέχεται τις θέσεις για το όλο θέμα που εξέφρασε με το πρόσφατο άρθρο του ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ωστόσο υπογράμμιζαν πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός πλέον ευθύνεται και για το τι λέει και ποιες επιλογές και πολιτικές ακολουθεί η υπουργός Εξωτερικών.
Αξίζει εδώ να σημειωθούμε ότι όλοι είναι πεπεισμένοι πως η βαρυσήμαντη και καταλυτική παρέμβαση του Κάρολου Παπούλια από τη Σύμη είχε την πλήρη κάλυψη του ίδιου του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο κ. Παπούλιας διέκοψε την περιοδεία του στα Δωδεκάνησα για να επιστρέψει στην Αθήνα και να συναντηθεί στο Προεδρικό Μέγαρο με τον πρωθυπουργό και στη συνέχεια να συνεχίσει την περιοδεία του και να στείλει το μήνυμά του από τη Σύμη.
Ο Κ. Καραμανλής πήγε στον Κ. Παπούλια με το αιτιολογικό ότι ήθελε να τον ενημερώσει για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βέβαια, η ενημέρωση αυτή θα μπορούσε να γίνει μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του κ. Παπούλια. Το «έκτακτο» της συνάντησης, που σηματοδοτήθηκε με τη διακοπή της περιοδείας του Προέδρου και την επιστροφή του στην Αθήνα, υποδήλωνε μέχρι έναν βαθμό μια αναγκαιότητα και μια ανησυχία.
Η ανησυχία έχει διπλή βάση:
– Από τη μια, η Αθήνα και ο πρωθυπουργός ανησυχούν για την κατάσταση που μπορεί να δημιουργηθεί αν η Τουρκία θελήσει να τραβήξει κι άλλο το σκοινί του εκβιασμού προς την ΕΕ, αρνούμενη να εκπληρώσει συμβατικές υποχρεώσεις της, και να οξύνει την κατάσταση στην περιοχή (Αιγαίο ή Κύπρο και αλλού). Παράλληλα, τέτοιου τύπου εξελίξεις ενισχύουν όλα εκείνα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν θέλουν την Τουρκία στην ΕΕ ή να γίνει απλώς μια «ειδική σχέση» Τουρκίας – ΕΕ. Άλλωστε και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής κάποια ισχυρά κράτη-μέλη επανέφεραν πάλι αυτόν τον προβληματισμό (π.χ. Αυστρία κ.ά.).
– Από την άλλη, ο Κ. Καραμανλής ήθελε και θέλει να έχει εκείνος το πλεονέκτημα του χειρισμού και του αιφνιδιασμού (και στο εσωτερικό μέτωπο) των ελληνοτουρκικών, σε μια φάση όπου η Ντόρα Μπακογιάννη με πολύ προσεκτικό βέβαια τρόπο κινείται με βάση δικές της επιλογές, αλλά η αντιπολίτευση (πρωτίστως ο Γ. Παπανδρέου με τις όποιες πρωτοβουλίες του και συμμαχίες του, όπως με τον Κ. Στεφανόπουλο και τον Κ. Σημίτη) επιχειρεί να δημιουργήσει προνομιακό γι’ αυτήν πεδίο παρεμβάσεων στα ελληνοτουρκικά.
Ο Κ. Καραμανλής λοιπόν ήθελε να στείλει ένα μήνυμα, να περάσει προς τα έξω ότι υπάρχουν κάποιες σοβαρές εξελίξεις, αλλά και ότι ανησυχεί πού το πάει η Τουρκία, πραγματοποιώντας μια έκτακτη συνάντηση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος διέκοψε -έστω και προσωρινά- την περιοδεία του για να ενημερωθεί από τον πρωθυπουργό. Το μήνυμα Παπούλια από τη Σύμη ήταν σαφές και λιτό και μέχρι έναν βαθμό με αυτό επιχείρησε να οριοθετήσει τις επιλογές έναντι της Τουρκίας, σε ό,τι αφορά το εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό μέτωπο. «Το πρόβλημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι οι διαφορές που επικαλείται η Τουρκία, αλλά ο λόγος για τον οποίο τις επικαλείται», είπε.
Τόνισε ακόμα πως «ο πυρήνας του προβλήματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκεται στον καθοριστικό ρόλο του τουρκικού στρατού στον προσανατολισμό της γειτονικής χώρας που υποβάλλει την προσπάθεια ανατροπής της ισορροπίας στο Αιγαίο. Η τουρκική θεωρία για τις ‘‘γκρίζες ζώνες” εμφανίστηκε μόλις το 1996, πολλά χρόνια μετά από τότε που ξεκίνησε η αμφισβήτηση του εύρους του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων. Δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι οι στρατηγικές επιδιώξεις δεκαετιών εγκαταλείπονται μέσα σε ένα βράδυ. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της υποστήριξής μας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας: η προσδοκία μας ότι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας θα βοηθήσει το κοινό μέλλον των δύο λαών».¨Σημείωσε ακόμα πως «η Τουρκία έχει σήμερα μία ιστορική ευκαιρία για τον εξευρωπαϊσμό της. Για να την αξιοποιήσει θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψει την αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος στο Αιγαίο».
Επεσήμανε, τέλος, ότι «ο ελληνικός λαός θέλει ένα ειρηνικό μέλλον με την Τουρκία και την ίδια ώρα ανησυχεί απέναντι σε μια συμπεριφορά που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Η Ελλάδα θα παρακολουθεί αυτή την πορεία χωρίς υπερβολική αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, με πνεύμα ρεαλισμού. Δεν θέλουμε θυσίες, ανθρώπινες και οικονομικές, δεν θέλουμε άλλη ένταση. Απλώνουμε με επιμονή και ειλικρίνεια το χέρι της φιλίας και της συνεργασίας, αναμένοντας την αλλαγή αντίληψης της τουρκικής ηγεσίας για τα ζωτικά συμφέροντα της γειτονικής χώρας και την υιοθέτηση των ευρωπαϊκών αρχών στην εξωτερική της πολιτική. Για να εμπεδωθεί η ύφεση, προς όφελος των λαών μας, απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση. Η Ελλάδα επιδιώκει σταθερά την πλήρη εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την πεποίθηση ότι όχι μόνο η ειρήνη αλλά και η ευημερία μας εξαρτώνται από τις σχέσεις καλής γειτονίας».
Όλα αυτά όμως συμβαίνουν την ώρα που η Τουρκία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν τον Οκτώβριο η κυβέρνηση Ερντογάν θα υπάρχει, αν θα σημειωθούν και νέες εντάσεις ανατολικότερα της Τουρκίας (Ιράν) ή αν οι στρατηγοί δεν θα κινηθούν για να καθυποτάξουν την εξουσία του Ερντογάν (για καλυμμένο πραξικόπημα μιλούν ορισμένοι). Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τους επόμενους μήνες ποια ακριβώς θα είναι η θέση της Άγκυρας και αν θα επιδιώξει νέες εντάσεις με την Ελλάδα σε περίπτωση που δει ότι έχει έξαρση λόγου χάρη του Κουρδικού.